Τι ήξερε ο Πίνδαρος

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ακολουθεί ένα κείμενο γεμάτο ερωτήματα και ομολογία αδυναμίας για απαντήσεις. Πέθανε ο Πίνδαρος, ανακοίνωσε ένας φίλος στην παρέα. Ολοι ξέραμε ποιος ήταν αλλά και κανείς δεν ήξερε, πραγματικά. Κανείς δεν ήξερε ποιο ήταν το πραγματικό του όνομα. Άλλος είπε ότι λεγόταν Δημήτρης και άλλος ότι λεγόταν Γιώργος. Είχε δίκιο ο δεύτερος, όπως εκ των υστέρων μάθαμε. Αλλά τον Πίνδαρο όλοι τον αποκαλούσαν Πίνδαρο, εκτός ίσως από τους πολύ δικούς του, που δεν ξέρουμε εάν υπήρχαν, εάν είχαν επαφή μαζί του και πόσο καλή.

Ο Πίνδαρος είχε ένα απλησίαστο ύφος, σε έκοβε το μάτι του με μαχαίρι, με το καθαρό μήνυμα του σκοταδιού: Όχι πολλά πολλά, βαριέμαι, δεν με ενδιαφέρει τίποτα, δεν με ενδιαφέρεις εσύ, δεν με ενδιαφέρουν όσα θα μου πεις, και εν τέλει ούτε εσένα ενδιαφέρουν αυτά που λες. Οπότε γιατί θέλεις να τα πεις; Στο αγγελτήριο της κηδείας αναφέρονται ανίψια και λοιποί συγγενείς. Και τίποτε άλλο.

Τον κηδεύουν ως Πίνδαρο πάντως, γιατί έτσι τον έμαθαν όλοι. Ποιος τον είπε Πίνδαρο, και γιατί; Πρωτακούσαμε να τον αποκαλούν έτσι στα μέσα του ’70, που καλά καλά δεν ξέραμε ποιος ήταν ο κανονικός Πίνδαρος. Και τι θα πει κανονικός Πίνδαρος; Ισως απέκτησε το προσωνύμιο επειδή τα μαλλιά του ήταν ξανθά, βοστρυχωτά, σαν μιας αρχαίας ποιητικής μορφής. Όπως φανταζόμαστε τους ποιητές, τους Μακεδόνες, τα μοντέλα των αγαλμάτων, τις ιδανικές μορφές, με μια δόση από σάτιρα, μία από άγνοια, και μία από φαντασία.

Τον θυμόμαστε στιλπνό, μαυρισμένο από τους ήλιους, λιπόσαρκη και λαξευμένη μεσογειακή μορφή της παραλίας. Πολλά θρυλούνταν για τις επιτυχίες του,  με πιο εμβληματική την ιστορία με την τουρίστρια που την πήγαινε στο σπίτι του, το Δικαστικό Μέγαρο, αλλά δεν του άνοιγε το παλιοτόμαρο ο υπηρέτης. Ποτέ δεν μάθαμε αν ήταν αλήθεια ή ψέματα, ποτέ δεν μάθαμε αν το έκανε ο ίδιος ή επινοήθηκε από τον ίδιον ή άλλον, και όταν εν τέλει τον γνωρίσαμε, ντραπήκαμε να τον ρωτήσουμε αν ήταν αληθές, ούτε καν αποπειραθήκαμε να ξύσουμε για φως κάτω από το σκοτάδι του βλέμματος.

Ηταν πλέον χαρακωμένος από τον χρόνο και τους ήλιους, πάντα λεπτός και νευρώδης, ράθυμος στο περπάτημα, σαν πιτσιρικάς που έχει μόλις ξυπνήσει και αποπαίρνει τον κόσμο με το βλέμμα. Ο Πίνδαρος. Και μόνο το παρατσούκλι, ο μποέμικος βίος και πολιτεία, το απηνές μαύρισμα, ο ερωτισμός μιας ξελέφτερης εποχής, τα παρεπόμενα μιας επανάστασης που άφησε πίσω της επαναστατημένους που ανέτρεψαν μόνο τον εαυτό τους, διότι αυτό κυρίως τους ενδιέφερε, ανθρώπους που έκαναν ρεύμα κόντρα στα ρεύματα και που διατήρησαν χαρακτήρα μη υποτασσόμενοι στην καθημερινότητα και τις συμβάσεις. Ενας Κιθ Ρίτσαρντς χωρίς κιθάρα και με αναγνωρισιμότητα που η εμβέλειά της έπιανε από τα Ψηλαλώνια έως την πλαζ του ΕΟΤ και την Καλόγρια της εποχής των μεγάλων κυμάτων, της ρακέτας, των μπάνγκαλος, των ατελείωτων ηλιοθεραπειών. Ο Πίνδαρος. Μια ποίηση η ζωή του. Μια ποίηση σκληρή, σαρκαστική, στριφνή, αλλά και ερωτική.

Δεν ξέραμε τίποτα γι’ αυτόν, αυτό ακριβώς ήθελε. Δεν πήρε τίποτα μαζί του, ούτε άφησε. Ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Όπως όλων μας, τελικά. Η διαφορά μας ήταν ότι εκείνος το ήξερε.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ