Τι κερδίζουν όσοι τρώνε αμύγδαλα την ημέρα;

Τα οφέλη για τον οργανισμό

αμύγδαλα

Ένας σημαντικός παράγοντας για την υγεία του εντέρου είναι και το βουτυρικό (butyrate), ένα λιπαρό οξύ βραχείας αλυσίδας που υποστηρίζει την υγεία του ίδιου μικροβιώματος (χλωρίδα του πεπτικού συστήματος).

Η δρ. Alice Creedon λέει σχετικά: “Το βουτυρικό οξύ είναι σημαντικό για την υγεία του εντέρου, καθώς δρα ως η κύρια πηγή καυσίμου για τα κύτταρα του παχέος εντέρου, επιτρέποντάς τους να λειτουργούν σωστά και βέλτιστα.

Συμμετέχει επίσης στη σηματοδότηση προς το έντερο για την έναρξη της διαδικασίας απορρόφησης θρεπτικών συστατικών. Επιπλέον, το βουτυρικό οξύ που παράγεται στο έντερο μπορεί να εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, όπου εμπλέκεται στη ρύθμιση της υγείας σε άλλες περιοχές του σώματος, όπως το συκώτι, ο εγκέφαλος και οι πνεύμονες”.

Η δρ. Creedon είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Διατροφικών Σπουδών του King’s College του Λονδίνου. Είναι επίσης η επικεφαλής συγγραφέας μιας νέας μελέτης που διερευνά την αξία των αμυγδάλων ως μέσου υποστήριξης της παροχής βουτυρικού στο μικροβίωμα.

Η μελέτη δείχνει ότι η κατανάλωση μιας καλής χούφτας αμύγδαλα κάθε μέρα προάγει την παραγωγή βουτυρικού οξέος.

Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο The American Journal of Clinical Nutrition. Αξίζει να σημειωθεί ότι χρηματοδοτήθηκε από το Almond Board of California.

Η σημασία του βουτυρικού οξέος

Η έρευνα της δρ. Creedon τεκμηριώνει τα οφέλη από την κατανάλωση περίπου 56 γραμμαρίων αμυγδάλων ημερησίως. Αυτό είναι περίπου 46 αμύγδαλα.

“Το βουτυρικό υποστηρίζει τον φραγμό του εντέρου, ο οποίος εμποδίζει τα βακτήρια και άλλα μικρόβια να εισέλθουν στο αίμα. Με αυτόν τον τρόπο, το βουτυρικό μπορεί να βοηθήσει στην μείωση της φλεγμονής, στη διαχείριση καταστάσεων όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και στην μείωση της γαστρεντερικής δυσφορίας, όπως το φούσκωμα”, είπε η διατροφολόγος Allison Tallman.

“Το βουτυρικό παράγεται μέσω της ζύμωσης των ινών στο παχύ έντερο. Ως εκ τούτου, η αύξηση των φυτικών ινών στη διατροφή αυξάνει τα επίπεδα βουτυρικού, κάτι που έχει θετική επίδραση στην υγεία του εντέρου”, πρόσθεσε η ίδια.

Αμύγδαλα: Υπέρ και κατά

Μιλώντας για τη διατροφική αξία των αμυγδάλων, η Tallman σημείωσε περαιτέρω:

“Τα αμύγδαλα έχουν πολλά θρεπτικά συστατικά σε μία μερίδα, όπως 4 γραμμάρια φυτικών ινών, 13 γραμμάρια ακόρεστων λιπαρών, 1 γραμμάριο κορεσμένων λιπαρών και βιταμίνη Ε, ενώ μπορούν εύκολα να ενσωματωθούν στη διατροφή μας με διάφορους τρόπους”.

Οι συμμετέχοντες στην παρούσα μελέτη ήταν 87 υγιείς ενήλικες γυναίκες και άνδρες, ηλικίας από 18 έως 45 ετών. Για την μελέτη, οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε τρεις ομάδες:

1) Μια ομάδα έτρωγε δύο μερίδες από 28 γραμμάρια ολόκληρα αμύγδαλα την ημέρα
2) Μια άλλη ομάδα έτρωγε δύο μερίδες από 28 γραμμάρια αλεσμένων αμυγδάλων καθημερινά
3) Η τελευταία ομάδα (ελέγχου) έτρωγε μάφινς που παρείχαν ισοδύναμη ποσότητα ενέργειας στο σώμα

Το πείραμα διήρκεσε έναν μήνα. Στο τέλος οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι εκείνοι που έτρωγαν αμύγδαλα είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα βουτυρικού από την ομάδα ελέγχου.

Ολόκληρα ή αλεσμένα αμύγδαλα;

Η μελέτη παρακολούθησε τη διαφορά μεταξύ της κατανάλωσης ολόκληρων ή αλεσμένων αμυγδάλων όσον αφορά την παραγωγή βουτυρικού οξέος.

Τα άτομα που έτρωγαν ολόκληρα αμύγδαλα είχαν 1,5 περισσότερες κενώσεις κάθε εβδομάδα από εκείνα που τα έτρωγαν αλεσμένα.

Η δρ. Creedon υπέθεσε γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό: “Τα ολόκληρα αμύγδαλα διαφέρουν από τα αλεσμένα ως προς την ποσότητα λίπους που φτάνει στο παχύ έντερο. Όταν καταναλώνουμε ολόκληρα αμύγδαλα, μεγάλο μέρος του λίπους ξεφεύγει από την πέψη και φτάνει στο παχύ έντερο. Από την άλλη, περισσότερο από το λίπος στα αλεσμένα αφομοιώνεται στον ανώτερο γαστρεντερικό σωλήνα.

Πιθανώς το αυξημένο λίπος στο παχύ έντερο όσων τρώνε ολόκληρα αμύγδαλα χρησίμευε για να αυξήσει την ευκολία διέλευσης των κοπράνων και να αυξήσει το βάρος τους. Και οι δύο αυτές επιδράσεις μπορεί να αυξήσουν τη συχνότητα κενώσεων σε αυτά τα άτομα. Υπάρχουν πολύ λίγες έρευνες σχετικά με την επίδραση του λίπους στη συχνότητα των κοπράνων. Επομένως, αυτά τα ευρήματα απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση με μελλοντικές δοκιμές”.

Πηγή: medicalnewstoday.com.