Το τελευταίο αφρολέξ

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Είναι σαν να μετακαλείται μια γενιά από το υπερπέραν. Αλλά δεν είναι και τόσο ποιητικά τα πράγματα. Μέσα σε σχετικά λίγο χρόνο σφύριξε η λήξη της ζωής για τον Γιώργο Σίδερη, τον Ανδρέα Μιχαλόπουλο, τον Πέτρο Λεβεντάκο. Και τον Βασίλη Μποτίνο, τον Χρήστο Ζαντέρογλου, τον Στέλιο Σεραφείδη, τον Σταύρο Σαράφη και τώρα τον Μίμη Παπαϊωάννου. Ποδοσφαιρικές μορφές που οι εικόνες τους συγκροτούσαν το σύμπαν του παιδικού μας κόσμου σβήνουν η μια μετά την άλλη από τον χάρτη. Παραπλήσιες ηλικίες. Δεν είναι έκπληξη.

Ας μην αφήσουμε τη νοσταλγία να φλυαρήσει: Ανέλαβαν οι αρμοδιότεροι να μιλήσουν για την προσωπικότητα, τη διαδρομή, το ταλέντο των εκλιπόντων, με εύλογη συγκίνηση. Αυτοί οι θάνατοι, οι «φυσιολογικοί», που επέρχονται στο πλήρωμα του χρόνου, δεν συνιστούν δράμα, αλλά υπενθυμίζουν τη θνητότητα. Όχι απλά τη βιολογική, αλλά την ίδια τη θνητότητα του κόσμου που μάθαμε να θεωρούμε ως προσωπικό και συλλογικό μας σύμπαν. Ρωτήσαμε έναν νεότερο εάν είχε ακούσει ποτέ για τον Ζαντέρογλου και έβαλε τα γέλια: Γεννήθηκε τριάντα χρόνια από τότε που ο «χαλκέντερος σέντερ μπακ» είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Το γέλιο του ήταν εύλογο, αν όχι και επιβεβλημένο, αλλά εμάς μας φάνηκε τρομακτικό. Σαν να ακούγεται από τα έγκατα της γης ο φρικτός σαρκασμός της νομοτέλειας, με τη μορφή ενός δαιμόνιου κλόουν που ανοίγει τα σαγόνια
του σαν καρχαρίας. Ποιος Ζαντέρογλου; Και ποιος είσαι εσύ;

Η αλήθεια είναι ότι ούτε κι εμείς είχαμε να πούμε πολλά για τον Ζαντέρογλου. Ο εαυτός μας ήταν και θα είναι πάντοτε το θέμα. Η πρώτη μας επαφή με τα ποδόσφαιρα, η αναγόρευση των παικτών της εποχής σε μύθους, εμβλήματα, ήρωες, τιτάνες, ο τρόπος που γέμιζαν τις Κυριακές μας και τους δευτεριάτικους καυγάδες μας στο σχολείο, οι μεταδόσεις που μετέτρεψε σε στίχο η Νικολακοπούλου, τα ξύλινα αμετροεπή πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων. Οι πρώτες ασπρόμαυρες εικόνες της τιβί και βέβαια τα «Επίκαιρα» στο ξεκίνημα των σινεμάδων, όπου με ταχύτητα κινηματογραφική, παρέλαυναν επί μεγάλης οθόνης ο Σιδέρης, ο Δομάζος, ο Παπαϊωάννου, με τον εκφωνητή να τα λέει καθαρευουσιάνικα, αλλά τα ελληνικά μας ήταν επαρκή, ο αμφίρροπος αγών, το στάδιον, το επανορθωτικόν λάκτισμα.

Τω καιρώ εκείνω το ελληνικό ποδόσφαιρο έβγαζε άσους που αναφέρονται ακόμα σαν αξεπέραστες αξίες. Μόνο η Παναχαϊκή είχε 4-5, ο Ηρακλής 2-3, ο Εθνικός 3-4, το Αιγάλεω πολλούς, ο Πανιώνιος επίσης, η Βόρεια Ελλάδα έβγαζε ταλέντα με τη σέσουλα. Φέρνουμε στο μυαλό μας μια μετακατοχική, απορφανισμένη, διαλυμένη Ελλάδα που το μόνο που είχε να προσφέρει στα παιδιά των περιοχών έξω από τα κέντρα των άστεων ήταν αλάνα, πολύωρη μπάλα, σκληραγώγηση σε αιμοβόρες συνθήκες, ισχνός οικογενειακός έλεγχος, ενώ το ίδιο το ποδόσφαιρο ως παιχνίδι πρόβλεπε λιγότερη πειθαρχημένη άσκηση και αμυντικά συστήματα και περισσότερο χώρο και σεβασμό στο ταλέντο, στην επιθετική αρετή. Ενας αλήτικος ρομαντισμός.

Η μπάλα σήμερα είναι διαστημική, εργοστασιακή, χορταστική. Και πληθωριστική. Αλλοτε είχαμε δύο κανάλια, τώρα έχουμε δύο ματς την ημέρα σε κάθε κανάλι, βλέπουμε τη Ρεάλ πιο συχνά από τα παιδιά μας. Τον Παπαϊωάννου τον είδαμε τρείς ή τέσσερις φορές όλες κι όλες εκ του φυσικού, τον Δομάζο άλλες τόσες, τον Σιδέρη ποτέ, και βεβαίως ούτε μια φορά τον Ζαντέρογλου. Το Γήπεδο ήταν το σημείο του δέους και της χαράς, και της πελώριας θλίψης στις ήττες που εισπράττονταν σαν κυριακάτικοι τιτανικοί. Ακόμα πονάει το σπριντ του Κρητικόπουλου στο 1-2 από τον Εθνικό, ακόμα θυμόμαστε τη σέντρα του Δομάζου στο κούτελο του Αντωνιάδη στο 1-2 από τον ΠΑΟ και βέβαια η τεσσάρα από τους πράσινους του Βερόν και του Ελευθεράκη στην Πάτρα. Σήμερα δεν θυμάσαι ποιος κέρδισε πέρυσι το
τσάμπιον λιγκ και δεν φταίει μόνο η μπύρα. Εντάξει, φταίει κι αυτή.

Πενήντα χρόνια μετά δεν θα έχει σημασία ποιος ήταν ο Παπαϊωάννου, παλιόπαιδα, εμείς στα δέκα μας ξέραμε και τον Πολυχρονίου, τον Στεφανάκο, τον Βικελίδη, τον Μαρόπουλο, τον Βάζο, τον Μανταλόζη, τον Αγγελο Μεσσάρη που έβαλε οκτώ στον Ολυμπιακό κι άλλα τέ-άλλα τέσσερα στον Αρη. Και μας λες τώρα εσύ, ο εικοσάρης, ότι όλα αυτά είναι άκυρα, υπαινισσόμενος, με τα δόντια του κλόουν που λέγαμε, ότι το Σύμπαν μας δεν ήταν απέραντο όπως ψευδώς διατεινόταν ο Αϊνστάιν, αλλά αντιθέτως έχει χρονόμετρο, και τέλος και αποδυτήρια, και σβήσιμο των προβολέων, την ώρα που τα τελευταία μαξιλαράκια από αφρολέξ, πεταμένα από τα παγωμένα δάχτυλα των θεατών στο 85’, πέφτουν απαλά απαλά στην κερκίδα. Και τα μαζεύει ο πλανόδιος να τα ξαναπουλήσει. Εσένα, πάλι, όχι.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ