Ζώντας με καρκίνο
Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για τη Λιολιώ Κολυπέρα
Ολοι θα πεθάνουμε μια μέρα. Κατά κανόνα δεν ξέρουμε πότε και από ποια αιτία. Αυτό μας επιτρέπει να ζούμε με την πολυτέλεια της σκέψης ότι το αναπόφευκτο μπορεί να περιμένει επ’ αόριστον. Είναι μια αθανασία μέχρι νεοτέρας. Οι συμπολίτες μας που διαγιγνώσκονται με καρκίνο, χάρη στις προόδους της ιατρικής και της φαρμακευτικής μπορούν πλέον σε πολλές εκδοχές της νόσου να ελπίζουν σε ίαση, αλλά δυστυχώς αυτό δεν ισχύει για όλους. Πολλοί καρκινοπαθείς ζουν όσο τους επιτρέπει η επιστήμη και η αντοχή τους, ευτυχώς όλο και περισσότεροι όλο και περισσότερο, αλλά ακόμα και στην πιο ανθεκτική περίπτωση, ζουν πλέον με την επίγνωση ότι ξέρουν την (πιθανότερη) αιτία θανάτου τους, αλλά παλεύουν ώστε το μοιραίο να αργήσει και να μπορούν να ζουν σχεδόν όπως όλος ο άλλος κόσμος, μείον κάποια τέρμινα με πισωγυρίσματα και δοκιμασίες.
Ο καρκίνος δεν είναι πλέον αυτός που ήταν- αλλά μη βαυκαλιζόμαστε: υπάρχουν μορφές του που παραμένουν αυτές που ήταν- αλλά δεν παύει ο καρκινοπαθής να διαφέρει σε σχέση με κάποιον άλλον άνθρωπο που δεν πάσχει από θανάσιμο ή δυνητικά θανατηφόρο νόσημα. Από κάποιον ανυποψίαστο από θανατικό. Ζει με τη διαρκή σκέψη της ασθένειας, ζει με την αγωνία των εξετάσεων και τι αυτές θα του ξημερώσουν, ίσως, σε ένα εξάμηνο ή και σε έναν μήνα. Δεν μπορείς να τα βγάλεις αυτά από το μυαλό σου, παρ’ εκτός εάν ο γιατρός σε βεβαιώσει ότι έχεις καθαρίσει οριστικά από τον εχθρό, αλλά και πάλι, δύσκολα μένεις ανεπηρέαστος. Κοιτάς το χρώμα σου ολημερίς, ελέγχεις τις δυνάμεις σου, τα κιλά σου, ακόμα και κάποια δέκατα ενός κοινού κρυολογήματος μπορούν να σε αναστατώσουν. Οσο θυμόσοφα και αν το έχεις πάρει.
Δεν ζήσαμε τη Λιολιώ Κολυπέρα από κοντά ούτε μοιράστηκε σκέψεις και αισθήματά της μαζί μας, πέρα από όσα μοιραζόταν με όλο τον άλλο κόσμο, πολύ συχνά από μικροφώνου. Κατά την κρίση μας, πάντως, ο φόβος ήταν πάντα μαζί της. Και μια υποψία παραπόνου, που είναι εντελώς ανθρώπινο ανακλαστικό: Γιατί να μην μπορώ να έχω την ανεμελιά των άλλων; Θυμόμαστε το βλέμμα αυτό, μια παραμονή Χριστουγέννων, από αυτές που το μεσημεράκι η μισή Πάτρα βγαίνει περαντζάδα για ψώνια, κρασί και ευχές.
Ο φόβος είναι μια από τις κινητήριες δυνάμεις στον άνθρωπο. Αντιμετωπίζεται, με την κίνηση, την εξωτερίκευση, τη συντροφικότητα, την αφοπλιστική παραδοχή αδυναμίας. Η Λιολιώ Κολυπέρα και άλλες αλληλέγγυες γυναίκες- και άνδρες- το έκαναν αυτό, όμως όχι με όρους αναζήτησης οίκτου και υποχρεωτικής συμπάθειας, αλλά παραγωγικά, κινητοποιώντας τους ίδιους τους καρκινοπαθείς και ευρύτερα κοινωνικά δίκτυα, χάρη και στον απίστευτης επιδραστικότητας μοχλό του διαδικτύου, στην ανάπτυξη μιας παρηγορητικής, αφενός, αλλά και δημιουργικής δυναμικής. Κεντρική ιδέα ήταν η συμφιλίωση με τον καρκίνο. Μια στάση που είχε κοινωνική αλλά και εσωτερική σημασία. Χαζεύαμε το απίστευτο κοινωνικό φαινόμενο του Πινκ Δε Σίτι. Ενας χαρούμενος- παρά τη φύση του θέματος- ανθρωποχείμαρος, που είχε ορμητικά χαρακτηριστικά, αλλά ταυτόχρονα είχε και στοιχεία ψυχικής ανάτασης για τον καρκινοπαθή: Με ένα τρόπο φιλικό, γελαστό, φωτεινό, χωρίς ικεσίες, οικτιρμούς και αναξιοπρέπεια, μετέτρεπε το ατομικό πρόβλημα σε συλλογικό ζήτημα, αντλώντας δύναμη μέσα από την ενέργεια του πλήθους.
Αυτός ο μηχανισμός ενεργοποίησε και κληροδότησε ένα πολύτιμο κοίτασμα εμπειρίας και κοινωνικής διαθεσιμότητας, πρωτίστως όμως συνέβαλε αποφασιστικά ώστε να δει η κοινωνία τον καρκίνο και τον καρκινοπαθή με άλλο μάτι, δίνοντας χτύπημα στην «επαρατολογία», που ρίχνει το ηθικό του ασθενούς: Να τα βάλει με την κατάρα; Με την υποχθόνια δύναμη; Να αντιμετωπίσει έναν εχθρό που σιχαίνεται να τον βλέπει; Σήμερα, ο καρκίνος έχει γίνει σε πολλούς ανθρώπους «ο καρκίνος μου», όπως λέμε «το σάκχαρό μου». Βαρύς και ανυπόφορος, συνήθως, αλλά ορατός, μετρήσιμος, αντιμετωπίσιμος, με μια προσπάθεια που σου δίνει μήνες και χρόνια και ευκαιρίες για μακρές ανάσες. Ανεμελιά; Όχι. Σου δίνει όμως μια άλλου είδους σοφία και ένα μεγαλείο που έχουν θεραπευτική αλλά και πανανθρώπινη αξία. Η Λιολιώ Κολυπέρα δίδαξε ότι ο πόλεμος για τη ζωή μας μπορεί να είναι ωραίος, φανταχτερός, λεβέντικος, κι ας είναι ταυτόχρονα αιματηρός, οδυνηρός και αγωνιώδης. Και είχε ένα τέλος σαν κι αυτό που ονειρεύτηκε ο Μπομπ Φόσι για τον εαυτό του στο Ολ Δατ Τζαζ, πεθαίνοντας πράγματι λίγο καιρό αφότου γυρίστηκε η ταινία.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News