Αυτή η Νύχτα Μένει

Στις πίστες της καψούρας και του νταλκά

Αυτή

Δεκαετία του ’80, η δεκαετία της ευφορίας, των επιδοτήσεων και των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ). Στον κάμπο του Αγρινίου αλλά και στον άλλο κάμπο της Θεσσαλίας, όπως και σε όλους τους κάμπους της μοναξιάς, της καψούρας και της λαχτάρας για λίγη ζωή ό,τι να ναι, ανάβουν προβολείς, κλιμακώνεται ο λουλουδοπόλεμος, η αγροτιά πνίγεται στο νοθευμένο ουίσκι και στην «διασκευασμένη» σαμπάνια, τα στρας λάμπουν, ο ανθρώπινος πόνος ανακατεύεται με τον φθόνο και οι αλήθειες ερωτοτροπούν με τις ψευδαισθήσεις και την αβάσταχτη ανάγκη για λίγη συγκίνηση μακριά από την υποκρισία, την αγωνία της ημέρας, τη ρουτίνα του τίποτα και την επανάληψη του μηδενός.

Ο αυτοδημιούργητος δήμαρχος και φιλόδοξος πολιτικός Χρήστος (Γιάννης Στάνκογλου), μέσα από ντοκουμέντα πέραν και πάσης αμφισβητήσεως διαπιστώνει ότι η νεκρή γυναίκα του, είχε σχέση πάθους και κρυφού έρωτα για πάνω από 20 χρόνια με τον Στρατή (Βασίλης Μπισμπίκης) τον ιδιοκτήτη του Ονείρου, ενός τοπικού σκυλάδικου που ρουφούσε τους κραδασμούς όλης της περιοχής και παρηγορούσε απελπισμένους αγρότες, πεινασμένους για ζωή επιχειρηματίες και διψασμένους για έρωτα αχόρταγους άνδρες.

Το βιβλίο που έγινε ταινία σε σκηνοθεσία Νίκου Παναγιωτόπουλου, και μεταφέρθηκε στο θέατρο σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή είναι του Θάνου Αλεξανδρή.

«Το οδοιπορικό στα νυχτερινά μαγαζιά της επαρχίας είναι το ωραιότερο κομμάτι της ζωής μου και είναι αυτό που με βοήθησε να ξεφύγω από τη συμβατική ζωή του θεάτρου και να ανακαλύψω το όνειρο. Συνευρέθηκα με ιέρειες της πίστας, της νύχτας, του έρωτα και του πάθους και αφέθηκα να με παρασύρει η γοητεία ενός κόσμου που ξεπηδούσε από σελίδες λογοτεχνίας. Είδα τόσο πάθος στη νύχτα, που νιώθω ευτυχής, γιατί ήμουνα εκεί να το νιώσω και να σας το περιγράψω. …» διαβάζουμε στην παρουσίαση του βιβλίου. «Οι ηρωίδες του βιβλίου μου είναι γυναίκες που φωτίστηκαν απρόσμενα στο προσκήνιο και -ω του θαύματος!- ξαφνικά έγιναν αλήθειες όσα ονειρεύτηκαν τόσα χρόνια στα εκτός σχεδίου φτωχικά τους…

Πού να φανταζόταν η δυστυχής στο εργοστάσιο που βολόδερνε νυχθημερόν πως θα γινόταν αντικείμενο πόθου στον μισό πληθυσμό της επαρχιακής πόλης; Πού να’ ξερε πως θα ‘φτανε η ώρα που, αντί να περιμένει στην ουρά για το επίδομα ανεργίας, ακριβά οχήματα θα πάρκαραν έξω απ’ το ξενοδοχείο και κάθε επιθυμία της θα γινόταν διαταγή; Πολλοί φίλοι διερωτώνται πόσο μαγικές μπορεί να είναι αυτές οι νύχτες, όπως λέω στο βιβλίο μου, αφού τσακίζουν ανθρώπους, με εξαίρεση λίγους που επιβιώνουν. Τη νύχτα ή ζεις ή πεθαίνεις… όμως στα σίγουρα δεν φυτοζωείς. Στη νύχτα νιώθαμε θιασώτες μιας παράστασης φαντασμαγορικής, μ’ έναν αόρατο σκηνοθέτη να δίνει το πρόσταγμα και οι θαμώνες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, να μεταμφιέζονται σε άρχοντες κόντρα στη χωματερή της άχαρης ζωής τους…» γράφει ο συγγραφέας.

Αλλά στη σειρά που προβάλλεται στον ALPHA τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Κατ’ αρχάς η δράση αναπτύσσεται κυρίως με το φως της μέρας, η νύχτα η βασίλισσα του βιβλίου, χάνεται σαν παρένθεση ανάμεσα στις μεγάλες περιόδους δράσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δημαρχιακά γραφεία, σπίτια και τραπεζαρίες, καθιστικά και δωμάτια ξενοδοχείων, καφενέδες της γειτονιάς και μικρομάγαζα εδώδιμων αποικιακών.

Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι το βιβλίο ψαχουλεύει, ανακατεύει και περιγράφει τον άγριο, σκοτεινό και επικίνδυνο βυθό της εποχής και του φαινομένου, η ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου μπορεί να μην μένει στο ίδιο βάθος αλλά δεν αφήνει την άνωση της ευκολίας να παρασύρει την ταινία του στην επιφάνεια. Αντιθέτως στο σίριαλ που προβάλλεται στον ALPHA, μπορεί και εσκεμμένα, οι ιθύνοντες της σειράς αποφασίζουν να ψαρέψουν στην επιφάνεια, με σκοπό να μαζέψουν όσον το δυνατόν περισσότερα από τα πολυπληθή αφρόψαρα των τηλεθεατών. Τα μηχανάκια των μετρήσεων θα αποφανθούν επ’ αυτού και θα έχουν και τον τελευταίο λόγο.

Η ιδέα και η βάση του βιβλίου αποσαθρώνεται, κάτω από τις τελευταίες επιταγές των αναγκών της παραγωγής του σίριαλ και της τηλεθέασης όλα αποστειρώνονται και αποξηραίνονται. Το σήριαλ δεν μυρίζει ιδρώτα ούτε νοθευμένο ποτό, ούτε κλεισούρα, ούτε απόγνωση, η καψούρα στα ρηχά, το σπάσιμο των πιάτων στα ξεκόδουνα και η λαγνεία της νύχτας άφαντη. Τα πλάνα είναι πεντακάθαρα και από το χνώτο των θαμώνων κι από την απελπισία των γυναικών που τρέχουν να ικανοποιήσουν τις ορέξεις του κάθε φρικαρισμένου επαρχιώτη, οι σκηνές είναι αποστειρωμένες και από το πνεύμα και από το σπέρμα και από το αίμα και από το βλέμμα της εποχής.

«Αυτή η νύχτα μένει» ας αφήσουμε, όμως τον ίδιο τον συγγραφέα τον Θάνο Αλεξανδρή να μας γειώσει με τη ζωή της νύχτας, τα σκυλάδικα και εκείνους τους καιρούς. Πέρασαν κιόλας 28 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη έκδοση του βιβλίου µου «Αυτή η νύχτα μένει» «Είδα ανθρώπους να χαρακώνονται για τα µάτια μιας μεσόκοπης αρτίστας και έναν ολόκληρο κόσμο να καίγεται, πάνω σε µια σκηνή όλο µάγια. Είδα μαγαζιά να πυρπολούνται, κτίσματα να κατεδαφίζονται –όλα µου τα ’κλεψες, Παντελή– και αγόρια να τρελαίνονται από πάθος για έναν υπέρλαμπρο Μάριο. Έζησα και αφέθηκα άνευ όρων σε µια φωταγωγημένη ξεφτίλα, σαν πρωταγωνιστής σε ταινία του Φελίνι, και αξιώθηκα να ζήσω και να ανθίσω σ’ έναν κόσµο απροκάλυπτα άγριο, αλλά ταυτόχρονα τρυφερό, γοητευτικό, και απίστευτα ερωτικό. Έζησα συγκινήσεις που δεν θα μπορούσαν ποτέ να προσφέρουν ρόλοι στα Ηρώδεια και στις θεατρικές σκηνές, ευγνωμονώντας τη μοίρα που µε επέλεξε να συνυπάρξω µε όλους αυτούς τους μαγικούς ανθρώπους της νύχτας».

Το όλο εγχείρημα μοιάζει παρ’ ολίγον επιτυχημένο, για λίγο δεν ολοκληρώνεται το σενάριο, για λίγο χάνεται η αυθεντική ατμόσφαιρα της εποχής, για λίγο αποτυγχάνουν οι διάλογοι να είναι αυθεντικοί, για λίγο ο διδακτισμός χαλάει την προσπάθεια. Έτσι φτάνουμε στο σημείο να βλέπουμε το σίριαλ με τη βαθειά πεποίθηση πως αν υπήρχε λίγος περισσότερος χρόνος, η σειρά θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο. Να υπογραμμίσουμε δε πως το όλο εγχείρημα θα κατακρημνιζόταν εάν δεν στηριζόταν στις καλές ερμηνείες πρωταγωνιστών, ας διαβάσουμε από τα επεισόδια που είδαμε, τους βασικούς ρόλους.

Ο Χρήστος Αναγνώστου (Γιάννης Στάνκογλου) έξυπνος, επίμονος, στοχοπροσηλωμένος. Ο Χρήστος μπορεί να πείθει τους γύρω του μέχρι και να τον κάνουν δήμαρχό τους, αλλά δεν μπορεί να πείσει τον εαυτό του, μετά το συναισθηματικό του στραπάτσο, να προχωρήσει μπροστά και να αφήσει το παρελθόν του πίσω. Με σκυμμένο το κεφάλι, θολωμένο το βλέμμα και γερμένους τους ώμους προσπαθεί να ορίσει το μέλλον του τόπου του, μιας και είναι αδύναμος να ορίσει το δικό του.

Ο Στρατής Βαρδάρης (Βασίλης Μπισμπίκης) στην πρόσοψη μοιάζει σκληρός και ανίκητος, εμείς όμως ως θεατές, που γνωρίζουμε από τις πρώτες σκηνές και την σκοτεινή πλευρά του, διαπιστώνουμε ότι είναι ευαίσθητος, ευερέθιστος και αυτοκαταστροφικός. Η νύχτα είναι αυτή που του δίνει ζωή, ρουφώντας του όμως μέχρι και την τελευταία σταγόνα τη νηφαλιότητα, τη δημιουργικότητα και την ηρεμία του. Είναι από τους τύπους που περιγράφει ο συγγραφέας του βιβλίου «Τη νύχτα ή ζεις ή πεθαίνεις… όμως στα σίγουρα δεν φυτοζωείς» και ο Βαρδάρης δεν γεννήθηκε να φυτοζωεί.

Η Ζέτα (Ηλιάννα Μαυρομάτη), η Διαμάντω (Άννα Μάσχα) και η Νίτσα (Κόρα Καρβούνη) είναι οι τρεις γυναίκες που στηρίζουν το μαγαζί, την υπόθεση και το σίριαλ, η Άννα Μάσχα και η Νόρα Καρβούνη κυριαρχούν με τις ερμηνείες τους, ενώ η Ηλιάνα Μαυρομάτη κάνει υπερπροσπάθεια να αποκτήσει ζωτικό χώρο, γιατί μοιάζει περισσότερο με παιδί, εύθραυστο, αδύναμο και λεπτεπίλεπτο, παρά με γυναίκα της νύχτας, που θα μπορούσε να σαγηνεύσει νυχτόβιους μάνατζερ σκυλάδικου ή άγριους τύπους της νύχτας, οι οποίοι φλέγονται από τις αναμνήσεις και θυσιάζουν την ύπαρξή τους στους βωμούς του πάθους, της καψούρας και της εκδίκησης. Ο Γιάννης Τσορτέκης ως αδελφός του δήμαρχου, χαοτικός γλεντζές, χυμώδης ερωτύλος και επικεφαλής της τοπικής ομάδας, τα παρασύρει όλα στο διάβα του και ο Τάσος Λέκκας, ο «ποδοσφαιριστής» της σειράς φαίνεται ότι πατάει γερά στη χλόη των αναμνήσεων της Περιβόλας, αλλά και στο ξερό και δύσκολο γήπεδο της τηλεόρασης.

Κάποιες φορές πάντως βλέποντας το «Αυτή Η Νύχτα Μένει» και ενώ περιμένουμε να χαθούμε ανάμεσα στα σπασμένα πιάτα, το ποτό, το τραγούδι, τον ξέχειλο ερωτισμό, αισθανόμαστε να βλέπουμε άλλη μια σειρά από αυτές που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια και οι οποίες τσουβάλιασαν τα προβλήματα και τις έγνοιες του κόσμου και τις μετέφεραν στα νότια της Πελοποννήσου κι έφτιαξαν τη «Γη της Ελιάς» ή στον Θεσσαλικό κάμπο κι έστησαν τις «Άγριες Μέλισσες» ή κάπου αλλού και ξαναγύρισαν ενός άλλου τύπου «Σασμό». Το «Αυτή Η Νύχτα Μένει» έχει όλες τις προϋποθέσεις και κυρίως τις βάσεις, πρώτη και καλύτερη το υπέροχο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, δεύτερη και πιο κοντινή, την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου και τρίτη τους ηθοποιούς της που έχουν το εκτόπισμα αλλά και γνωρίζουν καλά όλη αυτή την ατμόσφαιρα και με άνεση μπορούν να την αποδώσουν για να επιστρέψει η σειρά στην κοιτίδα της ιδέας και να κάνουν το «Αυτή Η Νύχτα Μένει» μια από τις καλύτερες σειρές της χρονιάς.

Γιατί τα ξεκαθάρισε ο αείμνηστος Ευάγγελος Γιαννόπουλος σε νυχτερινή έξοδο υπουργών στα γνωστά μαγαζιά της εποχής, μετά τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το 1998 «Γιατί να μην πάμε; Τι είναι τα μπουζούκια; Πολιτιστικά κέντρα για τον λαό είναι» είχε πει κι άφησε το πανελλήνιο με ανοιχτό στόμα, τις λουλουδούδες με άδεια όλα τα πανέρια τους και τα πιάτα στοίβα στη μέση της πίστας και στα ρείθρα της καψούρας.