Μπλέκ (Αφιερωμένο στη μάνα μου)

Του Ελισσαίου Βγενόπουλου, Σκηνοθέτης.

«Ο προς την θάλασσαν πύργος, είναι εξαίρετον δείγμα Ιταλικής φρουριακής τέχνης. Έχει το φρούριον εμβαδόν 24 στρεμμάτων, ήτοι όσον και το Παλαμήδι. Η άμυνα διεξήγετο εις δύο τομείς, τα οχυρώματα των επάλξεων άνω και από κάτω από έν σύστημα δωματίων με πολεμίστρας. Είναι το πλέον ενδιαφέρον από μερικάς απόψεις όλων των Ελληνικών.’’

Kάστρο, συμπλήρωνα ποντάροντας περισσότερο στην τύχη, θολωμένος από τα παράξενα κι ακαταλαβίστικα που διάβαζα. Η χοντρή κυρία μας αποφασισμένη ν’ ατιμάσει το σαββατοκύριακο που ερχόταν στρουμπουλό – στρουμπουλό όλο χάρη κατά πάνω μας, έδωσε την τελευταία και χαριστική προσταγή. ‘’Θα διαβάσετε και θα γράψετε για ένα μνημείο της πόλης και τη Δευτέρα, πρώτα ο Θεός, θα φέρετε την εργασία σας.’’

Πρώτα ο Θεός και πρώτα ο Θεός’’, είχαμε βρει το διάολο μας μ’ αυτή τη δασκάλα που κάθε τρεις και λίγο όλο κάτι της θυμόταν για να στραγγίσει, όση ώρα υπέθετε ότι θα μας έμενε ελεύθερη από τις αυτονόητες υποχρεώσεις του υπόλοιπου διαβάσματος.

Έκλεινε τη βδομάδα φροντίζοντας να πνίξει κάθε πιθανότητα αλητείας στην περιφέρεια της τεμπελιάς, της σχόλης και της αγίας οκνηρίας.

-Πήγε δώδεκα η ώρα, δεν θα κοιμηθείς; ψιθύρισε η μάνα μου στο χώρο. Γύρισα και την είδα να στέκεται πίσω μου, φωτιζόταν από το μικρό πορτατίφ του στεκόταν στο μικρό τραπεζάκι. Είχε στο πρόσωπο τη συγκρατημένη αυστηρότητα της Αγίας Αικατερίνης λίγο πριν τον βασανισμό της, που ξεφλουδιζόταν σε ωχρή γλυκύτητα όπως την αποτύπωσε κάποιος αγιογράφος ένα ξημέρωμα.

-Τώρα σε λίγο, γαμώ τη μου, δεν τα καταλαβαίνω αυτά που γράφει, ρε μαμά.

-Άστα τώρα κοιμήσου, αύριο θα είναι εδώ τα παιδιά, θα βάλουμε κάποιον να στα εξηγήσει.

-Ναι αλλά πρέπει να τα γράψω κιόλας, η χοντρέλα τα θέλει και γραμμένα. Είπα, αναθαρρημένος από τη λύση που είχε βρεθεί.

-Ε, θα σου λέει κάποιο παιδί και συ θα γράφεις. Άντε κοιμήσου τώρα. Είπε, πλησίασε κι άρχισε κατά πως το συνήθιζε, όταν ήταν να κοιμηθώ, να παραχώνει τις κουβέρτες γύρω μου και σταματούσε μόνο όταν έβλεπε ότι με είχε σχεδόν μουμιοποιήσει και δεν υπήρχε
περίπτωση να τρυπώσει το κρύο από κάποια ανοιχτή εσοχή.

-Να κλείσω το φως; είπε και κινήθηκε προς το τραπεζάκι.

-Ας το θα το κλείσω εγώ σε λίγο, της απάντησα βιαστικά και γύρισα στο χοντρόδετο βιβλίο.

Με καληνύχτισε, φορτώθηκε τις έγνοιες της και κινήθηκε να βγει. Η σκιά της, μικρό πεινασμένο σκυλάκι έτρεξε πίσω της ντυμένη το σκότος του δωματίου, της συνοικίας και του σύμπαντος. Νόμιζα πως η μάνα μου ποτέ δεν είχε προβλήματα και στεναχώριες, λες και
τα φόρτωνε στο αντιφέγγισμά της, λες και ήταν κακό και μιαρό να τα δει κανείς στο πρόσωπο της, τα στρίμωχνε στο είδωλο της. Το βράδυ δεν ήξερα καθώς έγερνε και δεν μπορούσε να γεννηθεί ούτε είδωλο ούτε σκιά, μήπως οι έγνοιες τρύπωναν μέσα της και
της έτρωγαν τα σωθικά. Η σκιά της μεγάλωσε λίγο πριν την πόρτα και γλίστρησαν σαν 2 λάμια και οσία μαζί από το μικρό δωματιάκι.

Πίσω της άφηνε λιβάνι από σιγουριά, θυμάρι από ζεστασιά και κίτρο από πίστη, όλα αυτά τα στάλαζε η νύχτα αργά – αργά και τα φτιάχνε μέχρι την αυγή ελπίδα και ζωή.

Αφού ο φύλακας άγγελός έβγαλε το βάρος της ευθύνης από πάνω μου, ανέσυρα κι εγώ τον Μπλεκ κάτω από τα σκεπάσματα και είπα να κάνω κάνα μισάωρο συντροφιά με τον αγαπημένο μου επαναστάτη με το γούνινο καπέλο, τα μυώδη μπράτσα του και το
φωτοστέφανο του αγνού και αμόλυντου πατριώτη. Πάντως δεν απέσυρα και τον τόμο από πάνω μου, τον κράτησα να κρύβει τον Μπλεκ και τα ανδραγαθήματά του και να μην αποκαλυφθεί η μικρή παρασπονδία μου.

«Οι Τούρκοι, ενώ έβλεπον επικειμένην την Επανάστασην, ελάχιστα εφρόντισαν δια την Ακρόπολιν. Πάντως ο δειλός Μουσταφά βέης των Πατρών δι αγγαρείας των Ελλήνων ανύψωσε τα τείχη της επί τη εμφανίσει προ του λιμένος στολίσκου, ο οποίος απλώς μετέφερε το χαρέμι του Βελή πασά κατά Μάρτιον 1821. Προ της πύλης υπήρχεν ωραία και πολυχρόνιος πλάτανος, με κρήνην πολύκρουνον.

Ήτο ο τόπος της συνήθους συναντήσεως των Οθωμανών και υπήρχεν εκεί καφενείον» Βαρύς αχός ακουγόταν. Ο τόπος είχε γεμίσει καπνό, σκόνη και μαυρίλα. Αγαρηνοί, τούρκοι και μαυριδεροί Αιγύπτιοι με αλαλαγμούς ορμούσαν στην τσιμεντένια ανηφόρα του κάστρου για να το καταλάβουν.

Μια ομάδα για τις ανάγκες του εγχειρήματος, παρέκαμψε κι ένα παρκαρισμένο ξεβαμμένο μπλε φορτηγάκι, φορτωμένο με πάγο που ήταν εκεί για να επιτύχει κάποιο χτύπημα στη βόρεια πλευρά του κάστρου.

Μέσα Έλληνες, από την άκρη του χρόνου μέχρι τα βάθη της άγνοιας μου, γενναία αγωνιζόντουσαν να κρατήσουν το φρούριο.

Μπλεγμένοι σε αναπάντεχη εθνική, ιστορική και αφαιρετική ομοψυχία πολεμούσαν πλάι – πλάι ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, οι τριακόσιοι του Λεωνίδα, ο συνταγματάρχης Βαρντάνης, ο Παπαφλέσας στο πρόσωπο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ κι εγώ σε ρόλο κάτι μεταξύ Ζορό, Ταρζάν και βέβαια Μπλεκ, πως θα μπορούσε να λείπει ο αγνός επαναστάτης μου;

Η Ελληνική γλώσσα είναι μία και αδιαίρετη σαν την Αγία Τριάδα, το διαπίστωνα παντού γύρω μου, από τις φωνές και τις κραυγές των συμπολεμιστών μου στα δεξιά, ‘’Απάνω του ορέ Έλληνες’’ από τις ιαχές των άλλων στ’ αριστερά μου ‘’αέρα’’, και από την ευγενική
διαπίστωση ενός σπαθοφόρου στη μέση της αλάνας «Νενικήκαμεν».

Στραπατσάδα από ιστορία που είχα καταπιεί αμάσητη, από τις παραγωγές του Τζεημς Πάρις, από δημοτικά τραγούδια και σκηνές από τον τηλεοπτικό Άγνωστο πόλεμο, που εξυμνούσαν την ανδρεία των Ελλήνων σε όλη τη λαμπρότητα της και ακόμα λίγο.

Η μάχη ήταν άνιση παρά την μεροληπτική στάση του ονειροπόλου δημιουργού της και την τεχνολογική ανωτερότητα των αμυνομένων. Γιατί μπορεί οι τριακόσιοι να πολεμούσαν με τόξα, αλλά κροτάλιζαν εδώ και κει πολυβόλα που τιμήθηκαν στον ένδοξο πόλεμο του ‘’ΟΧΙ’’και κάμποσοι όλμοι από το έπος του «κομουνιστοσυμοριτοπόλεμου».

Χάριν κάποιας ανεξήγητης τηλεθεάσεως η μάχη έπρεπε να είναι αμφίρροπη. Μέχρι που κι εγώ ο ανίκητος ήρωας όλων μαζί των ηρωικών κόμικς της δεκαετίας τραυματίστηκα, ένιωθα τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό μου και το στήθος βαρύ.

-Παιδάκι μου τι στο δαίμονα το θελες να διαβάζεις μες τη νύχτα, αυτό είναι τέρας δεν είναι βιβλίο.

Άκουσα τη μάνα μου να μονολογεί και πήρε τον τόμο του «Ελευθερουδάκη» από το στήθος μου. Ξαλάφρωσα και γύρισα πλευρό για ν’ αποφύγω τις παρατηρήσεις, τράβηξα τα βαριά σκεπάσματα με τη μικρή ελπίδα μήπως και κατάφερνα να συνεχίσω το όνειρο για να νικήσουμε επιτέλους στη μάχη. Εξ άλλου κανείς δεν θα μ’ εμπόδιζε να ενισχύσω των Ελλήνων την ανδρεία με μερικά τάνκς και δεν τόχα σε τίποτα να ριχνα στη μάχη και λίγα F 86, που τα είχα δει να πετούν στην τελευταία παρέλαση πάνω από την πόλη. Μαζί απέσυρα διακριτικά και το τεύχος του Μπλεκ και το τρύπωσα κάτω από το μαξιλάρι μου. Ο Καθηγητής Μυστήριος, ο Ρόντυ και ο ομώνυμος ήρωας, θα έδιναν, για καιρό, σε κάθε γρίφο, σε κάθε δύσκολη στιγμή μου, σε κάθε αμφίρροπη μάχη μου, λαχταριστές,
ετοιμοπαράδοτες λύσεις, τις οποίες ακόμα θυμάμαι με γλυκόπικρη νοσταλγία και ηλεκτρισμένη λαχτάρα.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο αφιερώματος της έντυπης έκδοσης της εφημερίδας «Πελοπόννησος» στις αναμνήσεις γνωστών πατρινών από τον καιρό που τα κόμικ τους πρόσφεραν χαρούμενη περίσπαση στην παιδική τους ηλικία.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ