Διαβητικό Πόδι: Η πάθηση που προκαλεί ο σακχαρώδης διαβήτης και πώς αντιμετωπίζεται

Δυστυχώς, έχει φανεί ότι τα περιστατικά ακρωτηριασμών λόγω της πάθησης «διαβητικό πόδι» δεν έχουν μειωθεί σημαντικά.

διαβητικό

Παρά την πρόοδο της τεχνολογίας, η οποία έχει κάνει πλέον άλματα όσον αφορά τις αρτηριακές παθήσεις, το διαβητικό πόδι παραμένει ψηλά ως επιπλοκή των ασθενών με διαβήτη.

Δυστυχώς, έχει φανεί ότι τα περιστατικά ακρωτηριασμών λόγω της πάθησης «διαβητικό πόδι» δεν έχουν μειωθεί σημαντικά.

Τι είναι το Διαβητικό Πόδι;

«Διαβητικό Πόδι είναι η πάθηση που οφείλεται στον σακχαρώδη διαβήτη και η οποία επηρεάζει την αρτηριακή αιμάτωση του κάτω άκρου, με αποτέλεσμα τη διαταραχή της αρχιτεκτονικής του άκρου ποδός και με πιθανό συνεπακόλουθο τη φλεγμονή του σκέλους, με αυξημένη πιθανότητα για γάγγραινα.

Οι επιπλοκές που μπορούν να παρουσιαστούν σε έναν ασθενή με Διαβητικό Πόδι είναι η εξέλκωση, η λοίμωξη των ιστών, η περιφερειακή νευροπάθεια και η διαβητική αρτηριοπάθεια», επισημαίνει ο Φώτιος Μαρκάτης Διευθυντής Αγγειοχειρουργός στο Metropolitan Hospital.

Ποια είναι τα συμπτώματα;

Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ο ασθενής να μπορεί να αναγνωρίζει τα πρώτα δερματικά σημάδια εκδήλωσης του σακχαρώδη διαβήτη, προκειμένου να ξεκινήσει άμεσα τη θεραπεία.

Τα βασικότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν:

Πρησμένο και ερεθισμένο πόδι
Λείο και ερυθρό πόδι
Φουσκάλες ή κάλους
Ξηροδερμία
Μελανιασμένο πόδι
Αποχρωματισμός του ποδιού
Έλκος στο πόδι
Πτώση των τριχών

Επιπλοκές
«Το διαβητικό πόδι, εκτός από τις ορθοπαιδικές επιπλοκές, δηλαδή την αρχιτεκτονική επιπλοκή και τη διαβητική νευροπάθεια, δημιουργεί μία πληθώρα προβλημάτων που αφορούν το κυκλοφορικό σύστημα. Η διαβητική αρτηριοπάθεια προκαλείται από τις βλάβες που δημιουργεί ο διαβήτης στις αρτηρίες. Αυτές μπορεί να είναι είτε στενωτικές, είτε αποφρακτικές, δηλαδή να δημιουργήσουν είτε στενώσεις είτε θρομβώσεις σε αρτηρίες που αιματώνουν το πόδι, ξεκινώντας μια σειρά προβλημάτων στους διαβητικούς ασθενείς», τονίζει ο ειδικός.

Έγκυρη πρόληψη
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα είναι πως ο κίνδυνος δεν γίνεται εύκολα αντιληπτός. Και αυτό λόγω του ότι στη διαβητική νευροπάθεια, ο ασθενής δεν έχει αίσθηση του πόνου και μπορεί να υφίσταται συνεχιζόμενους τραυματισμούς στα πόδια χωρίς να το καταλαβαίνει.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει καλή ενημέρωση στον διαβητικό ασθενή, όσον αφορά την ακρίβεια με την οποία πρέπει να προσέχει και να ελέγχει τα πόδια του. Οφείλει ο ίδιος και το περιβάλλον του, να ελέγχει ακόμη και τα παπούτσια του, τυχόν προεξοχές στο χώρο που κινείται, ακόμη και καρφιά ή σημεία που μπορούν να τον τραυματίσουν και να ξεκινήσουν μία επικίνδυνη κατάσταση για την υγεία του.

Αντιμετώπιση
«Το διαβητικό πόδι χρειάζεται επιθετικότητα και αμεσότητα στην αντιμετώπιση, γιατί διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε επιθετική γάγγραινα. Συνήθως, η βλάβη ξεκινά με μία φλεγμονή στο πόδι, την οποία ο εξειδικευμένος αγγειοχειρουργός εξετάζει ώστε να κάνει διάγνωση των προβλημάτων της αιμάτωσης του σκέλους. Ύστερα, μπορεί να προχωρήσει στη θεραπεία.

Η αντιμετώπιση γίνεται πλέον με δύο μεγάλες κατηγορίες τεχνικών. Η πρώτη είναι οι ανοιχτές αγγειοχειρουργικές επεμβάσεις, οι οποίες είναι κυρίως παρακαμπτήριες, τα λεγόμενα bypass. H δεύτερη κατηγορία είναι οι πολύ πιο μοντέρνες και εξελιγμένες τεχνικές, οι λεγόμενες ενδοαγγειακές, οι οποίες είναι κλειστές μέθοδοι και γίνονται με τη χρήση καθετήρων, στεντ, μπαλονιών κλπ., τα οποία μπορούν να βοηθήσουν πάρα πολύ στην αντιμετώπιση του διαβητικού ποδιού.

Είναι το ίδιο αποτελεσματικές οι δύο μέθοδοι;

«Και οι δύο μέθοδοι εξατομικεύονται ανάλογα με την περίπτωση. Πρώτα γίνεται διάγνωση του προβλήματος και ύστερα ο αγγειοχειρουργός επιλέγει την κατηγορία θεραπειών που ταιριάζει στην περίπτωση του συγκεκριμένου ασθενή. Δεν μπορούν όλες οι ενδοαγγειακές μέθοδοι να θεραπεύσουν όλες τις παθήσεις, γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να γίνει σωστή διάγνωση του προβλήματος» διευκρινίζει ο αγγειοχειρουργός.

Τα πλεονεκτήματα των ενδοαγγειακών τεχνικών
Είναι τεχνικές οι οποίες γίνονται με τοπική αναισθησία.
Συνήθως ο χρόνος νοσηλείας είναι πολύ μικρός, δηλαδή απαιτούνται μία με δύο μέρες νοσηλείας.
Είναι κλειστές μέθοδοι, άρα δεν υφίσταται μεγάλο χειρουργικό τραύμα και δεν υπάρχει μετεγχειρητικός πόνος.
Γενικότερα, η ποιότητα ζωής του ασθενή μετά την ενδοαγγειακή μέθοδο είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με τις ανοιχτές τεχνικές.
«Είναι σίγουρο πως υπάρχουν λύσεις αν έχει γίνει σωστή και έγκαιρη ενημέρωση του ασθενούς, καθώς και συνεχής και προληπτικός έλεγχος. Γιατί η ευαισθητοποίηση και η πρόληψη είναι ιδιαιτέρως σημαντικές για την αποφυγή επιπλοκών που μπορούν να επιφέρουν σοβαρά προβλήματα στη ζωή του ασθενή.

Προϋπόθεση για τη σωστή και πλήρη αντιμετώπιση είναι η κλινική εξέταση από τον αγγειοχειρουργό και η οργάνωση του στρατηγικού διαγνωστικού και θεραπευτικού πλάνου, τα οποία εξασφαλίζουν την επιτυχή κατάληξη της διαδικασίας», καταλήγει ο κ. Μαρκάτης.