Εγκεφαλικό: Βιοδείκτες «εγκεφαλικής ηλικίας» προβλέπουν με ακρίβεια την έκβασή του

Εμπειρογνώμονες στα εγκεφαλικά επεισόδια διαπίστωσαν πώς με τη χρήση των radiomics (ραδιομική ανάλυση εικόνας) μπορούν να εξαγάγουν βιοδείκτες από σαρώσεις μαγνητικής τομογραφίας εγκεφάλου (MRI) σε ασθενείς με εγκεφαλικό και να εκτιμήσουν τη σχετική «ηλικία του εγκεφάλου» τους.

εγκεφαλικό

Η χρήση της σχετικής «ηλικίας του εγκεφάλου» (brain age), αντί της χρονολογικής (πραγματικής), μπορεί να βελτιώσει την παρακολούθηση του εγκεφαλικού επεισοδίου και να προβλέψει καλύτερα την ανάκαμψη μετά από αυτό.

Το αντικείμενο της ραδιομικής έρευνας είναι η εξαγωγή δεδομένων υψηλής διάστασης από ιατρικές εικόνες, τα οποία χρησιμοποιούνται για την δημιουργία μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης, προκειμένου να υποστηριχθεί η λήψη κλινικών αποφάσεων. Εν προκειμένω, η ραδιομική αξιοποιεί προηγμένη μαθηματική ανάλυση για τη διερεύνηση δεδομένων νευροαπεικόνισης που είναι διαθέσιμα στους κλινικούς γιατρούς, επιτρέποντας στους ειδικούς να προβλέψουν την «ηλικία του εγκεφάλου» των ασθενών σε σύγκριση με άλλους επιζώντες από εγκεφαλικό και να αναλύσουν τη συνολική εγκεφαλική τους υγεία.

Η μελέτη, που παρουσιάστηκε σήμερα στο συνέδριο του European Stroke Organisation (ESOC 2022) στη Λυών της Γαλλίας στηρίχτηκε στην ανάλυση δεδομένων από 4.163 ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ασθενείς με εγκεφαλικό που εμφάνισαν μεγαλύτερη σχετική «ηλικία εγκεφάλου» από τη χρονολογική, ήταν πιο πιθανό να πάσχουν από υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη ή να έχουν ιστορικό καπνίσματος ή να έχουν υποστεί προηγούμενο εγκεφαλικό. Επίσης ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν ευνοϊκή έκβαση του εγκεφαλικού σε σύγκριση με τους «εγκεφαλικά» νεότερους ομολόγους τους.

Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ (Βοστώνη, ΗΠΑ), στην οποία ηγείται ο Δρ. Μάρτιν Μπρέτσνερ, παρότι η χρονολογική ηλικία μετρά τον χρόνο που έχει ζήσει ένα άτομο, αδυνατεί να αποτυπώσει με ακρίβεια την υγιή γήρανση ενός ασθενούς. Με την εκτίμηση της «ηλικίας του εγκεφάλου» ενός ασθενούς μέσω βιοδεικτών μπορούν να παραχθούν πληροφορίες σχετικά με την ανθεκτικότητα του εγκεφάλου στο χρόνο και τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς και με την πιθανότητα ανάρρωσής του από το εγκεφαλικό.

“Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι ο ποσοτικός προσδιορισμός της σχετικής «ηλικίας του εγκεφάλου» σε ασθενείς με εγκεφαλικό μπορεί να είναι επωφελής για την αξιολόγηση της εγκεφαλικής υγείας ενός ασθενούς και χρήσιμος στην πρόβλεψη του πόσο καλά θα αναρρώσει από ένα εγκεφαλικό. Θα ήταν επίσης πολύ εύκολο να επικοινωνήσουμε αυτόν τον βιοδείκτη σε κλινικούς γιατρούς και σε ασθενείς, καθώς όλοι κατανοούν τις αρνητικές συνέπειες μιας επιταχυνόμενης διαδικασίας γήρανσης του εγκεφάλου”, εξηγεί ο Δρ Bretzner.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι η σχετική «ηλικία του εγκεφάλου» επηρεάζει την έκβαση του εγκεφαλικού ανεξάρτητα από τη χρονολογική ηλικία και τη σοβαρότητά του. Ένα εγκεφαλικό που είχε προηγηθεί στο παρελθόν, αλλά και ο διαβήτης φαίνονται να είναι οι πιο σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη σχετική «ηλικία του εγκεφάλου».

Σύμφωνα με άλλες έρευνες, 1 στους 4 επιζώντες από εγκεφαλικό θα υποστεί ακόμη ένα επεισόδιο. Ωστόσο ένα 80% αυτών των επεισοδίων μπορεί να προληφθεί με τις σωστές θεραπείες και με αλλαγές στον τρόπο ζωής. Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν με εγκεφαλικό στην ΕΕ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 27% μέχρι 2047, κυρίως λόγω της αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων άνω των 70,4 ετών.

«Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία της ελαχιστοποίησης των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και τονίζουν επίσης πώς η καρδιαγγειακή υγεία και η υγεία του εγκεφάλου είναι στενά αλληλένδετες», προσθέτει ο Δρ Bretzner. «Ο εντοπισμός δυνητικά τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου που επηρεάζουν την υγεία του εγκεφάλου με τη χρήση βιοδεικτών “εγκεφαλικής υγείας” θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρεμβάσεις πρόληψης του εγκεφαλικού και να βοηθήσει στην αποκατάσταση μετά από αυτό».