Λουκάς Θάνος – Jazzburger: Το χαμένο soundtrack μιας ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ και τώρα ξαναζεί σε βινύλιο από την Veego Records
Μια συνομιλία για τη δημιουργία, την τρέλα, το χιούμορ και εκείνη την εποχή που ένα μικρό δωμάτιο, δύο «μηχανάκια» και μια μεγάλη φαντασία αρκούσαν για να γεννηθεί ένας μύθος. Αφορμή, η επανακυκλοφορία του Jazzburger, από την Veego Records.

Ο Λουκάς Θάνος δεν χρειάζεται συστάσεις στην Πάτρα. Από την «Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου» μέχρι την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ, η παρουσία του είναι κομμάτι της πολιτιστικής μνήμης της πόλης. Όμως αυτό που επανέρχεται σήμερα, μέσω της πατρινής δισκογραφικής Veego Records, είναι κάτι τελείως διαφορετικό.
Ο λόγος για το «Jazzburger», ένα άγριο, πρωτοποριακό, σχεδόν ψυχεδελικό μουσικό πείραμα των αρχών της δεκαετίας του ‘80, που γράφτηκε ως soundtrack μιας ταινίας που… δεν γυρίστηκε ποτέ.
Η συζήτησή μας μοιάζει περισσότερο με κινηματογραφικό ταξίδι: έχει ανατροπές, γέλιο, ιστορίες που ακροβατούν ανάμεσα στο παράλογο και στο ποιητικό, και έναν δημιουργό που κοιτάζει πίσω με τρυφερότητα, αλλά χωρίς ίχνος νοσταλγικής σοβαροφάνειας.
Ένα δισκάκι φτιαγμένο με δύο μηχανάκια και ένα όνειρο
«Γράφτηκε σε μια αθώα, ανύποπτη εποχή. Δεν ξέραμε τίποτα, αλλά θέλαμε τα πάντα» λέει χαρακτηριστικά ο Λουκάς Θάνος με εμφανές το γέλιο στη φωνή του και συνεχίζει: «Γράφτηκε σε μια εποχή αθώα, ανύποπτη, χωρίς γνώση αλλά με παρόρμηση. Παιδική ηλικία, πραγματικά. Εγώ τότε ήμουν χορευτής, χόρευα breakdance. Και ξαφνικά ανακάλυψα το πρώτο «μηχανάκι» που έκανε ήχους, ένα σινθεσάιζερ, και μετά άλλο ένα και με αυτά τα δύο «μηχανάκια» έκανα τον δίσκο. Έτσι, απλά».
Ο ίδιος δεν θέλει να εξιδανικεύσει κάτι: «Ήταν κάτι μικρά boxes που αναπαρήγαγαν ήχους. Τίποτα σπουδαίο. Κι όμως, με αυτό ξεκίνησα.» Αυτή η απολύτως low-tech δημιουργικότητα είναι και η γοητεία του «Jazzburger».
Το χαμένο soundtrack μιας ταινίας που δεν έγινε – «Έγραψα πρώτα τη μουσική, για μια ταινία που θα έκανε 150 εκατομμύρια δολάρια να γυριστεί…»
Και κάπως έτσι ξεκινάει το πραγματικό παραμύθι. Ο Λουκάς Θάνος είχε γράψει ένα ολοκληρωμένο σενάριο για μία σουρεαλιστική ταινία.
«Είχα μια μανία με τον κινηματογράφο, όπως και τώρα.Είχα φτιάξει ένα σενάριο και ήθελα να την γυρίσω. Έλεγα: «Όταν μου δώσουν καμιά πενηνταριά εκατομμύρια από κάπου, θα την γυρίσω. Αλλά μετά σκέφτηκα να γράψω πρώτα τη μουσική και όταν βρω τον παραγωγό σε μια γωνιά του Λος Άντζελες που έμενα τότε θα την ολοκληρώσω».
«Ολιγαρκή σας βρίσκω» του λέω γελώντας, όταν ακούω το ποσό που θα χρειαζόταν για την ταινία. «Τι να κάνω; Ήταν ακριβή παραγωγή! Μου είπαν τελικά όταν έδειξα το σενάριο ότι θα χρειάζονταν 150 εκατομμύρια δολάρια για να γίνει και εκεί τα… χαλάσαμε λίγο» λέει και ο ίδιος γελώντας.
Τώρα, η Veego Records, κυκλοφορώντας αυτή την επανέκδοση, κάνει κάτι παραπάνω από το να ανασύρει απλώς έναν δίσκο, καθώς ξαναφέρνει στο φως ένα ολόκληρο σύμπαν, το οποίο όμως δεν πρόλαβε να γίνει εικόνα. Και αυτό στον Λουκά Θάνο, λειτουργεί βαθιά συγκινητικά: «Είναι τρελό. Δεν το περίμενα ποτέ. Είναι κομμάτια που βγήκαν από ένα δωμάτιο, από το τίποτα».
Ο άλλος Λουκάς Θάνος: Ψυχεδέλεια, πρωτοπορία και το βλέμμα των δεκαετιών – «Αν με δει κανείς τώρα και δει και τότε, νομίζει ότι είναι ένας άλλος άνθρωπος»
Του το λέω: για τους περισσότερους, ο Θάνος σημαίνει «Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου», Ξηλούρης, θέατρο, ποίηση, λυρισμός. Κι εδώ ξαφνικά εμφανίζεται ένας… ψυχεδελικός Θάνος.
«Ακόμα κι εγώ όταν με βλέπω τώρα, δεν με αναγνωρίζω. Τότε υπήρχε το breakdance, τα synths, ο πειραματισμός. Τώρα κάνω όπερα! Είναι σαν παράλληλες ζωές. Κι όμως, είναι όλες δικές μου. Μπορεί να μην έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο, όμως τυχαίνει να είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Είναι διαφορετικές πλευρές της ζωής μου και μου ανήκουν όλα».
Αυτή η αφοπλιστική παρατήρηση του Λουκά Θάνου δείχνει και κάτι βαθύτερο: ότι ο Λουκάς Θάνος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μια πολλαπλότητα και όχι απλά ως έναν καλλιτέχνη με συνεκτική πορεία. Και το «Jazzburger» είναι ένα κομμάτι αυτής της πολλαπλότητας, όχι μία παρέκκλιση.
Τα δύο ανέκδοτα κομμάτια: ένα χαμένο πακέτο ήχων επιστρέφει – «Είχα γράψει πολλά. Αυτά τα δύο ήταν τα πιο κοντινά στο πνεύμα της ταινίας»
Στην επανέκδοση προστίθενται δύο κομμάτια που δεν είχαν κυκλοφορήσει. «Είχα γράψει πολλά τότε. Πάρα πολλά. Όταν κάναμε με μια παρέα τον “συνεταιρισμό καλλιτεχνών” – μια προσπάθεια να βγάζουμε ανεξάρτητες παραγωγές και είχε ιδρύσει η Μελίνα Μερκούρη – είχα έτοιμο υλικό. Στον δίσκο δεν τα έβαλα όλα. Τώρα, αυτά τα δύο τα θεώρησα πιο κοντινά στο πνεύμα του Jazzburger». Δεν πρόκειται για «bonus tracks», αλλά για κομμάτια της ίδιας φλέβας, της ίδιας εποχής, της ίδιας εμμονής.
Αν ξαναγραφόταν σήμερα; «Δεν μπορώ να αλλάξω κάτι αν δεν ξέρω τι είναι. Πρέπει να το ξανακαταλάβω πρώτα.»
Τον ρωτώ αν θα άλλαζε κάτι. Η απάντηση δεν είναι νοσταλγική. Είναι βαθιά πρακτική, σχεδόν τεχνική: «Δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα. Δεν ξέρω καν τι είναι αυτά για να τα αλλάξω! Θα έπρεπε να τα ξανακαταλάβω από την αρχή. Τώρα βέβαια, αν έκανα την ταινία, θα έγραφα άλλη μουσική. Συμφωνικά πράγματα, άλλο περιβάλλον».
Η αξία του Jazzburger όμως βρίσκεται ακριβώς στην ακεραιότητά του. «Έτσι βγαίνει και το βινύλιο: ακριβώς όπως ήταν τότε. Αυτό έχει σημασία.»
Η ταινία: μια υπέροχη ιστορία μεταξύ παραλόγου και ποιητικής αλητείας: «Τέσσερα παιδιά, ένα μπουκαλάκι “κέτσαπ” που δεν είναι κέτσαπ, και μια μεταμόρφωση τύπου… Queen.»
Εδώ η συζήτηση εκτροχιάζεται, με την καλύτερη δυνατή έννοια. Ζητώ να μου πει την ιστορία της ταινίας. Και ξεδιπλώνεται μια απίθανη, συγκινητική, τρελή αφήγηση, ένα μείγμα παραμυθιού, 80s, φτώχειας, χιούμορ, rock mythology.
Οι ήρωες
«Τέσσερις φίλοι, δύο αγόρια, δύο κορίτσια. Παίδες της εποχής. Χάλια οικονομικά. Οι γονείς τους τίποτα, ούτε εκείνοι είχαν. Αποφασίζουν να κάνουν ένα συγκρότημα. Να γίνουν παγκόσμιοι. Led Zeppelin, Pink Floyd, Queen. Αλλά… είναι όλοι φαλτσοί.
Δεν ξέρουν ούτε όργανα.»
Ο τρελός αλχημιστής
«Παράλληλα, υπάρχει ένας τύπος. Πίσω από ένα μπαρ, σε ένα τεράστιο κλαμπ που βρίσκεται κάτω από ένα νεκροταφείο, μπαίνεις μέσα από έναν τάφο. Αυτός δουλεύει πάνω σε κάτι χημικά που τα έχει μέσα σε κάτι μπουκαλάκια.»
Η σκηνή στο “τζάζμπεργκερ”
«Οι τέσσερις δεν έχουν να φάνε. Πάνε σε ένα είδος μπεργκεράδικου. Τρώνε φακελάκια κέτσαπ -το έχω ζήσει κι εγώ, έτρωγα τέτοια όταν δεν είχα λεφτά.
Δίπλα τους ο τρελός με τα μπουκαλάκια. Ένα απ’ αυτά μοιάζει με κέτσαπ. Φεύγοντας λοιπόν, αντί να πάρει το «μπουκαλάκι» του παίρνει την κέτσαπ και αφήνει πίσω το δικό του, το πραγματικό, το χημικό. Το αρπάζουν τα παιδιά. Το τρώνε. Μεταμορφώνονται. Γίνονται… θεοί. Γίνονται οι Queen.»
Η αποθέωση
«Τελειώνει με μια συναυλία που έχει έρθει εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος. Αποθεώνονται. Και ανεβαίνουν προς ένα “Stairway to Heaven”. Προς την αιωνιότητα».
Θα γίνει η ταινία;
«Και τελικά τι θα γίνει με την ταινία;» ρωτάω τον Λουκά Θάνο «Θα την κάνετε;». Η απάντηση είναι άμεση: «100%. Ή ταινία, ή θέατρο, ή σειρά. Κάτι θα γίνει.» λέει και συνεχίζει: «Τώρα που βγαίνει το βινύλιο σημαίνει ότι ο κόσμος το χρειάζεται. Άρα θα την κάνω. Είτε ταινία, είτε σειρά, είτε θέατρο. Η ιστορία είναι ωραία. Περιμένει.»
Ο κύκλος της εποχής: ήχοι που φεύγουν και ξαναγυρίζουν – «Τότε ήταν πρωτοπορία. Τώρα οι ίδιοι ήχοι γίνονται πάλι μόδα. Αλλά εδώ βγαίνουν αυθεντικοί.»
Ο Λουκάς Θάνος αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα την εποχικότητα των ήχων. «Είναι αστείο. Ήχοι που τότε ήταν πρωτοποριακοί, επιστρέφουν τώρα σαν μόδα. Αλλά εδώ βγαίνουν στην πραγματική τους μορφή. Όχι μιμούμενοι.» σημειώνει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Ο Ανδρέας (σ.σ. Μητρέλης της Veego Records) βγάζει είναι το ίδιο προϊόν που είχα φτιάξει τότε, με τον ίδιο ήχο».
Η σχέση με την Πάτρα
Πριν κλείσουμε ο Λουκάς Θάνος θέλησε να αναφερθεί και στην Πάτρα. «Έχετε τον πιο ιερό θεατρικό χώρο μετά τα αρχαία θέατρα. Είναι το απόλυτο θέατρο και εγώ έμπαινα εκεί μέσα ως καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας» μου λέει αναφερόμενος στο Θέατρο Απόλλων και συνεχίζει: «Κανένα άλλο δεν είναι εξ’ ολοκλήρου δημιουργημένο από το Τσίλλερ και δεν έχει φτιάξει μόνο την πρόσοψή του».
Παράλληλα, θυμήθηκε κάποιες ιδιαίτερες στιγμές της καθημερινότητάς του εδώ. «Νοσταλγώ τα πρωινά που έπαιρνα τον φραπέ μου και τον έπινα στα σκαλιά του Απόλλωνα» λέει και θυμάται και κάτι ακόμα: «Θυμάμαι επίσης το να κάθομαι τα πρωινά στο λιμάνι περιμένοντας να ανοίξει το ΔΗΠΕΘΕ».
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News