Παρέμβαση: Η ξήρανση της ελάτης είναι προειδοποίηση για το μέλλον των ορεινών δασών της χώρας μας

Δύο εξειδικευμένοι ερευνητές και βαθιοί γνώστες του αντικειμένου, ο Δρ Παναγιώτης Κουλελής, κύριος ερευνητής στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (ΙΔΕ)-ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ και ο Δρ Στέφανος Στεφανίδης, εντεταλμένος ερευνητής στο ίδιο Ινστιτούτο, εξηγούν

 

 

Παρέμβαση: Η ξήρανση της ελάτης είναι προειδοποίηση για το μέλλον των ορεινών δασών της χώρας μας

Οικολογικό και ταυτόχρονα αισθητικό καμπανάκι ηχεί από τα ελατοδάση της Ελλάδας. Οπως έχει αναδείξει η «Πελοπόννησος» τους τελευταίους μήνες, οι πλαγιές γύρω από τα Καλάβρυτα, με εκατοντάδες νεκρά έλατα, σχηματίζουν ένα τοπίο που δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Οι παρατεταμένες ξηρασίες, η αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση της χιονοκάλυψης οδηγούν τα δάση σε δραματική υποβάθμιση. Και εάν δεν γίνουν άμεσα οι ορθές παρεμβάσεις, το σκηνικό θα γίνει ακόμα πιο γκρίζο και απόκοσμο…

Δύο εξειδικευμένοι ερευνητές, ο Δρ Παναγιώτης Κουλελής, κύριος ερευνητής στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών (ΙΔΕ)-ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ και ο Δρ Στέφανος Στεφανίδης, εντεταλμένος ερευνητής στο ίδιο Ινστιτούτο, εξηγούν στην «Π» τι φταίει και, κυρίως, τι πρέπει να γίνει για να προληφθεί η επέκταση του φαινομένου.

«Οι μαζικές ξηράνσεις δασών ελάτης δεν αποτελούν φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών, αλλά σημάδι μιας κλιματικής και οικολογικής μεταβλητότητας που ξεκίνησε να γίνεται ορατή ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1970. Ήδη τότε, χώρες όπως η Γερμανία, η Ελβετία, η Αυστρία, η Ιταλία και η Γαλλία ανέφεραν σημαντικές απώλειες σε πληθυσμούς ελάτης και άλλων ευαίσθητων δασικών ειδών, όπως η ερυθρελάτη και η οξιά. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ξηράνσεις συνδέθηκαν συχνά με τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, με ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά και με περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας.

Η εμπειρία της δασολογικής επιστήμης πηγαίνοντας πίσω σε παλαιότερους αιώνες δείχνει ξεκάθαρα ότι τα ακραία κλιματικά γεγονότα, ιδιαίτερα η ξηρασία, ασκούν μεγάλη πίεση στη ζωτικότητα πολλών κωνοφόρων και όχι μόνο. Τα δέντρα που είναι λιγότερο ανθεκτικά ή περισσότερο ευαίσθητα στην ξηρασία, όπως η ελάτη, είναι τα πρώτα που επηρεάζονται. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η ζωτικότητά τους και έτσι γίνονται πιο ευάλωτα σε προσβολές εντόμων, μυκήτων και άλλων παθογόνων. Είναι οι λεγόμενες δευτερογενείς προσβολές που ακούγονται στις μέρες μας.

Τα ελληνικά ελατοδάση (Abies cephalonica και συγγενή είδη) φύονται κανονικά σε ορεινό μεσογειακό κλίμα, με ετήσια βροχόπτωση από ~700 έως πάνω από 1000 mm (τα περισσότερα σε υγρούς βιότοπους >1000 mm). Επομένως, μια μόνιμη μετατόπιση του υδατικού ισοζυγίου προς τη ξηρασία – π.χ. πτώση των ετήσιων κατακρημνισμάτων κάτω από τα ιστορικά όρια του βιότοπου, σε συνδυασμό με αυξημένες απώλειες νερού – ωθεί τα οικοσυστήματα ελάτης έξω από το εύρος οικολογικής τους σταθερότητας. Ήδη σε πολλές περιοχές της Μεσογείου (π.χ νότια Ιβηρική, Σικελία,) προβλέπεται μείωση >10% στη μέση ετήσια διαθέσιμη υγρασία εδάφους έως το 2030, προμηνύοντας αυξημένο κίνδυνο για τα ευαίσθητα ελατοδάση.

Οι συστάδες Ελάτης, ως οικοσυστήματα εξαρτώμενα από τις εποχικές αποθήκες εδαφικής υγρασίας και την ομαλή μετάβαση μεταξύ υγρής και ξηρής περιόδου, παρουσιάζουν περιορισμένη προσαρμοστικότητα σε τόσο συστηματικές και σωρευτικές μεταβολές του υδρολογικού καθεστώτος. Η πρόωρη εξάντληση της υγρασίας του ριζοστρώματος μειώνει τη διαθεσιμότητα νερού κατά την κρίσιμη φάση της βλαστικής ανάπτυξης και αυξάνει τη διάρκεια της θερινής περιόδου υδατικού στρες. Σε επαναλαμβανόμενα έτη, η απομείωση της υδατικής διαθεσιμότητας επηρεάζει τη φυσιολογική απόδοση των δέντρων, περιορίζει την αύξηση της βιομάζας και μειώνει την ανθεκτικότητά τους σε δευτερογενείς καταπονήσεις.

Στην Ελλάδα, οι πρώτες σοβαρές αναφορές για ξηράνσεις ελάτης προέρχονται από τον Ταΰγετο και χρονολογούνται ήδη από τη δεκαετία του 1960. Το φαινόμενο επανεμφανίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες, φτάνοντας σε ένταση κατά τα έτη 1985–1989. Στο όρος Μαίναλο, η κατάσταση το 1988–1989 ήταν δραματική, με περιοχές όπου η ξήρανση κάλυπτε ακόμα και το 70% των ατόμων ελάτης. Το φαινόμενο εμφανιζόταν με χαρακτηριστική ταχύτητα: Πρώτα παρατηρήθηκε νέκρωση κλάδων στο μέσο της κόμης, στη συνέχεια παρουσία ρητίνης και μέσα σε λίγες εβδομάδες, πλήρης θάνατος του δέντρου. Ακολούθησαν επιδημίες φλοιοφάγων εντόμων, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση.

Ανάλογες ξηράνσεις παρατηρήθηκαν και στον Παρνασσό, ήδη από το 1977, με τις πιο έντονες επιπτώσεις στα χαμηλότερα υψόμετρα και σε περιοχές μικτής βλάστησης, όπου η ελάτη βρισκόταν διάσπαρτη ανάμεσα σε άλλα πλατύφυλλα είδη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, με ποσοστά ξήρανσης να φτάνουν έως και το 40%, ακόμα και σε περιοχές με σχετικά μεγαλύτερο υψόμετρο. Σχετικές αξιόλογες μελέτες της εποχής υπογράμμισαν ότι οι ξηράνσεις αυτές συσχετίζονταν με δυσμενείς κλιματεδαφικές συνθήκες, θερμότερα και ξηρότερα έτη, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονταν με ξηροθερμικά καλοκαίρια και είχαν ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της ζωτικότητας των δέντρων – κυρίως σε ρηχά-βραχώδη εδάφη και όπως αναμενόταν νότιες εκθέσεις.

Η εικόνα αυτή δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο του παρελθόντος. Αντιθέτως, επαναλήφθηκε και κατά τα έτη 2000, 2002 και το 2009, με εκτεταμένες ξηράνσεις να καταγράφονται σε πολλά ορεινά συγκροτήματα της κεντρικής και νότιας Ελλάδας.
Τα ελατοδάση της Ελλάδας, παρότι που μπορεί να δέχονται υψηλά επίπεδα βροχοπτώσεων το φθινόπωρο και τον χειμώνα, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις θερινές ξηρασίες, ειδικά σε περιοχές όπου επικρατούν φτωχά εδάφη.

Συμπληρωματικά πρέπει να αναφερθεί ότι η μείωση της διάρκειας και της έκτασης της χιονοκάλυψης αποτελεί έναν από τους λιγότερο εμφανείς αλλά ιδιαίτερα κρίσιμους μηχανισμούς μεταβολής του υδατικού ισοζυγίου στα ορεινά οικοσυστήματα της ελάτης. Η συχνότερη επικράτηση βροχοπτώσεων έναντι χιονοπτώσεων κατά τη χειμερινή περίοδο, καθώς και η πρόωρη τήξη του χιονιού, έχουν περιορίσει σημαντικά τη ρυθμιστική λειτουργία του χιονιού ως εποχικής «δεξαμενής» νερού.

Παραδοσιακά, η χιονοκάλυψη λειτουργούσε ως μηχανισμός αποθήκευσης και σταδιακής απελευθέρωσης υγρασίας κατά την εαρινή περίοδο, εξασφαλίζοντας υψηλότερα επίπεδα εδαφικής υγρασίας ακριβώς πριν την έναρξη της ξηρής περιόδου. Ωστόσο, η αλλαγή της θερμοκρασιακής δυναμικής έχει μειώσει τη διάρκεια και την ποσότητα χιονιού που παραμένει στο έδαφος. Το αποτέλεσμα είναι η πρόωρη αποστράγγιση των εδαφών και η μείωση του διαθέσιμου νερού για τα δέντρα κατά τις πρώτες κρίσιμες εβδομάδες της βλαστικής περιόδου.

Οι επιπτώσεις είναι εντονότερες σε περιοχές με μεσαία υψόμετρα και μικρό βάθος εδάφους, όπου η υγρασία εξαντλείται ταχύτερα και οι ρίζες των δέντρων αδυνατούν να αντλήσουν νερό από βαθύτερα στρώματα. Οι αλλαγές αυτές έχουν εντοπιστεί σε χρονοσειρές παρατήρησης και σχετίζονται με σημαντική επιμήκυνση της θερινής περιόδου με αρνητικό ισοζύγιο νερού.

Έτσι, η απώλεια του εποχικού ρόλου της χιονοκάλυψης ως ρυθμιστή του υδατικού ισοζυγίου εντείνει περαιτέρω την υδρολογική πίεση που δέχονται τα δάση Ελάτης, ειδικά σε χρόνια με υψηλές θερμοκρασίες και παρατεταμένες ξηρές περιόδους.

Η βιβλιογραφία αναφέρει δύο βασικούς τύπους ελατοδασών: Τα μεσοφυτικά και τα ξηροφυτικά. Τα πρώτα βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα, κυρίως στη βόρεια Πίνδο, στα Άγραφα, ψηλά στον Χελμό, στην Οίτη, Γκιώνα, Παρνασσό και σε άλλες σκιερές και υγρές περιοχές με πλούσιο έδαφος αλλά και δυνατότητες συγκράτησης εδαφικής υγρασίας. Τα δεύτερα εμφανίζονται σε χαμηλότερα υψόμετρα, σε περιοχές όπως το Μαίναλο, η Ζήρεια, ο νοτιοδυτικός Παρνασσός και αλλού όπου οι συνθήκες είναι πιο ξηρές και το έδαφος φτωχότερο.

Οι προβλέψεις για τα ξηροφυτικά ελατοδάση είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές. Εκτιμάται ότι μπορεί να υπάρξει απώλεια έως και του 50% της δυνητικής τους κατανομής μέσα στις επόμενες δεκαετίες, λόγω μείωσης των χιονοπτώσεων και της βροχής, αύξησης της θερμοκρασίας και της μείωσης της θερινής υγρασίας. Αντίθετα, τα μεσοφυτικά δάση πιθανόν να μετακινηθούν σε μεγαλύτερα υψόμετρα, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες κατάλληλες θέσεις, θέμα το οποίο χρήζει ακόμα αρκετής έρευνας.

Η φύση, ωστόσο, έχει τον δικό της τρόπο να ανταποκρίνεται. Η ελληνική ελάτη θεωρείται είδος προσαρμοσμένο σε σχετικά χαμηλά επίπεδα βροχοπτώσεων και στη θερινή ξηρασία, μέσω μιας στρατηγικής αποφυγής της ξηρασίας που χαρακτηρίζεται από βέλτιστο στοματικό έλεγχο της ανταλλαγής αερίων στις βελόνες της.

Αν και το ριζικό της σύστημα είναι συνήθως αρκετά επιφανειακό, παρουσιάζει προσαρμοστικότητα στις τοπικές συνθήκες. Μπορεί να γίνει βαθύ και έντονα ανεπτυγμένο σε βαθιά εδάφη, ενώ σε πετρώδεις θέσεις να είναι ρηχό και εκτεταμένο. Σε ρηχά εδάφη, η διείσδυση των ριζών περιορίζεται και οι βαθύτερες υδατικές αποθήκες δεν είναι προσβάσιμες.

Ωστόσο, έλατα που αναπτύσσουν μακριές, κάθετες ρίζες σε διερρηγμένα πετρώματα με μεγάλες ρωγμές ενδέχεται να φτάσουν τα βαθύτερα αποθέματα νερού και να επιβιώσουν.

Η φυσική επιλογή ως τυφλή, ασυνείδητη και αυτόματη διαδικασία (όπως τουλάχιστον την χαρακτήρισε ο Καθηγητής Dawkins (Oxford University) δεν σταματά ποτέ, ακόμη κι όταν οι συνθήκες αλλάζουν γρηγορότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, οδηγώντας σε αύξηση της συχνότητας ωφέλιμων και κληρονομήσιμων χαρακτηριστικών από γενιά σε γενιά μέσα σε ένα πληθυσμό δένδρων.

Σταδιακά δηλαδή, επικρατούν άτομα με γενετικά χαρακτηριστικά μεγαλύτερης αντοχής στην ξηρασία και σε προσβολές εντόμων ή μυκήτων. Όπως έλεγε και ο φιλόσοφος Daniel Dennett (Tufts University) αυτό καθιστά την εξέλιξη μέσω φυσικής επιλογής ως «Την καλύτερη ιδέα που είχε ποτέ κανείς».

Για την προστασία και τη διατήρηση των ελατοδασών της Ελλάδας, είναι απαραίτητο να προσαρμοστεί η δασική διαχείριση στις νέες κλιματικές πραγματικότητες. Σύγχρονες μελέτες τονίζουν ότι οι πρακτικές διαχείρισης των δασών, όπως για παράδειγμα η αραίωση των δέντρων μειώνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων, βελτιώνουν την ανάπτυξη των δασών και αυξάνουν την ανθεκτικότητα τους στην ξηρασία.

Χρειάζεται εντοπισμός των πιο ευάλωτων περιοχών, συστηματική παρακολούθηση της κατάστασης των δέντρων και εφαρμογή μέτρων κυρίως πρόληψης αλλά και αποκατάστασης όπου είναι δυνατό, με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες κάθε οικοσυστήματος.

Η ξήρανση της ελάτης δεν είναι ένα πρόβλημα παραγωγικότητας ή αισθητικής. Είναι προειδοποίηση για το μέλλον των ορεινών δασών της χώρας μας και για την ανάγκη να δράσουμε με επιστημονική γνώση και οικολογική υπευθυνότητα».