Του Κούρτσου και του μπάτσου

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για την υπόθεση Κουρτς που έφερε συζήτηση στη χώρα μας για την χειραγώγηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

Ο Κουρτς εκτέθηκε για χειραγώγηση Μέσων Ενημέρωσης και γνώρισε κατακραυγή. Και επειδή εμείς δεν σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας σε τέτοια θέματα, το ζήτημα προκάλεσε άμεσες παρενέργειες στην Ελλάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναζήτησε αντιστοιχήσεις στις κυβερνητικές πρακτικές της ΝΔ έναντι των ενημερωτικών επιχειρήσεων και του δημοσιογραφικού λειτουργήματος. Εγέρθηκε εύλογος αντίλογος: Εσείς μιλάτε που είχατε κατάφορα επιχειρήσει να ελέγξετε κεντρικά ΜΜΕ και κρατικά δίκτυα, αλλά και να συστήσετε κανάλι με δικό σας άνθρωπο και με αμφιλεγόμενη προέλευση κεφαλαίου, στην οποία μάλιστα φαίνεται ότι αναμίχθηκαν άνθρωποί σας; Και θα ανοίξει ξανά η συζήτηση αυτή.

Το άδικο το ενός, βέβαια, δεν αναιρεί το άδικο του άλλου. Καταλήγει μαύρη κωμωδία η πολιτική και οικονομική (και η αυτοδιοικητική, και η εκκλησιαστική και η παντός τύπου) εξουσία να επικαλείται ο μεν τις αθέμιτες πρακτικές του δε για αυτοξέπλυμα.

Στην πραγματικότητα, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους -και αν θέλει και ο αναγνώστης να τα διαβάζει με το όνομά τους- είναι ελάχιστοι οι φορείς και διαχειριστές κοσμικής δύναμης που δεν διολισθαίνουν στον πειρασμό να προστατεύσουν την εικόνα τους και να υπηρετήσουν τις επιδιώξεις τους ασκώντας επιρροή στα μέσα ενημέρωσης. Αυτό ήταν κανόνας στην Ελλάδα (και όχι μόνο στην Ελλάδα, ασφαλώς) όσο καιρό συνυπήρξαν η πολιτική και τα ενημερωτικά συστήματα, πολλά από τα οποία αποτέλεσαν συνώνυμα ή μακριά εργαλεία του πολιτικού συμφέροντος ή της οικονομικής εξουσίας. Και πολλές φορές αυτό το έκαναν αυτοβούλως: Φτιάχνω εφημερίδα ή ιστότοπο με σκοπό να σπεύσω να γίνω υποτελής, και να επωφεληθώ από εθελόδουλη συμπεριφορά.

Αλλά ακόμα και αν οι προθέσεις είναι καλές και ευγενείς, η αδυναμία της αγοράς να καταστήσει υγιείς τις ενημερωτικές επιχειρήσεις, αλλά και η απροθυμία του κοινού να πληρώνει για την ενημέρωσή του, καθιστά μονόδρομο την εξάρτηση, μερικώς ή ολικώς. Στην καλύτερη εκδοχή, μιλάμε για ένα πλέγμα καλών σχέσεων, εκατέρωθεν. Μπορούμε να φτάσουμε όμως και σε δημοσιογραφία καθ’ υπαγόρευση, με τον εκδότη ή τον δημοσιογράφο να παριστάνει τον φανατισμένο, για να μην παραδεχθεί τη χειραγώγηση.

Στη χώρα μας -και στην περιοχή μας- δεν υπάρχει κουλτούρα σεβασμού στην ανεξαρτησία του Τύπου. Η τελευταία για πολλούς είναι αδιανόητη κατάσταση. Με κάποιον είσαι, ή πρέπει να είσαι. Δεν είσαι με μένα, άρα είσαι με άλλους. Γράφεις εναντίον μου ή με τρόπο που δεν με ικανοποιεί;

Κάποιος σε καθοδηγεί. Αν δεν σε υποχρεώνει ο εκδότης σου, κάποιος σε εξαγοράζει κάτω από τη μύτη του. Ακόμα και τώρα θυμόμαστε δημοτικό σύμβουλο που διερωτάτο δημοσίως ποιος μας είχε σφυρίξει ένα επεισόδιο σε συνεδρίαση που τον εξέθετε, χωρίς να υποθέτει το εύλογο: Είμαστε παρόντες, απλά καθόμαστε πίσω του και δεν μας έβλεπε.

Οχι, δεν είναι όλοι ίδιοι στη στάση τους απέναντι στον Τύπο. Αλλά επειδή ελάχιστοι είναι σωστοί, δεν αφήσουμε τους πολλούς να εξιλεώνονται χάρη στους ελάχιστους.