«Μου έλεγαν θα πάρουν φωτιά τα καλώδια, θα τιναχτεί το κτίριο στον αέρα», η Κρίστι Κρανά εξαπατήθηκε από τη σπείρα των ρομά

Έχασε όλα τα κοσμήματά της!

«Μου έλεγαν θα πάρουν φωτιά τα καλώδια, θα τιναχτεί το κτίριο στον αέρα», η Κρίστι Κρανά εξαπατήθηκε από τη σπείρα των ρομά

Για 5 μήνες ήταν στο στόχαστρο των Αρχών τα μέλη της σπείρας Ρομά που εξαπάτησε πάνω από 1.000 άτομα αποσπώντας χρήματα και κοσμήματα. Πέντε άτομα οδηγήθηκαν στη φυλακή μετά τις απολογίες τους, ενώ στην Ευελπίδων θα οδηγηθούν την Τετάρτη 20 κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και γνωστή αθλήτρια. Μεταξύ των θυμάτων είναι και η ιδιοκτήτρια πρακτορείου μοντέλων, Κρίστι Κρανά.

«Του κόπηκε η αναπνοή. Σαν κομπρεσέρ δούλευε το χέρι του, μιλάμε για ξύλο όχι αστεία. Πολύ ξύλο», αυτόπτες μάρτυρες για τον 29χρονο που σκότωσε στο ξύλο τον 58χρονο

«Με παίρνουν στο τηλέφωνο στο σπίτι, μου λένε “η κυρία Κρανά;”. Λέω ναι! “Έχετε αυτό το πρόβλημα, διαρροή, είμαστε από τη ΔΕΗ, πρέπει να κάνετε ό,τι θα σας πούμε, αλλιώς θα πάρουν φωτιά τα καλώδια, θα τιναχτεί το κτίριό σας στον αέρα”. Με είχε μία ώρα εκεί να με πείσει. “Η τάση ανεβαίνει ψηλά, αν έχετε κοσμήματα, βάλτε τα έξω από την πόρτα σας”», είπε η Κρίστι Κρανά στην ΕΡΤ.

Η κυρία Κρανά έχασε κοσμήματα χιλιάδων ευρώ: «τα κοσμήματά μου, ό,τι είχα και δεν είχα τα έβγαλα έξω δυστυχώς, κάποια ήταν και από τη γιαγιά μου του 1900 δεν ξέρω πόσα χρόνια πριν, το ρολόι μου το Cartier, το μπριγιάν μου, μία επένδυση ζωής. Από τότε φοβάμαι ακόμα και έναν μικρό χτύπο, έναν μικρό θόρυβο. Δεν είναι αυτή ζωή πια».

Ο γιος θύματος της σπείρας είπε πως «το βασικό είναι ότι δεν την αφήνανε να κλείσει το τηλέφωνο. “Περιμένετε, περιμένετε, μην κλήσεις, γιατί θα χαθεί η σύνδεση με την εφορία”. Όλη αυτή η συνομιλία ήταν μία ώρα, μία ώρα το τηλέφωνο ανοιχτό. Της έδωσαν ραντεβού σε πολύ κεντρικό σημείο, κατέβηκε μία κοπέλα την οποία την έλεγαν υποτίθεται Κατερίνα και πήρε τα κοσμήματα και εξαφανίστηκε».

Ακόμα μία γυναίκα που εξαπατήθηκε περιέγραψε την ΕΡΤ: «Λογιστής και να πάρουμε τα χρυσαφικά και να τα κάνουμε, να τα αξιοποιήσουμε και δεν ξέρω. Δεν ξέρω, δεν μπορώ, μου είχαν θολώσει το μυαλό. Είχα και την μικρή εγγονή μου εδώ και φοβήθηκα».

Πώς δρούσαν
Όπως είχε ανακοινωθεί από την ΕΛΑΣ, από την έρευνα προέκυψε ότι τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 2023, οι κατηγορούμενοι συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε εγκληματική οργάνωση με διαρκή δράση, δομημένη ιεραρχία και διακριτούς ρόλους, δραστηριοποιούμενοι στη διάπραξη απατών σε βάρος ανυποψίαστων πολιτών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, καθώς και στη διάπραξη διακεκριμένων κλοπών σε όλη την επικράτεια, με σκοπό τον παράνομο πορισμό εισοδήματος και την επιδίωξη οικονομικού οφέλους μέσω της πρόσβασης σε ηλεκτρονικά τραπεζικά δεδομένα και παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, η εγκληματική οργάνωση είχε το αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο, στο Ζευγολατιό Κορινθίας, που λόγω της γεωγραφικής του θέσης προσφερόταν για τη διαφυγή των δραστών, καθώς και την απόκρυψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών ή τιμαλφών.

Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό διευθύνοντος και ένα μικρό αριθμό έμπιστων μελών, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής, ενώ τα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου (Βραχάτι, Άσσος, Εξαμίλια κλπ).

Επιπλέον, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές – Φυλή (Άνω Λιόσια και Ζεφύρι), προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με το «αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο».

Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία, τους ανέθεταν έναντι αμοιβής να μεταβαίνουν σε όλη την επικράτεια, δρώντας ως εισπράκτορες για λογαριασμό της οργάνωσης, γεγονός που οδηγούσε στον μη εντοπισμό των αρχηγικών μελών.

Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.

Ενδεικτικό είναι ότι καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από 40 τηλεφωνητές προς εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον 150 επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα (για τηλεφωνικές κλήσεις, μεταφορές χρημάτων, επικοινωνία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των παράνομων πράξεων), τα οποία απενεργοποιούσαν και προέβαιναν στην αγορά νέων, προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.

Ως προς την μεθοδολογία, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά την κίνηση της αγοράς και τις εξελίξεις όσον αφορά επιδοτήσεις, επιδόματα και κυβερνητικές εξαγγελίες.

Συγκεκριμένα, πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές κλήσεις με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, αλλά και κάνοντας χρήση ψεύτικων στοιχείων ταυτότητας με σκοπό την εξαπάτηση των πολιτών, ενώ παρουσιάζονταν:

– Ως υπάλληλοι δημοσίων και συνεργαζόμενων φορέων, οι οποίοι με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων ή πληρωμής κρατήσεων τιμολογίων και εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των θυμάτων για τραπεζικής φύσεως συναλλαγές, καθοδηγούσαν τα θύματα έτσι ώστε αυτά να αποστέλλουν χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς μελών της οργάνωσης.

– Ως λογιστές-φοροτεχνικοί, όπου με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων, αποκτούσαν πολλές φορές πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό των θυμάτων και μετέφεραν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της οργάνωσης ή πραγματοποιούσαν άμεσα αναλήψεις. Πολλές φορές, για να γίνουν πειστικοί, στην συνομιλία συμμετείχε και έτερος δράστης που συστηνόταν ως προϊστάμενος ή ως εξειδικευμένος υπάλληλος που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση, κάμπτοντας τις υποψίες των θυμάτων.

– Ως λογιστές και βοηθοί λογιστών, όπου σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι καλούν σε ηλικιωμένους ή άτομα που δεν έχουν καλή γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, όπως τη δήλωση στην εφορία ή την ασφάλιση μετρητών και τιμαλφών, έπειθαν τα θύματα να παραδώσουν σε συνεργούς τους χρήματα και τιμαλφή.

Σε περίπτωση που δεν γίνονταν πειστικοί ως λογιστές, ξανακαλούσαν τα θύματα ως δήθεν αστυνομικοί, ζητώντας από τα θύματα να πετάξουν τιμαλφή και χρήματα από το μπαλκόνι προκειμένου να «συλλάβουν» επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους απατεώνες.

– Ως δήθεν πωλητές οχημάτων και μηχανημάτων έργου, αναρτώντας αγγελίες σε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές, μέσω των οποίων προσελκύονταν ανυποψίαστοι υποψήφιοι αγοραστές. Τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενα τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους νόμιμων επιχειρήσεων, απαιτούσαν καταβολή χρηματικής «προκαταβολής» για τη δήθεν «δέσμευση» του οχήματος, επικαλούμενα αυξημένο ενδιαφέρον από τρίτους. Λάμβαναν τα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια, προφασίζονταν διάφορες δικαιολογίες ή διέκοπταν πλήρως την επικοινωνία, χωρίς ποτέ να πραγματοποιούν την αγοραπωλησία ή να επιστρέφουν τα καταβληθέντα χρήματα.

Παράλληλα, για την αποφυγή εντοπισμού τους, χρησιμοποιούσαν ποικίλα μέτρα αντιπαρακολούθησης, όπως κωδικοποιημένες λέξεις, τεχνολογικά μέσα, κάλυψη χαρακτηριστικών τους κλπ.

Ως προς τη δομή της οργάνωσης, στο ανώτερο επίπεδο βρίσκονταν ο διευθύνων και οι βοηθοί του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ανήκαν σε στενό οικογενειακό κύκλο και όριζαν την ταυτότητα-μεθοδολογία και δράση της οργάνωσης, ενώ κύρια αρμοδιότητά τους ήταν ο συντονισμός και η οικονομική διαχείριση των εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα, έχοντας τον πλήρη έλεγχο και δίνοντας παράλληλα οδηγίες στα κατώτερα μέλη.

Στα ενδιάμεσα επίπεδα υπήρχαν οι επικεφαλής των ομάδων-επιχειρησιακών κέντρων, οι βοηθοί τους, τηλεφωνητές, στρατολογητές τραπεζικών στοιχείων, εισπράκτορες και τα υποστηρικτικά μέλη.

Στη βάση της ιεραρχίας βρίσκονταν τα «money mules», οι οποίοι διέθεταν τις τραπεζικές τους κάρτες, τα στοιχεία της ηλεκτρονικής τραπεζικής (όνομα χρήστη – username και κωδικό πρόσβασης – password), καθώς και την ταυτοποιημένη στην τράπεζά τους τηλεφωνική σύνδεση – συσκευή κινητής τηλεφωνίας στην οποία ελάμβαναν τους κωδικούς μιας χρήσης (OTPs).

Τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούσαν τα μέλη της οργάνωσης (εξαγοράζοντάς τα έναντι χρηματικού ποσού από 300 έως 800 ευρώ) για τη διευκόλυνση της δράσης τους, τόσο για την άμεση μεταφορά των «εσόδων» τους, όσο και για την προστασία των στοιχείων ταυτότητάς τους.

Από τη μέχρι στιγμής έρευνα της Αστυνομίας έχουν εξιχνιαστεί 1.089 περιπτώσεις απατών με το παράνομο οικονομικό όφελος που αποκόμισαν τα μέλη της οργάνωσης να ανέρχεται σε τουλάχιστον 7.600.000 ευρώ. Επιπρόσθετα, όπως επισημαίνεται από την ΕΛΑΣ, από τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης, σημαντικός αριθμός θυμάτων, κυρίως ηλικιωμένοι, υπέστησαν ψυχολογικές και σωματικές βλάβες (ισχαιμικά επεισόδια, κρίσεις πανικού, επιδείνωση υπαρχουσών παθήσεων κλπ) εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης που δέχθηκαν. Μάλιστα, πολλοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν ριζικά την καθημερινότητά τους (μόνιμη παρουσία συγγενών, πρόσληψη βοηθών στο σπίτι), με αποτέλεσμα επιπλέον περιουσιακή και κοινωνική επιβάρυνση.

Παράλληλα, υπολογίζεται ότι αρκετά περιστατικά δεν καταγγέλθηκαν ποτέ, είτε λόγω ντροπής είτε λόγω φόβου κοινωνικού στιγματισμού, γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι ο πραγματικός αριθμός απατών που διαπράχθηκαν είναι πολλαπλάσιος.

Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη

Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.

Viber: +306909196125