Η ζωή εν τάφω

Γράφει ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης

Ακούγοντας τον ήχο που έχει διαλέξει ένας χρήστης κινητού ως ειδοποίηση για τις κλήσεις του, μπορείς να εικάσεις ποια είναι τα γούστα του, οι επιρροές του, το χιούμορ του. Ενδεχομένως και πόσο καλά τα πάει με την τεχνολογία και τα γκάτζετ. Αλλά μην παίρνεις και όρκο: Μπορεί ένα τζιμάνι με τα ηλεκτρονικοψηφιακά να είναι και σνομπ, να έχει διαλέξει τον πιο ουδέτερο ήχο, σαν να λέει ότι είναι τεχνολογικά ενηλικιωμένος, αντίθετα με εμάς τους σαχλούς, που παίζουμε σαν πρωτάρηδες φιγουρατζήδες.

Όσα βήματα και αν κάνει η εγκληματολογία, πάντως, δεν νομίζουμε πως είναι σε θέση να διακρίνει από τον ήχο του κινητού εάν κάποιος εμπλέκεται σε ένα αδίκημα, και δη της συναυτουργίας σε ανθρωποκτονία. Το πράγμα είναι πολύ βαρύ για να το ελαφρύνουμε με αστειάκια που μας έρχονται στον νου. Το στιλ «γελάμε και όποιον πάρει ο χάρος» είναι κατηγορίας Σεφερλή. Δεν μας εκφράζει, αλλά ίσως πρέπει να το ξανασκεφτούμε γιατί και εμπορικά αποδοτικό είναι , αλλά και δημοφιλή σε καθιστά. Αστεία με ξελιγωμένες γυναίκες που βλέπουν στους βιαστές μια καλή λύση για τη θεραπεία της σεξουαλικής ασιτίας, έχουν μεγάλη πέραση στη χώρα μας, άλλωστε η θεωρία ότι κατά βάθος οι γυναίκες τα θέλουν, είναι ίσως και κρατούσα στην Ελλάδα, υπό τον αυτονόητο όρο να μη βιαστεί το δικό μας παιδί.

Λέγαμε όμως για το κουδούνισμα του κινητού. Διαβάσαμε σε ιστοσελίδα την πρόσκληση να δούμε ποιόν ήχο είχε επιλέξει «ο Μάνος» για να ειδοποιείται ότι έχει κλήση. Αποκρούσαμε την πρόσκληση, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι μας άφησε άναυδους, με όσα διαβάζουμε τις τελευταίες μέρες. Ποιος ξέρει. Κάθε στοιχείο μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη της αλήθειας τον κ. Κατερινόπουλο και τον κ. Ρουγκάλα που έχουν αναγνωριστεί ως εθνικοί ντετέκτιβ αλλά και όλους μας, στην προσπάθειά μας να αποκρυπτογραφήσουμε τον γρίφο. Βρέθηκαν- επιτέλους- συμμαθήτριες της Ρούλας να πουν ότι η Ρούλα ως μαθήτρια επινοούσε διάφορα εφευρήματα για να τραβά την προσοχή, εν αντιθέσει με εμάς που στην εφηβεία μας δεν σηκώναμε κεφάλι από τον Προυστ και τους τεχνίτες του μαγικού ρεαλισμού.

Κυρίως όμως αυτό τον καιρό εμβαθύνουμε όλοι στο καλτ, το οποίο σίγουρα θα πάρει ιδέες από την υπόθεση της Πάτρας, η οποία βάζει γυαλιά σε όλους τους πρυτάνεις της μαύρης δημιουργίας. Θαμμένα τάμπλετ σε παιδικά φέρετρα, που πρέπει να εκταφούν γιατί ήχησαν την ώρα της κηδείας, για να αποκαλύψουν την πηγή του κουδουνίσματος, για να διαπιστωθεί ότι ήταν ο απινιδωτής που ήχησε και όχι το τάμπλετ, σπιτονοικοκυρές με αμφιλεγόμενες περιουσίες που πεθαίνουν από αδιευκρίνιστους πυρετούς, κάμερες που στήνονται στα κοιμητήρια περιμένοντας εκταφές, ιατροδικαστές πάσης λογής σε δημόσια προβολή, ανατομικές λεπτομέρειες της αναγούλας, ματωμένα πανάκια που διαφεύγουν της προσοχής, και δημόσια ερωτήματα: Ήρθε η ώρα του Μάνου; Της αδελφής; Της μητέρας; Των γειτόνων; Δεν μπορεί, υπάρχουν συνεργοί. Γιατί να υπάρχουν συνεργοί; Διότι δεν μπορεί να μην υπάρχουν. Κόπι πέιστ, ιδιοποίηση δημοσιογραφικού προϊόντος, τυφλή αναπαραγωγή, εκρηκτική ομογενοποίηση των ιστοσελίδων. Τα αβλαβή αντιγράφονται ανερυθρίαστα. Τα ριψοκίνδυνα παραπέμπουν στην πηγή, για να μη φας εσύ το ξύλο. Άλλο ότι δεν βαράει κανείς. Μπήκαμε στο σκηνικό του δράματος και ποδοπατάμε, αρπάζουμε πειστήρια, φωτογραφίες, ζωγραφιές, αρκουδάκια.

Πορευόμαστε ανάμεσα στην αλήθεια, στην έρευνα, την κωμωδία και τη φρίκη. Που αρχίζει το ένα, πού το άλλο, δεν είναι εύκολο να το ξεχωρίσεις. Δεν έχει και πολλή σημασία, βέβαια. Ο ήλιος βγαίνει, ο ήλιος φεύγει, όλα τα ενδιάμεσα είναι η ζωή.