Κωνσταντίνος Καβάφης: Τα 10 πιο σπουδαία ποιήματά του

Τα 10 πιο σπουδαία ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη.

καβάφης-ποιήματα

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης άφησε ένα σπουδαίο έργο πίσω του, με εμβληματικά ποιήματα που δεν πρόκειται ποτέ να σβηστούν μέσα στον χρόνο.

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863. Ο πατέρας του, εύπορος έμπορος και η μητέρα του γόνος καλής οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη.

Ύστερα από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, η οικογένεια έφυγε για την Αγγλία το 1872 κι έμεινε ως το 1878. Εκεί ο Καβάφης έμαθε τέλεια την Αγγλική γλώσσα, που χρησιμοποιούσε στις ατομικές του σημειώσεις. Όταν γύρισε στην Αλεξάνδρεια, συμπλήρωσε τις σπουδές του σ’ ένα ελληνικό λύκειο. Η οικογένεια αναγκάστηκε για δεύτερη φορά να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια το 1882 ως το 1885, εξαιτίας των πολιτικών αναταραχών.

Από την επιστροφή του και ύστερα, ο ποιητής δε θα εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια παρά μόνο για μερικά σύντομα ταξίδια στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Αθήνα. Η ζωή του κυλά ήσυχα, έχει μια μόνιμη δουλειά στη δημόσια υπηρεσία, κατοικεί στην αρχή μ’ έναν αδερφό του, ύστερα μόνος ως τα τελευταία χρόνια, τριγυρισμένος από την συμπάθεια και την εκτίμηση των Αλεξανδρινών φίλων του.

Πέθανε το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του από καρκίνο του λάρυγγα.

κωνσταντίνος-καβάφης-ποιήματα

Η ποιητική του Κωνσταντίνου Καβάφη

Ενώ στην Αθήνα, μετά το 1880, μοναδικό σχεδόν πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, μεσουρανεί η ισχυρή ποιητική φυσιογνωμία του Παλαμά, σε μιαν απομονωμένη περιοχή του ελληνισμού, στην Αλεξάνδρεια, με τις ιδιότυπες εμπειρίες που πρόσφερε η ζωή της ελληνικής αυτής παροικίας, δημιουργεί το έργο του ένας ποιητής ο Κων/νος Καβάφης, που έμελλε αργότερα να πάρει κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση και να επηρεάσει
αποφασιστικά όλη τη νεότερη εξέλιξή της.

Η ποιητική του Καβάφη ξάφνιασε με την ιδιοτυπία της, τόσο διαφορετική από ό,τι ήταν ως τότε καθιερωμένο. Ποιήματα σύντομα, ( σπάνια εκτείνονται σε δεύτερη σελίδα -μόνο ένα φτάνει ως την τρίτη-), γραμμένα ούτε σε δημοτική γλώσσα ούτε σε καθαρεύουσα, με στίχο χαλαρό κι ελεύθερο και κάποτε ομοιοκατάληκτο που ηχεί σαν παιχνίδι ή ειρωνεία. Ποιήματα με πεζολογικό χαρακτήρα για να έχουν τη βαρύτητά τους οι ρεαλιστικές διαπιστώσεις. Ποιήματα με έντονη τη φιλοσοφική και υπαινικτική διάθεση, που ωθούν στη συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής, που δεν είναι μόνο η αίσθηση της παρακμής και της ματαιότητας, αλλά αντίρροπα είναι το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας.

10 σπουδαία ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη

Δες 10 από τα πιο σπουδαία ποιήματα του Καβάφη:

Κεριά (1899)

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα –
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,

τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Che fece… il gran rifiuto (1901)

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.

Φωνές (1904)

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας –

σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.

Ιθάκη (1911)

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από @kavafis_poems

Επέστρεφε (1912)

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….

Όσο μπορείς (1913)

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.

Θυμήσου, σώμα (1918)

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στη φωνή — και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·

πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

Απ’ τες εννιά (1918)

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή – τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.

Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.

Τείχη (1897)

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Έτσι πολύ ατένισα (1917)

Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.

Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα·
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν
η ποίησίς μου… μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα…

 

Με πληροφορίες από e-didaskalia.blogspot.com και cgi.di.uoa.gr