Γκρεμίζοντας τον Φάρο της Πάτρας (1858-1972) – ΦΩΤΟ
Σπάνια φωτογραφία από τη διάρκεια των εργασιών που έγιναν στον μόλο της Αγίου Νικολάου και που είχαν ως αποτέλεσμα το γκρέμισμα του φάρου.
Ο Φάρος της Πάτρας
Εστεκε για 120 χρόνια στην άκρη της Πάτρας δείχνοντας το δρόμο σε όσους την επισκέπτονταν από τη θάλασσα.
Ο Φάρος είναι ακόμα το πιο νοσταλγικό κτίσμα της πόλης.
Μη χάσετε τις «Επιλογές»
Το χαμένο σύμβολο της Πάτρας
Οταν φτιάχτηκε, κάπου στα 1858 δεν ήταν παρά ένα συνηθισμένο κτίσμα σε κάθε λιμάνι της μικρής Ελλάδας. Ενας φάρος, και τίποτε άλλο, στην άκρη του υποτυπώδους -τότε- λιμανιού της Πάτρας.
Εστεκε εκεί στην άκρη της θάλασσας (δεν είχε ακόμα τον κυματοθραύστη μπροστά του) για δεκαετίες, μέχρι το 1972 οπότε και κατεδαφίστηκε, μαζί και ένα μεγάλο τμήμα του μόλου, που έγινε πιο στενός για να διευκολύνονται τα μεγάλα εμπορικά πλοία στη διέλευσή τους.
Ετσι ειπώθηκε τότε ως τους λόγους που γκρεμίστηκε ένας φάρος που πρόλαβε να γίνει σύμβολο ολόκληρης της πόλης.
Και οι Πατρινοί το έφεραν βαρέως, σαν προπατορικό αμάρτημα. Και κάπως έτσι πριν είκοσι περίπου χρόνια ένας νέος φάρος φτιάχτηκε, λίγες δεκάδες μέτρα μακρύτερα, στο τέρμα της Τριών Ναυάρχων.
Δεν υπάρχει άλλο κτίσμα στην Πάτρα που να προκαλεί τόση νοσταλγία όσο ο Φάρος. Ακόμα και σε κείνους που δεν τον πρόλαβαν. Που δεν έχουν συνδέσει την εικόνα τους με τη βόλτα στον μόλο, την πορτοκαλάδα στο καφενεδάκι του, το αγνάντεμα στον Πατραϊκό και την μαγεία του ηλιοβασιλέματος.
Η «Π» επιχειρεί ένα μικρό αφιέρωμα με το ανά χείρας τεύχος των «Επιλογών» στον Φάρο που φώτιζε ολόκληρη την Πάτρα!
Ο φάρος στα 1900
Το 1994, από τις εκδόσεις «Κέδρος», εκδόθηκε το βιβλίο «Αυτόχειρ», σε ζωγραφιές της Αρνής Μπίρταχα, που έγραψε ο Μιχάλης Μητσάκης και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην «Ακρόπολη» στις 4 Ιανουαρίου 1895.
Είναι ένα σημαντικό κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στο οποίο ο συγγραφέας μάς χαρίζει μια καταπληκτική περιγραφή της Πάτρας του 1900.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Πάτρα λίγο πριν από το 1900. Ο συγγραφέας φτάνει στην πόλη ως ταξιδιώτης και καταλύει σ’ ένα ξενοδοχείο. Αφού κάνει τη βόλτα του, επιστρέφει στο ξενοδοχείο για φαγητό. Ενας άλλος ταξιδιώτης, σ’ ένα άλλο ξενοδοχείο, αυτοκτόνησε στο δωμάτιό του. Μόνο πέντε λέξεις, «Αυτοκτονώ. Ας μην ενοχληθή κανείς». Ο συγγραφέας θα ξαναβγεί αργότερα για την βραδινή του βόλτα. Στην περιπλάνησή του στην πόλη παρατηρεί τη ζωή και τους ανθρώπους της με τις καθημερινές τους ασχολίες.
Ο Μιχαήλ Μητσάκης υπήρξε πέρα από πολυγραφότατος δημοσιογράφος και λογοτέχνης, ένας ιδιόρρυθμος χαρακτήρας με ανησυχίες που τάραξαν την ψυχική του γαλήνη. Η ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του ήταν κι η αιτία της βραχύβιας παραμονής στις εφημερίδες με τις οποίες συνεργαζόταν. Στις 20 Δεκεμβρίου 1894 νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας για 15 ημέρες, μέχρι τις 5 Ιανουαρίου 1895.
Το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού του έργου ο Μητσάκης δεν κατάφερε να το τυπώσει κατά τη διάρκεια της ζωής του επέτεινε την απογοήτευσή του, ενώ υπήρξε πηγή παθολογικών ιδεών καταδιώξεως. Το 1896, σε ηλικία 28 ετών, η ήδη υπάρχουσα ψυχική ταραχή του εκδηλώνεται φανερά και τον οδηγεί στην πρώτη εισαγωγή του στο Δρομοκαΐτειο για 5 μήνες, από τις 17 Απριλίου 1896 μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 1896. Η λογοτεχνική του παραγωγή σταματά και βυθίζεται στην αρρώστια. Στις 6 Ιουνίου 1916, ο Μητσάκης πεθαίνει από περιπνευμονία στο Δρομοκαΐτειο.
Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από τον «Αυτόχειρά»του:
«Συναντήσας μετ’ ολίγον και τον φίλον μου τον Λεωνίδαν Kανελλόπουλον, καγκελλάριον του τουρκικού προξενείου εν τη πόλει και λογογράφον εις τας ώρας του, τον επήρ’ από το μπράτσο, και ετράβηξα μαζί του για το μώλο, όπου ο συνηθέστερος πατρινός περίπατος. Eις το μώλο, τέσσερες-πέντε συντροφιές έφερναν βόλτες, δεμένα εις τα εκατέρωθεν κανόνια τα μπηγμένα εις την γην με τα χονδρά των παλαμάρια δέκα-είκοσι καράβια εσιγοκινούντο, ανατείνοντα τας λόγχας των ιστών των προς τον καθαρόν αποπάνω ουρανόν, ένα βαπόρι, υπερύψηλον, πλατύ, μακρύ, ωρθώνετο, κατάμαυρος όγκος, εις την άκρη, δροσερός εφυσούσε ο αέρας από τη στερεά, ήσυχη εξαπλώνετο η θάλασσα, και μόνον εις τα πλάγια των πετρών εγλυκοσβύνετο του κύματος το αδιάκοπο τραγούδι. Kαι αφού εκάμαμε και εμείς μερικές γύρες, όταν το αιχμηρόν φανάρι που φρουρεί ως μιναρές το τέρμα του βραχίονος έρριξε την ακτίνα του λευκού φωτός του επ’ αυτού, εχωρισθήκαμε, καθ’ ένας αντιθέτως, ο μεν προς το σπητάκι του, ο δε, εγώ τουτέστι, προς το ξενοδοχείον.
Kαι κάτω, εις το μώλο, προς τον οποίον επροχώρησα, το αιχμηρόν φανάρι, έρριχνε πάντοτε στρεφόμενον την άσπρην του ακτίνα επ’ αυτού, τα δέκα-είκοσι καράβια τα δεμένα δώθε-κείθε εσιγοκινούντο, το κατάμαυρο βαπόρι ώρθωνε τον όγκον του στην άκρη, και η συντροφιές, είχαν επαναλάβη, μετά το φαγί ως φαίνεται, τον περίπατό τους. Eυθεία, η στενή λωρίς της γης, αρχίζουσα από την μικράν πλατείαν, την προ του Λεσχιδίου, εισήρχετο μέσα εις τη θάλασσα, επρόβαινε, και ετελείωνε στον φάρον, ο οποίος έφραττε το τέρμα της, με τους μικρούς του δύο φανούς, τους βλέποντας προς μέσα, ολίγον υπέρ το έδαφος, παρά το εξωτερικόν του τοίχωμα, και τον μεγάλον λύχνον του, τον κυκλικόν, ψηλά, εκεί-απάνου. Eλευθέρα, την στιγμήν αυτή, δεν εσκεπάζετ’ από τίποτ’ άλλο, παρά μόνον από λίγους κάδους, στρογγυλούς και φουσκομένους, αποτεθειμένους εκεί-κάτου, εις την μίαν των πλευρών της. Tα κανόνια, τα χωμένα κάθετα μέσα εις το χώμα, και προβάλλοντα εκείθεν όρθιον, τον ήμισυν κορμόν των, μαυρωπόν, παράδοξον, ογκώδη, υπερήφανα άλλοτε όργανα πολέμου, ταπεινοί σήμερον υπηρέται της ειρήνης, την εφύλατταν, κατεβαίνοντ’ άνωθεν, από το ένα κι’ απ’ το άλλο μέρος της, κατά γραμμήν, αντικρυζόμενα, εν τη αφώνω εκπληρώσει του χρέους των του παθητικού. Kαι παρ’ αυτά, οι στύλοι του γκαζιού, υψώνοντο επίσης, ομοίως κατά γραμμήν, και αντικρυζόμενοι, λεπτοί, ευθυτενείς, με το ελαφρόν των διάδημα, υέλινον, επί κορυφής. Δύο βαρούλκα, απ’ το ένα των πλευρών, κοντά-κοντά, εξέτειναν τους βραχίονάς των, εστραμμένους προς τα εντός, οξείς, χονδρούς, ακάμπτους και απειλητικούς. Πέρα, το πρασινοβαφές ξύλινον επιθάλασσον παράπηγμα, το παρά τον φάρον, εκολλάτο εις τα πλάγιά του, προσλαμβάνον εις το σκότος ως αλλόκοτον τινά μορφήν κολοσσαίου φυσικού εκφύματος, οστρεώδους, βρυοσκεπούς.
Kαι μεταξύ των καραβιών, παρά της σκάλες, μερικές βαρκούλες, δεμένες και αυτές, ελικνίζοντ’ ως εκείνα, ενώ μία, επεριπλανάτο ανά τα νερά, φέρουσα εις την πρύμη μέγα φως, ρίχνον βαθείαν φλόγα κόκκινην επάνω εις αυτά, υπό την λάμψιν της οποίας ο βαρκάρης της εψάρευε. Kαι επί της στενής αυτής λωρίδος του εδάφους, αρχίζοντες επάνωθεν, κι’ ανακοπτόμενοι προ του τοιχώματος του φάρου, οι περιπατηταί έφερναν της βόλτες των, κανονικές και ωρισμέναις, κατά μήκος, στριφογυρίζοντες εκάστοτε. Δύο-τρεις κυρίες, την φοράν αυτήν, ήσαν μεταξύ των, και ηκούοντο οι κιχλισμοί μιας, κοντής και στρουμπουλής, γελώσης. Ένας παχύς, προγάστωρ, περπατών με μικρά-μικρά γρήγορα βήματα, και ξεφυσών, ως ασθματικός, έλεγε περνών προς τον σύντροφόν του».
Το γκρέμισμα του Φάρου
Είναι άγνωστο, πότε ακριβώς γκρεμίστηκε ο φάρος της Πάτρας. Τούτο έγινε στο πλαίσιο εκτεταμένων εργασιών για τη μείωση του μήκους του μόλου (με ταυτόχρονη διαπλάτυνσή του) ώστε να μεγαλώσει η διαθέσιμη διαδρομή για τα καράβια από την άκρη του μόλου έως τον κυματοθραύστη.
Ο φάρος βρισκόταν στην άκρη του μόλου και δυστυχώς δεν γλύτωσε την κατεδάφιση. Τούτο έγινε μεταξύ (τέλος) Νοεμβρίου 1972 και Ιανουαρίου 1973.
Οι σχετικές αποφάσεις από τα αρχεία του Λιμενικού Ταμείου (θερμά ευχαριστούμε τη διοίκηση του ΟΛΠΑ για την διευκόλυνση στην έρευνα) προκαλούν ενδιαφέρον.
Η καλύτερη βόλτα ήταν στον φάρο
Ο πρώτος φάρος στο λιμάνι της Πάτρας ήταν ξύλινος και είχε κτιστεί το 1858, για να διευκολύνει την κίνηση των πλοίων. Καταστράφηκε όμως κατά την διάρκεια θύελλας το 1865.
Αντικαταστάθηκε με νέο πέτρινο φάρο το 1878, ο οποίος είχε διάμετρο 4-5 τ.μ. και ύψος 17 μέτρων. Το έργο έγινε στο πλαίσιο της ανακατασκευής του λιμανιού, που διήρκεσε πολλά χρόνια, τότε φτιάχτηκε ο κυματοθραύστης, τα κρηπιδώματα κλπ.
Ο φάρος αυτός κατεδαφίστηκε το 1972 επί χούντας, και δημαρχίας του Κωνσταντίνου Γκολφινόπουλου κατά την διάρκεια εργασιών για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών του λιμανιού. Ήταν ιδιοκτησίας του Λιμενικού Ταμείου και αρχικά είχε αποφασιστεί να χτιστεί νέος, κάτι που δεν έγινε.
Το 1999 αποφασίστηκε να ξαναχτιστεί ο φάρος, νοτιότερα στην περιοχή του ναού του Αγίου Ανδρέα. Ο νέος αυτός φάρος δεν έχει ναυτιλιακή χρήση αλλά κυρίως πολιτισμική, αποτελώντας ένα από τα αξιοθέατα της πόλης. Στο ισόγειο του κτίσματος υπάρχει καφετέρια και η γύρω περιοχή έχει μετατραπεί από τότε σε πάρκο, αποτελώντας χώρο αναψυχής της πόλης. Πρόεδρος στο λιμενικό ταμείο τότε ήταν ο Γιάννης Δημαράς, μετέπειτα δήμαρχος Πατρέων, ενώ δήμαρχος της πόλης ο Ανδρέας Καράβολας.
Ένα μικρό φωτογραφικό οδοιπορικό στον φάρο της Πάτρας, εκεί που κατέληγε η καλύτερη βόλτα των πατρινών για δέκα σχεδόν δεκαετίες…
Στον φάρο το 1901
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα στο πλαίσιο των θερινών του διακοπών, οι οποίες διήρκεσαν, σύμφωνα με τις αυτόγραφες ημερολογιακές εγγραφές του, από τις 12 Ιουνίου ως τις 5 Αυγούστου του έτους 1901. Ανάμεσά στις πόλεις που επισκέφτηκε ήταν και η Πάτρα.
Είχε σκοπό να αναχωρήσει με το ιταλικό πλοίο «Σκύλα» για το Μπρίντιζι, όπου και θα επιβιβαζόταν σε έτερο πλοίο με προορισμό την Αλεξάνδρεια. Στην Πάτρα παρέμεινε τρεις ημέρες καταγράφοντας τις εντυπώσεις του, ενώ φυσικά επισκέφθηκε και τον φάρο στον μόλο της οδού Αγίου Νικολάου.
Διαβάζουμε:
«29 Ιουλίου, Δευτέρα
Το Ξενοδοχείο των Πατρών, όπου καταλύσαμε, είναι καθαρώτατο, άνετα επιπλωμένο και διαθέτει καλή κουζίνα. Μετά το δείπνο, πήγαμε στην αποβάθρα, κ’ ύστερα ύπνο. Στις 10.45 βγήκαμε για να σεριανίσουμε τους δρόμους κοντά στην προκυμαία. Η θέα από την προκυμαία -κι από πολλά υψώματα- προς τους απέναντι λόφους της Κεντρικής Ελλάδος είναι ωραία, ιδιαίτερα όταν δύει ο ήλιος.
31 Ιουλίου, 7.30 π.μ., Τετάρτη
Χθες το απόγευμα η ζέστη ήταν τρομερή. Δείπνησα με πολλή ευχαρίστηση, στις 8 – το φαγητό ήταν εξαίρετο. Χθες το βράδυ, μετά το δείπνο, πήγα για μισή ώρα στην αποβάθρα.
31 Ιουλίου, 10.15 π.μ.
Η ακτή απέναντι από τις Πάτρες είναι γραφική. Οι λόφοι του Μεσολογγίου και τα βουνά της Αιτωλίας είναι ορατά, οι πρώτοι όμως όχι πολύ ευκρινώς.
Ατμόπλοιο «Scilla», 1 Αυγούστου, 7.15 π.μ.
Χθες το απόγευμα ο Α. κ’ εγώ αφήσαμε την Πάτρα με το πλοίο «Scilla» του Rubatino. Το θέαμα των Πατρών με τα πολλά φώτα που σιγά – σιγά έσβηναν μακρυά στον ορίζοντα ήταν πραγματικά θελκτικό».
Οι μπουλντόζες γκρεμίζουν τον φάρο
Σπάνια φωτογραφία από τη διάρκεια των εργασιών που έγιναν στον μόλο της Αγίου Νικολάου και που είχαν ως αποτέλεσμα το γκρέμισμα του φάρου.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που ξεκίνησαν τα έργα, από την δεξιά πλευρά του μόλου. Ένα μεγάλο τμήμα του μόλου απομακρύνθηκε, μαζί και ο φάρος.
Όσον αφορά τι έγινε ο φάρος, ενδεχόμενα όλα τα υλικά (πέτρες κλπ) να χρησιμοποιήθηκαν για το «μπάζωμα» του κλυματοθραύστη δεξιά και αριστερά, καθώς θυμίζουμε πως αυτός όχι μόνο «κόντυνε», αλλά και διαπλατύνθηκε.
ΛΕΖΑΝΤΑ: Λίγο πριν το τέλος… Μερικές μέρες μετά ο φάρος γκρεμίστηκε. Είναι η τελευταία φωτογραφία του φάρου και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Βασίλη Λάζαρη «Πολιτική Ιστορία της Πάτρας, τόμος 5ος 195-1974», εκδόσεις διαπολιτισμός ιστορία, Πάτρα 2016
*Από τις “Επιλογές” της “Πελοποννήσου” το Σάββατο 1 Ιουνίου 2019
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News