Εορτολόγιο: Μεγάλη γιορτή σήμερα!

Μεγάλη γιορτή σήμερα σύμφωνα με την Εκκλησία μας.

Εορτολόγιο

Εορτολόγιο σήμερα Πέμπτη 26 Ιουνίου: Ο Όσιος Δα­βίδ γεν­νή­θη­κε και έ­ζη­σε στην Θεσ­σα­λο­νί­κη. Α­πό μι­κρός εγ­κα­τέ­λει­ψε τον κό­σμο και ε­κά­ρη Μο­να­χός στο Μο­να­στή­ρι των Α­γί­ων Μαρ­τύ­ρων Θε­ο­δώ­ρου και Μερ­κου­ρί­ου. Μι­μού­με­νος τις α­ρε­τές των Ά­γι­ων της Εκ­κλη­σί­ας μας, α­γω­νι­ζό­ταν υ­πε­ράν­θρω­πα να τις α­πό­κτη­ση. Ε­πά­νω στην α­μυ­γδα­λιά έ­δω­σε τους με­γά­λους α­γώ­νες του, ε­ναν­τί­ον των πο­νη­ρών πνευ­μά­των, ε­ναν­τί­ον της φύ­σε­ως και ε­ναν­τί­ον των α­δυ­να­μι­ών της σάρ­κας. Και ο Πο­λυ­εύ­σπλα­χνος Κύ­ριος ει­δε τους α­γώ­νες και βρά­βευ­σε τον α­γω­νι­στή.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Όσιος πα­τέ­ρας μας Δα­βίδ, ο ε­πί­γει­ος Άγ­γε­λος και ε­που­ρά­νιος άν­θρω­πος, γεν­νή­θη­κε και α­να­τρά­φη­κε στην λάμ­πρη και με­γά­λη πό­λη της. Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Α­πό μι­κρός σή­κω­σε τον Σταυ­ρό με πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη την καρ­διά του α­πό θει­ο, έ­ρω­τα. Πε­ρι­φρό­νη­σε κά­θε σω­μα­τι­κή α­νά­παυ­ση, εγ­κα­τέ­λει­ψε φί­λους και συγ­γε­νείς, τι­μή και πρό­σκαι­ρη δό­ξα, χρή­μα­τα, κτή­μα­τα και κά­θε άλ­λη προ­σω­ρι­νή ευ­τυ­χί­α, α­κό­μη και την ψυ­χή του, σύμ­φω­να με την ευ­αγ­γε­λι­κή πα­ραγ­γε­λί­α, και α­κο­λού­θη­σε τον Δε­σπό­τη Χρι­στό.

Μο­να­χός στο Μο­να­στή­ρι των Κου­κού­λια­των

Ε­κά­ρη λοι­πόν Μο­να­χός και έ­μει­νε σ­τό Μο­να­στή­ρι των Μαρ­τύ­ρων Θε­ο­δώ­ρου και Μερ­κου­ρί­ου που ο­νο­μά­ζε­ται των Κου­κού­λια­των.

Σε αυ­τό η­σύ­χά­ζε, α­γω­νι­ζό­ταν υ­πε­ράν­θρω­πα και τη­ρού­σε με κά­θε ε­πι­μέ­λεια ό­λες τις α­ρε­τές. Πε­ρισ­σό­τε­ρο μά­λι­στα α­πό ό­λες τις α­ρε­τές, α­σκούν­ταν στην εγ­κρά­τεια και στην τα­πεί­νω­ση, γνω­ρί­ζον­τας πο­λύ κα­λά ό­τι ο χορ­τα­σμός της κοι­λί­ας δι­ώ­χνει την α­γρυ­πνί­α και την σω­φρο­σύ­νη και η κε­νο­δο­ξί­α πά­λι ε­ξα­φα­νί­ζει τε­λεί­ως ο­λες τις α­ρε­τές.

Γι’ αυ­τό φρόν­τι­ζε να α­πό­κτη­ση σαν συ­νε­τός που ή­ταν, την τα­πει­νο­φρο­σύ­νη.

Δι­α­βά­ζον­τας ο Ο­σιος μέ­ρα και νύ­κτα τις θεί­ες Γρα­φές, θαύ­μα­ζε τις α­ρε­τές των Ά­γι­ων, των προ του νό­μου, και με­τά τον νό­μο, πως τους δό­ξα­σε ο Θε­ός, δι­ό­τι ύ­πά­κου­αν στις εν­το­λές Του και τον ευ­χα­ρι­στού­σαν ο­πως έ­πρε­πε.

Και τον μεν Ά­βελ με την θυ­σί­α τον έ­λάμ­πρυ­νε, τον Α­βρα­άμ με την πί­στη, τον Ι­ω­σήφ με την σω­φρο­σύ­νη, τον Ι­ώβ με την υ­πο­μο­νή τον Μω­υ­ση α­νέ­δει­ξε νο­μο­θέ­τη και τον Δα­νι­ήλ και τους τρεις παί­δες: φύ­λα­ξε α­βλα­βείς, ά­πο το κα­μί­νι και τα λε­ον­τά­ρια.

Σκε­πτό­με­νος την ζω­ή του, ο θαυ­μά­σιος Δα­βίδ, φρόν­τι­ζε, ο­λό­ψυ­χα τό­σο μπο­ρού­σε να τους μι­μει­ται για να γί­νη κλη­ρο­νό­μος τους στην Ου­ρά­νιο Βα­σι­λεί­α.

Θαύ­μα­ζε ε­πί­σης δι­α­βά­ζον­τας και τους βί­ους των Ό­σι­ων, που ά­σκή­τευ­σαν με­τά την σω­τή­ρια σάρ­κω­ση του Σω­τη­ρος, οι ό­ποι­οι έ­κα­ναν τέ­τοι­ους θαυ­μά­σιους α­γώ­νες και πνευ­μα­τι­κές ε­πι­δό­σεις και μά­λι­στα τον ο­σιο Συ­με­ών τον θαυ­μα­στο­ρεί­τη, τον συ­νώ­νυ­μο του, και τον Δα­νι­ήλ και Πα­τά­πιο, τους ο­τυ­λί­τες, οι ό­ποι­οι πέ­ρα­σαν την ζω­ή ι­ούς στο ύ­παι­θρο ά­στε­γοι, βα­σα­νι­ζό­με­νοι, α­πό τους α­νέ­μους, τις βρο­χές και τα χι­ό­ναι.

Όταν διάβαζε τους βί­ους αυτούς έ­κλαι­γε και τό­σο κα­τε­νυ­γε­το, ώ­στε ο α­εί­μνη­στος α­πε­φά­σι­σε να πέ­ρα­ση την ι­δια δύ­σκο­λη ζω­ή οσο και­ρό μπο­ρού­σε για να βρη ά­νε­ση με­τά τον θά­να­το του.

Α­σκήτευσε πά­νω στην α­μυ­γδα­λιά

Μια μέ­ρα λοι­πόν κα­τα­νύ­χτη­κε πο­λύ η καρ­διά του. Έ­τσι α­φου α­νέ­βη­κε σε μια α­μυ­γδα­λιά, που βρι­σκό­ταν στο δε­ξιό μέ­ρος της Εκ­κλη­σί­ας, έ­μει­νε πά­νω σε έ­να κλα­δί του δέν­δρου, στο ό­ποι­ο ε­κα­νε ό­πως μπό­ρε­σε ε­να μι­κρό κρε­βά­τι.

Ε­κεί α­σκή­τευ­ε καρ­τε­ρι­κό με θαυ­μά­σια υ­πο­μο­νή, βα­σα­νι­ζό­με­νος ά­πό τους α­νέ­μους, τις βρο­χές και τα χι­ό­νια, κα­τα­φλε­γό­μέ­νος α­πό το κά­ψι­μο του ή­λιου το κα­λό­καί­ρι, θλι­βό­μέ­νος φο­βε­ρά και ά­πό άλ­λες στε­νο­χώ­ρί­ες. Ω της καρ­τε­ρί­ας και της θαυ­μα­σί­ας πο­λυά­θλσυ και κα­θη­με­ρι­νης ύ­πο­μο­νης του Μάρ­τυ­ρος. Και πως υ­πέ­φε­ρε ο α­εί­μνη­στος τό­ση κα­κο­πά­θεια.

Οι άλ­λοι στυ­λί­τες εί­χαν και λί­γη στα­θε­ρό­τη­τα, δι­ό­τι οι στύ­λοι ή­σαν κτι­στοί, και έ­με­ναν α­κί­νη­τοι. Και πά­λι, ο­τάν κοί­μών­του­σαν η ε­κα­ναν κά­ποι­α άλ­λη α­ναγ­καί­α ερ­γα­σί­α, ή­σαν α­κί­νη­τοι. Αλ­λα αυ­τός ο α­δα­μάν­τι­νος κι­νούν­ταν πάν­το­τε πά­νω στο κλα­δί του δέν­δρου, χω­ρίς να έ­χει πο­τέ ά­νε­ση, βα­σα­νι­ζό­με­νος ά­πό τις βρο­χές και τους ά­νε­μους και θλι­βό­μέ­νος φο­βε­ρά ά­πό το χι­ό­νι.

Αν και τό­σα πολ­λά υ­πέ­φε­ρε ο καρ­τε­ρό­ψυ­χος, δεν τεμ­πέ­λια­σε ού­τε στο πα­ρα­μι­κρό ο­λι­γο­ψύ­χη­σε ού­τε α­δι­α­φό­ρη­σε, ου­τε αλ­λοι­ώ­θη­κέ το αγ­γε­λι­κό πρό­σω­πο του, άλ­λά η­ταν το πρό­σω­πο του ω­ραί­ο σαν τρι­αν­τά­φυλ­λο. Πράγ­μα­τι σε αυ­τόν τον μα­κά­ριο έκ­πλη­ρώ­θη­κε ο λό­γος του προ­φή­του, «Δί­και­ος ως φοί­νιξ αν­θή­σει, και ώ­σεί κέ­δρος η εν τω Λι­βά­νω πλη­θυν­θή­σε­ται».

Δι­ό­τι με τις πρά­ξεις του άν­θη­σε και αυ­τός ο­πως ο φοί­νι­κας και α­πέ­δι­δε καρ­πό στον Θε­ό ο­πως αρ­μό­ζει, γλυ­κύ­τε­ρο και ω­φε­λι­μό­τε­ρο ά­πό την α­μυ­γδα­λιά και τον φοί­νι­κα.

Ε­πει­δή το μεν δέν­δρο κά­νει άν­θη και καρ­πό που φθεί­ρον­ται σε αν­θρώ­πι­νη τέρ­ψη και α­πό­λαυ­σι, ο δε Ό­σιος ευ­χα­ρι­στού­σε κά­θε στιγ­μή τον Α­γα­θό Θε­ό με καρ­πούς θε­ω­ρί­ας και πρά­ξε­ως, υ­μνο­λο­γών­τας και δο­ξά­ζον­τας α­στα­μά­τη­τα Αυ­τόν.

Η επίσκεψη του Άγγελου

Ο­ταν λοι­πόν τε­λεί­ω­σαν τα τρί­α χρό­νια, φά­νη­κε σε αύ­τόν Α­γιος Άγ­γε­λος και του εί­πε: «Δα­βίδ, ά­κου­σε ο Κύ­ριος την προ­σέ­υ­χή σου, και σου δί­νει την χά­ρη που πολ­λές φο­ρές ζή­τη­σες, να εί­σαι τα­πει­νός και με­τριόφρων, να τον φο­βά­σαι και να τον λα­τρευ­ης με την ευ­λά­βεια που αρ­μο­ζε­ι.

Κα­τέ­βα λοι­πόν α­πό το δέν­δρο και η­σύ­χα­σέ στο κελ­λί, ευ­λο­γών­τας τον Θε­ό, μέ­χρι να τε­λεί­ω­σης και άλ­λη οι­κο­νο­μί­α και τό­τε θα βρης α­νά­παυ­ση ά­πα τους σω­μα­τι­κούς κό­πους και ψυ­χι­κή πα­ρη­γο­ριά».

Ο­ση ώ­ρα του μι­λού­σε ο Αγ­γε­λος, ά­κου­γε με φό­βο και τρό­μο. Ε­πει­τα, ό­ταν χά­θη­κε ο Αγ­γε­λος, ο Ό­σιος, ευ­χα­ρί­στη­σε τον Κύ­ριο, και εί­πε: «Εύ­λο­γη­τός ο Θε­ός, ο ό­ποι­ος δε­χθη­κε την προ­σευ­χή μου και με ε­λέ­η­σε»

Κα­τε­βαί­νει α­πό την α­μυ­γδα­λιά
Τό­τε κά­λε­σε τους μα­θη­τές του και τους φα­νέ­ρω­σε την ο­πτα­σί­α.

Τους εί­πε μά­λι­στα να ε­τοι­μά­σουν και το κελ­λί σύμ­φω­να με την δε­σπο­τι­κή εν­το­λή.

Ε­κεί­νοι, με με­γά­λη φρον­τί­δα έ­κα­ναν ό­πως τους εί­πε, ει­δο­ποί­η­σαν και τον ά­γι­ώ­τα­το Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο Δω­ρό­θε­ο, ο ό­ποι­ος πή­ρε χα­ρού­με­νος τους εύ­λα­βε­στα­τους κλη­ρι­κούς και ά­φου α­νέ­βη­κε στον Ο­σιο τον α­σπά­σθη­κε και τον κα­τέ­βα­σαν α­πό το δέν­δρο με πολ­λή ευ­λά­βεια.

Α­φου λει­τούρ­γη­σαν τον έ­βα­λαν στο κελ­λί του, και έ­κα­ναν με­γά­λο πα­νη­γύ­ρι.

Ε­τσι αυ­τοί ε­νώ ε­πέ­στρε­ψαν χα­ρού­με­νοι, ο Ο­σιος έ­μει­νε η­συ­χά­ζον­τας στο κελ­λί, δο­ξά­ζον­τας ό­πως και πριν α­στα­μά­τη­τα τον Κύ­ριο, ο ό­ποι­ος τό­ση Χά­ρη του χά­ρι­σε, ώ­στε δαι­μό­νια έ­δι­ω­χνε, τύ­φλούς φώ­τι­ζε και κά­θε άλ­λη ά­γι­ά­τρευ­τη αρ­ρώ­στια γι­ά­τρευ­ε, ε­πι­κα­λού­με­νος τον Χρί­στο: Ά­πό τα πολ­λά ση­μεί­α που έ­κα­νε να ά­να­φέ­ρου­με δύ­ο.

Όλους τους γι­ά­τρευ­ε
Κά­ποι­ος νέ­ος που εί­χε δαι­μό­νιο πή­γε μια μέ­ρα στο κελ­λί του Ο­σί­ου. Ο­ταν ε­φθά­σε έ­ξω ά­πό την πόρ­τα φώ­να­ζε και έ­λε­γε: «Α­πό­λυ­σε με Δα­βίδ, δού­λε του αι­ω­νί­ου Θε­ου, δι­ό­τι φω­τιά βγαί­νει ά­πό το κελ­λί σου και με καί­ει».

Τό­τε ο Οσιος ά­πλω­σε ά­πό το πα­ρά­θυ­ρο το χέ­ρι του και κρά­τη­σε τον νέ­ο, λέ­γον­τας: «Ο Κύ­ριος ή­μων Ί­ηα­ους Χρι­στός, ο Υι­ός του Θε­ού του ζών­τος, σε δι­α­τά­ζει να έ­ξέλ­θης ά­πό το πλά­σμα του, πνευ­μα α­κά­θαρ­το».

Αυ­τά ά­φού εί­πε, σφρά­γι­σε τον νέ­ο με το ση­μεί­ο του Τι­μί­ου Σταύ­ρου, και α­μέ­σως βγή­κε ο δαί­μο­νας και γι­α­τρεύ­τη­κε ο άν­θρω­πος. Ο­λοι ό­σοι ή­σαν ε­κεί, ο­ταν εί­δαν τέ­τοι­ο θαύ­μα δό­ξα­σαν τον Θε­ό, ο ό­ποι­ος δο­ξά­ζει ό­σους τον δο­ξά­ζουν με θε­ά­ρε­στα έρ­γα.

Κά­ποι­α γυ­ναί­κα ή­ταν τυ­φλή και δεν έ­βλε­πε κα­θό­λου. Ο­ταν ά­κου­σε για τις α­ρε­τές του Ό­σιου και θαυ­μά­σιου Δα­βίδ πή­ρε κά­ποι­ον ο­δη­γό και πή­γε στο κελ­λί του.

Έ­κει έ­πε­σε έ­ξω ά­πό την πόρ­τα, έ­κλαι­γε, και έ­λε­γε με τα­πεί­νω­ση πολ­λή: «Δού­λε του ευ­λο­γη­μέ­νου Χρι­στου βο­ή­θη­σε με, μι­μού­με­νος του Δε­σπό­του Χρι­στού την χρη­στό­τη­τα, γλύ­τω­σε με άπό αυτό το μεγάλο βάσανο, και χάρισε μου το φως των ο­φθαλ­μών μου, το χαρ­μό­συ­νο σε ο­λους και πα­νευ­φρό­συ­νο».

Και έ­νω έ­λε­γε αυ­τά και άλ­λα πολ­λά με στε­ναγ­μούς και θερ­μό­τα­τα δά­κρυ­α, δά­κρυ­σε και ο Ο­σιος συμ­με­τέ­χον­τας στον πό­νο και την θλί­ψη της, σαν συμ­πα­θής, που ή­ταν και εύσ­λαγ­χνος. Ε­πει­τα α­φού προ­σευ­χή­θη­κε πο­λύ ώ­ρα στον Κύ­ριο της εί­πε να ση­κω­θή ά­πό την γη, ό­που εί­χε πέ­σει και έ­κλαι­γε, και να πλη­σί­α­ση στο πα­ρά­θυ­ρο του κελ­λιου του.

Τό­τε ά­πλω­σε το δε­ξί του χέ­ρι έ­ξω ά­πό το πα­ρά­θυ­ρο και α­φού σφρά­γι­σε τα μά­τια της α­σθε­νούς με το ση­μεί­ο του Τι­μί­ου Σταυ­ροί, προ­σευ­χό­με­νος προς τον Κύ­ριο πά­λι έ­λε­γε: «Κύ­ρι­ε Ί­η­σου Χρι­στέ, Υι­έ τσυ Θε­ου του ζών­τος, ο ο­ποί­ος σαρ­κώ­θη­κες εκ της ά­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας και εκ Πνεύ­μα­τος Α­γιου, για να βγά­λεις α­πό το σκο­τά­δι τον άν­θρω­πο, φι­λάν­θρω­πε, και για τον φε­ρης στο φως το αι­ώ­νιο, ο ο­ποί­ος και τον εκ γε­νε­τής τυ­φλό φώ­τι­σες,

Αύ­τος και τώ­ρα Δέ­σπο­τα, φώ­τι­σε και την δού­λη σου αυ­τή ε­πει­δή εί­σαι παν­το­δύ­να­μος. Δι­ό­τι συ εί­σαι ο φω­τι­σμός των ψυ­χών μας, και Σε δο­ξά­ζου­με πάν­το­τε μα­ζί με τον Πα­τέ­ρα και το Ά­γιο Πνεύ­μα».

Με­τά την προ­σευ­χή του Ό­σιου, φω­τί­σθη­κε α­με­σώς η πρώ­ην τυ­φλή και έ­βλε­πε λαμ­πρά και κα­θα­ρά, ευ­χα­ρι­στου­σα τον Ο­σιο και δο­ξά­ζου­σα τον Κύ­ριο.

Αυ­τό το με­γά­λο κα­τόρ­θω­μα ο­τάν ά­κου­σαν οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς τον εί­χαν ο­λοι σε με­γά­λη ευ­λά­βεια και τον τι­μού­σαν σαν θει­ο Αγ­γε­λο.

Και ο­ποί­ος εί­χε κά­ποι­α α­σθέ­νεια πή­γαι­νε σε αυ­τόν και μό­λις άγ­γι­ζε με το δεξί του χέρι τον άρ­ρω­στο ε­φευ­γε α­μέ­σως και σκόρ­πι­ζε κά­θε αρ­ρώ­στια, ό­πως δι­α­λύ­ε­ται το σκο­τά­δι α­πό το φως. Πολ­λά λοι­πόν και θαυ­μά­σια α­φου έ­κα­νε, δο­ξά­σθη­κε πο­λύ ά­πό τους αν­θρώ­πους και ό­λοι τον σε­βόν­του­σαν.

Ό­λοι ψη­φί­ζουν τον Ό­σιο να τους εκ­προ­σω­πή­σει στον Βα­σι­λέ­α

Με­τά ά­πό πολ­λά χρό­νια πέ­θα­νε ο Μη­τρο­πο­λί­της Θεσ­σα­λο­νί­κης Δω­ρό­θε­ος, και την θέ­ση του έ­λα­βε άλ­λος ε­πί­σης ε­νά­ρε­τος, του ο­ποί­ου το ό­νο­μα ή­ταν Α­ρι­στεί­δης. Ο­μως τον και­ρό ε­κεί­νο γι­νόν­του­σαν στην Θεσ­σα­λί­α ά­πό τους βαρ­βά­ρους, με­γά­λες ζη­μί­ες και πολ­λή α­να­τα­ρα­χή.

Ο έ­παρ­χος του Ιλ­λυ­ρι­κου έ­γρα­ψε στον Μη­τρο­πο­λί­τη, να πά­ει στο βα­σι­λέ­α, η να στεί­λη κά­ποι­ον ε­νά­ρε­το άν­θρω­πο να τον πα­ρα­κά­λε­ση να ψή­φι­σει έ­παρ­χο στην Θεσ­σα­λο­νί­κη εξ αι­τί­ας των προ­βλη­μά­των που δη­μι­ουρ­γού­σαν οι βάρ­βα­ροι δι­ό­τι δεν υ­πήρ­χε στην Θεσ­σα­λο­νί­κη έ­παρ­χος άλ­λα μό­νον το­πο­τη­ρη­τής, και υ­πα­γόν­του­σαν στον έ­παρ­χο Σιρ­μί­ου.

Ό­ταν λοι­πόν δι­ά­βα­σε ο α­γι­ώ­τα­τος Α­ρι­στεί­δης, ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος θεσ­σα­λο­νί­κης, την ε­πι­στο­λή του έ­παρ­χου μπρο­στά στους κλη­ρι­κούς και τους άρ­χον­τες της πό­λε­ως τους εί­πε να ψη­φί­σουν κά­ποι­ον κα­τάλ­λη­λο και λό­γιο άν­θρω­πο για να τον στεί­λουν στον βα­σι­λέ­α για την υ­πό­θε­ση αν­τη.

Τό­τε ό­λοι οι συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στην Εκ­κλη­σί­α της πό­λε­ως συμ­φώ­νη­σαν και εί­παν να στεί­λουν τον Ο­σιο Δα­βίδ για να τον σε­βα­σθή ο ευ­σε­βέ­στα­τος βα­σι­λεύς ως ε­νά­ρε­το και Α­γιο άν­θρω­πο, και να δε­χθη την πα­ρά­κλη­ση τους.

Αύ­τό ε­γι­νέ κα­τά οι­κο­νο­μί­α της θεί­ας Προ­νοί­ας, για να εκ­πλη­ρω­θή η πρό­βλε­ψη του Αγ­γέ­λου, ο ό­ποι­ος ει­πε στον Ο­σιο να κα­τε­βη α­πό το δέν­δρο, για να κά­νει και άλ­λη οι­κο­νο­μί­α και τό­τε να α­πέλ­θει προς Κύ­ριο.

Α­φού πη­ρέ λοι­πόν ο Άρ­χι­ε­ρεύς τους πιο ευ­λα­βείς α­πό τους Κλη­ρι­κούς και λαι­κούς πή­γαν στον Ό­σιο και του α­νήγ­γει­λαν την υ­πό­θε­ση και τον πα­ρα­κα­λού­σαν να πά­ει στον αυ­το­κρά­το­ρα για το ως ά­νω ζή­τη­μα. Ο Ο­σιος στην αρ­χή προ­φα­σί­σθη­κε ό­τι δεν μπο­ρού­σε να πά­η ε­πει­δή ή­ταν γέ­ρον­τας, έ­πει­τα βλέ­πον­τας, ο­τι ο­λοι τον πί­ε­ζαν να πά­ει δέ­χθη­κε για να μη γι­νη και πα­ρή­κο­ος του Αρ­χι­ε­ρέ­ως και ό­λων των φι­λο­χρί­στων πο­λι­των που τον πα­ρα­κα­λού­σαν.

Α­φου ο Ο­σιος θυ­μή­θη­κε και του αγ­γέ­λου την πρό­βλε­ψη λέ­ει στον Αρ­χι­ε­πίσκο­πο: Ας γί­νει Α­γι­ε Δέ­σπο­τα το θέ­λη­μα του Κυ­ρί­ου.

Ο­μως να γνω­ρί­ζε­τε, ο­τι ο μεν βα­σι­λεύς με τις ευ­χές σας θα μου χα­ρί­ση ο­σα του ζη­τή­σω, του Θε­ου συ­νερ­γούν­τος, αλ­λά τον Δα­βίδ δεν θα τον ξα­να­δεί­τε πλέ­ον ζων­τα­νό, για να συ­νο­μι­λή­σου­με. Δι­ό­τι ε­πι­στρέ­φον­τας α­πό τα βα­σί­λεια προς έ­σας, ο­ταν θα βρί­σκο­μαι ά­κό­μη σε α­πό­στα­ση 126 στα­δί­ων α­πό αυ­τό το τα­πει­νό κε­λί μου, τό­τε θα πά­ω προς τον Δε­σπό­τη μου».

Ο Αρ­χι­έ­ρεύς νο­μί­ζον­τας ο­τι έ­λε­γε αυ­τά ως πρό­φα­ση, για να μη τον α­ναγ­κά­σουν, τον συμ­βού­λευ­σε και του εί­πε: «Μι­μή­σου, πά­τερ μου, τον Ποι­μέ­να μας και Δι­δά­σκα­λο Χρι­στό, ο ό­ποι­ος θα­να­τώ­θη­κε για μας ως άν­θρω­πος και πέ­θα­νε. Πέ­θα­νε λοι­πόν και συ για τον λα­ό σου, για να σε ευ­χα­ρι­στή­σουν οι άν­θρω­ποι και α­πό τον Δε­σπό­τη Χρι­στό να λά­βεις δό­ξα και ά­πει­ρο έ­παι­νο, σαν μι­μη­τής του πά­θους Του».

Α­να­χω­ρεί για το Βυ­ζάν­τιο

Τό­τε βγαί­νον­τας α­πό το κελ­λι ο τρι­σμα­κά­ριος, ό­λοι τον προ­σκύ­νη­σαν, δι­ό­τι η μορ­φή του ή­ταν ε­να θαυ­μα­στό θέ­α­μα, οι τρί­χες της κε­φα­λής του έ­φθα­ναν ως την ζώ­νη του, το γέ­νεια του μέ­χρι τα πό­δια του, το σε­βά­σμιο πρό­σω­πο του ή­ταν ω­ραί­ο σαν του Α­βρα­άμ, ώ­στε ό­ποι­ος τον έ­βλε­πε τον θαύ­μα­ζε.

Α­φού λοι­πόν πή­ρε δύ­ο ά­πό τους μα­θη­τές του, τον Θε­ό­δω­ρο και τον Δη­μή­τριο, άν­δρες ευ­λα­βείς και ε­νά­ρε­τους, ό­χι μό­νο στην ψυ­χή αλ­λά ό­μοι­οι του και στην μορ­φή του σώ­μα­τος, κα­τέ­βη­καν στον λι­μά­νι της πό­λε­ως, και ά­φου μπή­καν στο πλοί­ο ά­νε­χώ­ρη­σαν. Ο­ταν έ­φθα­σαν στο Βυ­ζάν­τιο, α­κού­σθη­κε η φή­μη του Ό­σιου σε ο­λη την πό­λι.

Τον και­ρό ε­κεί­νο Αυ­το­κρά­το­ρας ή­ταν ο ευ­σε­βής Ι­ου­στι­νια­νός, ο ο­ποί­ος α­που­σί­α­ζε. Η βα­σί­λισ­σα Θε­ο­δώ­ρα ε­στει­λε εκ­προ­σώ­πους της και τον υ­πο­δέ­χθη­κε με πολ­λή ευ­λά­βεια.

Ο­ταν εί­δε το λαμ­πρό ε­κει­νο και άγ­γε­λό­μορ­φο πρό­σω­πο με τέ­τοι­α λευ­κά μαλ­λιά, θαύ­μα­σε, τον προ­σκύ­νη­σε με πολ­λή τα­πεί­νω­ση και του ζή­τη­σε την ευ­χή του και την ευ­λο­γί­α του. Πράγ­μα­τι ο Ο­σιος ευ­χή­θη­κε για τον βα­σι­λέ­α, για αυ­τήν και για ό­λη την πό­λη.

Η ευ­σε­βής βα­σί­λισ­σα τον δε­ξι­ώ­θη­κε με τό­ση με­γά­λη χα­ρά και με το­ση πε­ρι­ποί­η­ση δι­ό­τι νό­μι­ζε ο­τι Άγ­γε­λον Κυ­ρί­ου δέ­χθη­κε και ό­χι άν­θρω­πο.

Ο­ταν ε­πέ­στρε­ψε ο βα­σι­λεύς, του α­νέ­φε­ρε για τον Ο­σιο και του εί­πε: «Ο Πα­νά­γα­θος Θε­ός μας εύ­σπλα­χνί­στη­κε Δέ­σπο­τα και έ­στει­λε στο κρά­τος σου σή­με­ρα τον Αγ­γε­λο του, ο ό­ποι­ος ήλ­θε α­πό την Θεσ­σα­λο­νί­κη και μου φά­νη­κε ο­τι εί­δα στα α­λή­θεια τον Α­βρα­άμ».

Ο Βασιλιάς δέ­χτη­κε αυ­τά που του ζή­τη­σε ο Όσιος

Την άλ­λη μέ­ρα το πρω­ί έ­δω­σε εν­το­λή ο βα­σι­λεύς, ο­ταν συγ­κεν­τρώ­θη­κε ο­λη η Σύγ­κλη­τος, να έλ­θει ο Ό­σιος, με τους μα­θη­τές του.

Ε­κεί ο Ο­σιος έ­βα­λε στα χέ­ρια του α­ναμ­μέ­να κάρ­βου­να και θυ­μί­α­μα και θύ­μια­σε τον βα­σι­λέ­α και ο­λη την Σύγ­κλη­το χω­ρίς κα­θό­λου να βλά­πτουν ά­πό την φω­τιά τα χέ­ρια του, αν και πέ­ρα­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ά­πό μί­α ώ­ρα μέ­χρι να θυ­μί­α­ση ο­λο τον λα­ό. Αυ­τό το θαυ­μά­σιο, ό­ταν το εί­δαν, θαύ­μα­σαν ο­λοι.

Κα­τό­πιν ση­κώ­θη­κε ά­πό τον θρό­νο του ο βα­σι­λεύς, τον υ­πο­δέ­χθη­κε με με­γά­λη χα­ρά και πολ­λή ευ­λά­βεια, και α­φού ά­κου­σε τις α­να­φο­ρές του Μη­τρο­πο­λί­τη του, τα δέ­χθη­κε ό­λα ο ευ­σε­βής και φι­λό­χρι­στος βα­σι­λεύς, ψη­φί­ζον­τας την με­τα­φο­ρά της έ­δρας του έ­παρ­χου ά­πό το Σίρ­μιο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Και ο­χι μό­νον ο­σα έ­γρα­φαν τα γράμ­μα­τα εκ­πλή­ρω­σε, αλ­λά και ο­σα ζή­τη­σε ο ί­διος ο Ο­σιος με με­γά­λη προ­θυ­μί­α ε­ξε­τέ­λε­σε και τα υ­πέ­γρα­ψε κα­τά την τά­ξη με ε­ρυ­θρά γράμ­μα­τα, τα ό­ποι­α με τα ί­δια του τα χέ­ρια έ­δω­σε στον Ο­σιο και του λέ­γει: «Ευ­χου, τί­μι­ε Πά­τερ, δι’ έ­μέ». Με­τά τον προ­έ­πεμ­ψε με με­γά­λη τι­μή .

Η κοίμηση του Αγίου

Ο Ο­σιος έ­ξε­πλή­ρω­σε την α­πο­στο­λή του και έ­πλευ­σε προς την Θεσ­σα­λο­νί­κη, άλ­λα δεν έ­φθα­σε στην πό­λη ο­πως προ­ε­φή­τευ­σε.

Ο­ταν έ­φθα­σε στην πε­ρι­ο­χη του Φά­ρου, εί­πε προς τους μα­θη­τές του: «Τέ­κνα μου, ο και­ρός του τέ­λους μου έ­φθα­σε, να εν­τα­φι­ά­σε­τε το λεί­ψα­νο μου στο Μο­να­στή­ρι ό­που δι­έ­με­να. Να φρον­τί­ζε­τε την ψυ­χή σας για να βρείτε αι­ώ­νια α­νά­παυ­ση».

Αυ­τά και άλ­λα ψυ­χω­φε­λή λό­για ά­φού το­υς εί­πε, έ­φθα­σαν α­τό α­κρω­τή­ριο, που ο­νο­μά­ζε­ται Εμ­βο­λος. Α­πό ε­κεί φαι­νό­ταν το Μο­να­στή­ρι του, το ό­ποι­ο ά­φού κοί­τα­ξε έ­κα­νε την προ­σευ­χή του, α­σπά­σθη­κε τους μα­θη­τές του και πα­ρέ­δω­σε ο τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος την ψυ­χή του στον θε­ό.

Αγ­γε­λι­κές υ­μνω­δί­ες

Ο­ταν κοι­μή­θη­κε ο Ο­σιος φυ­σού­σε ι­σχυ­ρός ά­νε­μος και έ­νω μέ­χρι τό­τε έ­πλε­αν με με­γά­λη τα­χύ­τη­τα, το πλοί­ο, ω του θαύ­μα­τος, στα­μά­τη­σε για πολ­λή ω­ρα πα­ρά τον δυ­να­τό ά­νε­μο χω­ρίς να κου­νη­θει κα­θό­λου. Ήλ­θε μά­λι­στα και α­πε­ρί­γρα­πτος εύ­ω­δία θυ­μι­α­μά­των και φω­νές α­πό τον α­έ­ρα α­κου­γό­ταν, οι ο­ποί­ες υ­μνού­σαν με­λω­δι­κά τον Κύ­ριο. Ά­φου πέ­ρα­σε αρ­κε­τή ώ­ρα στα­μά­τη­σαν οι φω­νές.

Τό­τε και το πλοί­ο ξε­κί­νη­σε, αλ­λά δεν πή­γε ό­μως στο λι­μά­νι ό­πως ή­ταν η συ­νή­θεια άλ­λα έ­πια­σε λι­μά­νι προς το δυ­τι­κό μέ­ρος της πό­λε­ως, στον τό­πο ο­που έρ­ρι­ξαν οι ά­σε­βείς, πιο μπρο­στά τα λεί­ψα­να των Ά­γι­ων Θε­ο­δού­λου και Ά­γα­θό­πο­δος.

Τό­τε ό­ταν ά­κου­σαν την κοί­μη­ση και τον ερ­χο­μό του Ό­σιου, βγή­κε ο­λη η πό­λη με τον Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο, και βα­στά­ζον­τες με πολ­λή ευ­λά­βεια το ά­γιο λεί­ψα­νο ήλ­θαν στο Μο­να­στή­ρι και του έ­κα­ναν θή­κη με τε­τρά­γω­να ξύ­λα, στην ο­ποί­αν τον έ­βα­λαν και με τι­μή τον εν­τα­φί­α­σαν. Ε­πει­τα με­τέ­φε­ραν την έ­δρα του Έ­παρ­χου στην Θεσ­σα­λο­νί­κη σύμ­φω­να με την βα­σι­λι­κή δι­α­τα­γή. Τον Ο­σιο ε­όρ­τα­ζαν κά­θε χρό­νο στο Μο­να­στή­ρι.

Ο­ταν πε­ρα­σαν 150 χρό­νια ή­ταν έ­κεί Η­γού­με­νος έ­νας ε­νά­ρε­τος άν­θρω­πος, που το ό­νο­μα του ή­ταν Δη­μή­τριος, ο ο­ποί­ος εί­χε πολ­λη ευ­λά­βεια στον Ο­σιο. Ε­πει­δή ο­μως εί­χε με­γά­λη ε­πι­θυ­μί­α να πά­ρει μέ­ρος α­πό το ά­γιο λεί­ψα­νο για να το έ­χει ως ευ­λο­γί­α, έ­βα­λε αν­θρώ­πους και ε­σκα­βαν τον τά­φο.

Ά­με­σως ο­μως έ­σκα­σε η πλά­κα στα τέσ­σε­ρα και τό­τε κα­τά­λα­βε ο­τι ο Α­γιος δεν ή­θε­λε, και ά­φη­σε την προ­σπά­θεια.

Ο μα­θη­τής του Η­γου­μέ­νου αυ­του, του ο­ποί­ου το ό­νο­μα ή­ταν Σέρ­γιος, ο ό­ποι­ος έ­γι­νε και έ­κεί­νός Η­γού­με­νος, και υ­στέ­ρα, έ­πει­δη ή­τάν πο­λύ ε­νά­ρε­τος, ε­γι­νε και Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος θεσ­σα­λο­νί­κης τι­μου­σε πο­λύ τον Ό­σιο. Ε­χον­τας προς αυ­τόν πολ­λή ευ­λά­βεια, τον πα­ρα­κα­λού­σε πολ­λές φο­ρές στην προ­σευ­χή του να τον συγ­χω­ρέ­σει, και να του έ­πι­τρέ­ψει να πά­ρει λί­γο ά­πό το ά­γιο λεί­ψα­νο του. Πράγ­μα­τι πή­ρε πλη­ρο­φο­ρί­α α­πό. τον Θε­ό, ο­τι συμ­φώ­νη­σε ο Ο­σιος και ά­νοι­ξε τον τά­φο. Βγή­κε τό­τε θαυ­μά­σια ευ­ω­διά και βλέ­πον­τας α­κό­μη το λεί­ψα­νο σώ­ο και α­κέ­ραι­ο, δεν τόλ­μη­σε να πά­ρει ά­πό αυ­τό μέ­ρος, πα­ρά μό­νο λί­γες τρί­χες ά­πό την κε­φα­λή του και ά­πό τα γέ­νεια, τα ό­ποι­α φύ­λα­γε με α­κρί­βεια και τα α­σπά­ζον­ταν την ή­με­ρα της ε­ορ­τής του οι φι­λό­χρι­στοι.

Η ε­ορ­τή της κοι­μή­σε­ως του τε­λεί­ται στις 26 Ι­ου­νί­ου, χαρ­μό­συ­να κά­θε χρό­νο, ευ­φη­μουν­τες τον Ο­σιο προς δό­ξαν του Πα­τρός και του Υιού και του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Πηγή: ekklisiaonline.gr

Διαβάστε  επίσης:

«Εμείς δεν είμαστε Πατρινοί; Δηλαδή, μόνο το κέντρο είναι Πάτρα;» – Καταγγελίες κατοίκων της Αγυιάς στην «Π» για φίδια και τρωκτικά

Φωτιά στο Αντίρριο: Φωτογραφία ντοκουμέντο από το Canadair, η στιγμή που χτυπά σε δέντρο ΒΙΝΤΕΟ

Πάτρα: Ξεκινά το ξήλωμα της Μαιζώνος για πεζοδρόμηση

ΠΑΣΟΚ: Ο Χάρης Δούκας ζήτησε επίσημα εσωκομματικές εκλογές – Η απάντηση του κόμματος

Αντίρριο: Λίγο καλύτερη η εικόνα της πυρκαγιάς – Άνοιξε η Ιόνια Οδός