Αρχαιοκαπηλία στη Δυτική Ελλάδα: Μάχη με μια σιωπηλή απειλή – Στο επίκεντρο η Αιτωλοακαρνανία
Τα δίκτυα μεσάζοντων και εμπόρων που δρουν αθόρυβα και ο αγώνας των Αρχών

Η Δυτική Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με το φαινόμενο της αρχαιοκαπηλίας, ένα έγκλημα που αποψιλώνει την ιστορική μνήμη και τροφοδοτεί μια σκοτεινή διεθνή αγορά.
Στην κορυφή των περιοχών με έντονη δραστηριότητα αναδεικνύεται η Αιτωλοακαρνανία, όπου το τοπίο είναι διάσπαρτο από αρχαίες πόλεις και οικισμούς. Εκτιμάται ότι οι ορατές αρχαιολογικές θέσεις φθάνουν περίπου τις 130, σχεδόν μία σε κάθε χωριό. Η γνώση της τοπικής ιστορίας, που περνάει από γενιά σε γενιά, σε συνδυασμό με τον σύγχρονο εξοπλισμό, έχει καταστήσει την παράνομη αναζήτηση αρχαιοτήτων ευκολότερη από ποτέ.
Τα τελευταία 20 χρόνια, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλων έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Αρχαίοι τάφοι και θέσεις με νομίσματα ή μικρά κινητά ευρήματα εντοπίζονται ταχύτερα, ενθαρρύνοντας παράνομες εκσκαφές.
Στην Αχαΐα η εικόνα είναι πιο περιορισμένη, κυρίως λόγω μικρότερης πυκνότητας αρχαίων οικισμών. Ωστόσο, εστίες ενδιαφέροντος για αρχαιοκάπηλους υπάρχουν στα ορεινά των Καλαβρύτων και περιοχές όπως οι Λουσοί, οι Καμενιάνοι, αλλά και η δυτική Αχαΐα, με το τείχος των Δυμαίων να προσελκύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Λαθρανασκαφές έχουν αναφερθεί ακόμη και περιφερειακά της Πάτρας, όπως στη Βούντενη. Πολλές τοποθεσίες παραμένουν αφύλακτες, γεγονός που διευκολύνει τους επιτήδειους.
Οι ανιχνευτές μετάλλων μπλέκουν τα πράγματα…
Η ΑΛΥΣΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Στην καρδιά του κυκλώματος βρίσκονται οι τοπικοί «σκαφτιάδες». Είναι οι άνθρωποι που κάνουν την αρχική αναζήτηση και ανασκαφή, συχνά με ανιχνευτές και μικρά εργαλεία. Μόλις βρεθεί κάποιο αντικείμενο, η διαδρομή ξεκινά: ο σκαφτιάς συμφωνεί σε τιμή με έναν τοπικό μεσάζοντα, γνωστό από παλιά στην κοινότητα. Συνήθως το κάθε νόμισμα δίδεται από τον «σκαφτιά» στο 5 με 10 ευρώ. Υπάρχουν όμως και νομίσματα (κυρίως στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία), όπου η αρχική τιμή πώλησης από τον άνθρωπο που το βρήκε θα φτάσει ακόμα και τα 300 ευρώ.
Ο μεσάζοντας αγοράζει τα ευρήματα και τα συγκεντρώνει. Στη συνέχεια εμφανίζονται οι «έμποροι», πρόσωπα με διεθνείς επαφές. Αυτοί αναλαμβάνουν να βγάλουν τα αντικείμενα από τη χώρα, οργανώνοντας μεταφορές που θυμίζουν καλοστημένο παζλ.
Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, τα αρχαία δεν φορτώνονται ποτέ όλα μαζί. Μικρές παρτίδες κρύβονται μέσα σε νόμιμα εμπορεύματα, για να μην κινήσουν υποψίες. Ιδιαίτερη προτίμηση υπάρχει στα φορτηγά-ψυγεία: κυκλοφορούν χωρίς περιορισμούς, περνούν συχνά τους ελέγχους, ενώ η χαμηλή θερμοκρασία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά ακόμη και συστήματα ανίχνευσης.
Οι διαδρομές οδηγούν συνήθως προς τη Γερμανία -ιδίως το Μόναχο-, αλλά και την Ελβετία και την Αυστρία. Εκεί, οι έμποροι αναλαμβάνουν την τελική διάθεση μέσω ιδιωτικών συλλογών ή οίκων δημοπρασιών. Η πορεία είναι πολυεπίπεδη: από έναν μικρό τοπικό «χρυσοθήρα» μέχρι το διεθνές εμπόριο υψηλής αξίας. Η αποκάλυψη ολόκληρης της αλυσίδας θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη, καθώς οι διακινητές χρησιμοποιούν ενδιάμεσους και πολλές στάσεις, κόβοντας τα ίχνη τους.
Η Ελληνική Αστυνομία και η Δικαιοσύνη, συνεργάζονται στενά με τις γερμανικές αρχές και άλλες ευρωπαϊκές υπηρεσίες, όμως, όπως τονίζουν αξιωματικοί, η εξάρθρωση ολόκληρων κυκλωμάτων είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News