Η Μπαλάντα ενός Μικρού Παίκτη: Όταν το τελευταίο στοίχημα είναι η ίδια η ψυχή
Ο τζόγος είναι η ψευδαίσθηση ελέγχου απέναντι στο χάος, μια τελετουργία τύχης και απώλειας όπου ο άνθρωπος ποντάρει, ξανά και ξανά, τον ίδιο του εαυτό.

Η «Μπαλάντα ενός Μικρού Παίκτη» είναι ένα σκοτεινό, μελαγχολικό νεο-νουάρ που στήνει το σκηνικό του στο παράξενα λαμπερό Μακάο, μια πόλη που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στη φαντασία και στην εξάντληση. Εκεί, ο λόρδος Ντόιλ, ένας ξεπεσμένος Άγγλος αριστοκράτης, φάντασμα μιας παλιάς εποχής– περιπλανιέται από τραπέζι σε τραπέζι, πνιγμένος στο αλκοόλ, στο χρέος και στην ενοχή. Δεν είναι ακριβώς ήρωας, ούτε καν αντιήρωας. Είναι ένας άνδρας που έχει πάψει να πιστεύει πως υπάρχει τρόπος να κερδίσει, κι ωστόσο συνεχίζει να παίζει. Αυτή η εμμονή με την ήττα είναι το πρώτο μεγάλο χαρτί του σεναρίου.
Το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Λόρενς Όσμπορν. Ο σεναριογράφος ο Ρόουαν Τζοφέ και ο σκηνοθέτης ο Έντουαρντ Μπέργκερ (Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο) χειρίζεται τον Ντόιλ ως φιγούρα τραγική, σχεδόν μπεκετική. Ο λόγος του είναι αποσπασματικός, τα κίνητρά του ομιχλώδη, και το Μακάο λειτουργεί ως καθρέφτης του, μια πόλη σε μόνιμη νύχτα, γεμάτη φώτα που δεν φωτίζουν τίποτα. Τα καζίνο δεν είναι πια χώροι τύχης, αλλά τελετουργικά εξιλέωσης. Ο Ντόιλ χάνει για να θυμάται πως ζει. Αυτή η αντιστροφή του παιγνίου, όπου το στοίχημα δεν είναι τα χρήματα αλλά η ύπαρξη, είναι το πιο ενδιαφέρον δραματουργικό εύρημα του φιλμ.
Στο κέντρο της αφήγησης παρεμβαίνει η Ντάο Μινγκ (Φάλα Τσεν), υπάλληλος του καζίνο με φαινομενική απάθεια αλλά εσωτερική καταιγίδα. Το σενάριο τη χρησιμοποιεί όχι ως κλασικό «femme fatale», αλλά ως πρόσωπο ισορροπίας, είναι η μόνη που αναγνωρίζει τη φθορά χωρίς να τη φοβάται. Όταν προτείνει στον Ντόιλ μια «σανίδα σωτηρίας», μια ύστατη μπλόφα, ένα παιχνίδι που υπόσχεται καθαρτήριο ο θεατής δεν ξέρει αν βλέπει λύτρωση ή παγίδα. Η αμφισημία αυτή κρατά το φιλμ σε διαρκή ένταση, μετατοπίζοντας το από το δράμα στην αλληγορία.
Το τρίτο πρόσωπο του σχήματος, η ιδιωτική ντετέκτιβ Σίνθια Μπλάιθ (Τίλντα Σουίντον), είναι η φωνή της πραγματικότητας που εισβάλλει στον παραληρηματικό κόσμο του Ντόιλ. Ο ρόλος της λειτουργεί δραματουργικά ως «αντίβαρο» στην πτώση του ήρωα, εκπροσωπεί τη λογική, το χρέος, την αναμέτρηση με το παρελθόν. Όταν οι δυο τους συναντώνται, η ιστορία μετατοπίζεται από την ψευδαίσθηση του καζίνο στην αποκάλυψη ενός εσωτερικού εγκλήματος. Ο Ντόιλ δεν τρέχει να ξεφύγει από κάποιον άλλο, αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό.
Το σενάριο παίζει συνεχώς με την ιδέα της πραγματικότητας. Οι χώροι μοιάζουν να αλλάζουν διάσταση, οι διάλογοι κυλούν σαν όνειρο. Ο θεατής αμφιβάλλει αν όσα βλέπει συμβαίνουν πραγματικά ή αν είναι αποκυήματα ενός μυαλού που διαλύεται. Αυτή η ψευδαισθητική ατμόσφαιρα, χτισμένη με αργούς ρυθμούς και σιωπές, κάνει τη «Μπαλάντα ενός Μικρού Παίκτη» να θυμίζει περισσότερο υπαρξιακό δράμα παρά ιστορία εγκλήματος.
Η δομή είναι κυκλική, αρχίζει με την ήττα και τελειώνει με μιαν άλλη, πιο εσωτερική ήττα, που μοιάζει με αποδοχή. Το σενάριο δεν ενδιαφέρεται να εξηγήσει γιατί ο Ντόιλ έχασε, αλλά γιατί συνεχίζει να ποντάρει. Αυτή η φιλοσοφική διάσταση, η ανάγκη του ανθρώπου να δοκιμάζει την τύχη του ακόμη κι όταν ξέρει πως είναι χαμένος, δίνει βάθος στο φιλμ και το μετατρέπει σε σύγχρονη παραβολή για τη ματαιότητα.
Η «Μπαλάντα ενός Μικρού Παίκτη» πάσχει από υπερβολική εσωστρέφεια και αφηγηματική ασάφεια. Το σενάριο, αν και καλοδουλεμένο στη δομή, αφήνει υπερβολικά μεγάλο μέρος της δράσης στη σιωπή και στους συμβολισμούς, με αποτέλεσμα να αποξενώνει τον θεατή. Ο ρυθμός είναι αργός, σχεδόν τελετουργικός, κάτι που ενισχύει τη μελαγχολική ατμόσφαιρα αλλά κουράζει στη δεύτερη ώρα. Η φωτογραφία, παρότι εντυπωσιακή, συχνά επισκιάζει το συναίσθημα και μετατρέπει το φιλμ σε σπουδή πάνω στην αισθητική της φθοράς, αντί σε ζωντανό ψυχολογικό δράμα. Ο Έντουαρντ Μπέργκερ επιλέγει ένα υπερβολικά ελεγχόμενο ύφος σκηνοθεσίας που στερεί από την ιστορία τη φυσική ένταση που θα ταίριαζε σε μια ταινία για τζόγο, εξιλέωση και απώλεια, ενώ ορισμένοι δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως η Σίνθια Μπλάιθ, παραμένουν σκιαγραφημένοι, λειτουργώντας περισσότερο ως αφηγηματικά εργαλεία παρά ως ολοκληρωμένα πρόσωπα. Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ όμορφο και στοχαστικό, αλλά συναισθηματικά ψυχρό, εγκλωβισμένο στην ίδια του την ατμόσφαιρα.
Όμως ο Έντουαρντ Μπέργκερ σκηνοθετεί με ακρίβεια και πειθαρχία, αξιοποιώντας το Μακάο όχι ως φόντο αλλά ως ζωντανό σύμβολο φθοράς και αυταπάτης. Ο Κόλιν Φάρελ δίνει μία από τις πιο ώριμες ερμηνείες του, συνδυάζοντας μελαγχολία, παραίτηση και διαύγεια, ενώ η Φάλα Τσεν λειτουργεί ως ήσυχη, υποβλητική αντίστιξη στο σκοτάδι του ήρωα. Η φωτογραφία, με τις σκιές, τους αντανακλαστικούς φωτισμούς και τη νυχτερινή παλέτα, δημιουργεί έναν κόσμο που πάλλεται ανάμεσα στην παραίσθηση και τη μνήμη. Ο ρυθμός μπορεί να είναι αργός, αλλά υπηρετεί τη θεματική του χρόνου που κυλά σαν άμμος μέσα στα χέρια των χαρακτήρων.
Εκεί ακριβώς κρύβεται η δύναμή του, στη νηφαλιότητα με την οποία μιλά για την απώλεια. Το Μακάο γίνεται το τελευταίο λιμάνι ενός ανθρώπου που δεν ζητά σωτηρία, αλλά μια τελευταία παρτίδα για να ξορκίσει τη σιωπή. Και η «μπαλάντα» του, τελικά, δεν είναι για τους τζογαδόρους, αλλά για όλους όσοι επιμένουν να παίζουν, ακόμη κι όταν το τραπέζι έχει πια αδειάσει, γιατί όλοι ξέρουν ότι τζόγος είναι η τέχνη της ήττας που μεταμφιέζεται σε θρυμματισμένη ελπίδα.
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News