Η «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα και η πολιτική μας ανωριμότητα

Το βιβλίο «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα εξελίσσεται στο πιο πολυσυζητημένο εκδοτικό γεγονός των τελευταίων ετών. Τα 33.000 αντίτυπα που εξαντλήθηκαν πριν καν προλάβουν να τοποθετηθούν στα ράφια δεν αποδεικνύουν μόνο μια επιτυχημένη καμπάνια μάρκετινγκ. Αποκαλύπτουν κυρίως την ένταση μιας κοινωνίας που εξακολουθεί να αναζητά πρόσωπα, όχι πολιτικές. Μιας χώρας που δεν καταφέρνει να επεξεργαστεί ώριμα το παρελθόν της και κατασκευάζει, ξανά και ξανά, το ίδιο πολιτικό σύμπτωμα: την προσωπολατρία χωρίς περιεχόμενο.
Διότι το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τι γράφει ο Αλέξης Τσίπρας. Είναι τι διαβάζει σε αυτόν η ελληνική κοινωνία. Και η απάντηση, όσο κι αν προκαλεί ενόχληση, είναι σαφής: η «Ιθάκη» έγινε καθρέφτης της πολιτικής μας ανωριμότητας, ακριβώς επειδή ο δημόσιος διάλογος μετατοπίστηκε από τα κρίσιμα προβλήματα του σήμερα – την ακρίβεια, το δημοσιονομικό αδιέξοδο, τις σκιές του ΟΠΕΚΕΠΕ – στο φάντασμα του 2015, την πιο παραμορφωμένη χρονιά της πρόσφατης ιστορίας μας.
Ο θόρυβος γύρω από το βιβλίο λειτούργησε τελικά ως ανέλπιστο δώρο για το Μέγαρο Μαξίμου. Την ώρα που η κυβέρνηση βρισκόταν υπό πίεση, η συζήτηση γύρισε απότομα στο παρελθόν, εκεί όπου το κόμμα Μητσοτάκη γνωρίζει καλά πώς να επιστρατεύει εκ νέου το δίλημμα «σταθερότητα ή περιπέτεια». Η υπερέκθεση της «Ιθάκης» λειτούργησε σαν επικοινωνιακή κουρτίνα καπνού που απομάκρυνε την προσοχή από τις σημερινές κυβερνητικές ευθύνες.
Αυτό, όμως, είναι μόνο το πρώτο επίπεδο. Το δεύτερο είναι βαθύτερο: η επανεμφάνιση Τσίπρα ανέδειξε με απόλυτη καθαρότητα το τεράστιο πολιτικό κενό που υπάρχει πλέον στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς. Ένα κενό που δεν μπορεί να καλύψει το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, ούτε ο διαλυμένος ΣΥΡΙΖΑ, ούτε οι πολυμερείς μικροομάδες που διεκδικούν ρόλο σε έναν χώρο αποσαθρωμένο. Γι’ αυτό η επιστροφή Τσίπρα προκάλεσε τόσο έντονο ενδιαφέρον: γιατί αποκαλύπτει ότι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες νιώθουν «ορφανοί» από πραγματική πολιτική εκπροσώπηση.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει μια μικρή αλλά ουσιαστική υπενθύμιση, που συνδέεται με τις ίδιες εκείνες περιόδους πολιτικών ζυμώσεων. Στα «συμπεθεριά» πριν από την οριστική συμφωνία για τη συγκρότηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ήμουν από τους ελάχιστους που είχαν γνώμη, ρόλο και συμμετοχή, καθώς το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδος είχε συμπράξει εκλογικά με τους ΑΝΕΛ. Παρά τη συμμετοχή και τη συμφωνημένη υπουργοποίηση, αυτή δεν υλοποιήθηκε, διότι τόλμησα να ασκήσω δημόσια κριτική για τον γάμο του Πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου με άνδρα – μια θέση πολιτικής και ηθικής αρχής, που τότε προκάλεσε δυσφορία στους νέους κυβερνητικούς κύκλους. Στη συνέχεια δε, διαγράφηκα από την Κοινοβουλευτική Ομάδα επειδή αρνήθηκα να ψηφίσω τα μέτρα που άνοιγαν τον δρόμο στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας ευάλωτων οικογενειών. Αυτά τα γεγονότα δεν αναφέρονται για προσωπική δικαίωση, αλλά για να υπογραμμιστεί πόσο συχνά η πολιτική διεκδίκηση θέσεων υποκαθιστά την πολιτική συνέπεια.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι αντιδράσεις απέναντι στο βιβλίο είναι τόσο αντιφατικές. Από τη Δεξιά κυριαρχεί ο φόβος της αναβίωσης ενός αντι-Τσίπρα μετώπου, που μπορεί να ξαναενώσει τους αναποφάσιστους γύρω από την ιδέα της «αποφυγής της περιπέτειας». Από την Αριστερά, αντί να υπάρξει μια σοβαρή συζήτηση για τα λάθη και τις χαμένες ευκαιρίες της περιόδου 2015-2019, αναζωπυρώνεται το σύνδρομο της αυτοδιάλυσης: πρώην στελέχη ανταγωνίζονται δημόσια για το ποιος εκπροσωπεί την «αληθινή Αριστερά», κατακεραυνώνοντας το βιβλίο όχι για τις ιδέες του, αλλά για την πολιτική μνήμη που ενεργοποιεί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο προβληματισμός γύρω από το περιεχόμενο του βιβλίου εξαφανίζεται. Αυτό που μένει είναι η νευρικότητα ενός πολιτικού συστήματος που δεν θέλει να κοιταχθεί στον καθρέφτη. Η Ελλάδα εξακολουθεί να λειτουργεί ως χώρα προσωποκεντρικής πολιτικής. Το πολιτικό της δυναμικό ανακυκλώνεται στα ίδια πρόσωπα εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Ο δημόσιος διάλογος εγκλωβίζεται σε εύκολες αντιπαραθέσεις, αντί να συζητήσει τα πραγματικά διακυβεύματα: τη θεσμική ανασυγκρότηση, την παραγωγική μετάβαση, την κοινωνική συνοχή, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Αναμφίβολα, ο Αλέξης Τσίπρας οργανώνει την επόμενη κίνησή του. Η επιλογή του Παλλάς ως χώρου παρουσίασης, η στοχευμένη επικοινωνία στα social media, η μεθοδική προετοιμασία ενός νέου αφηγήματος δείχνουν ότι δεν πρόκειται για απλή έκδοση μνήμης. Το ερώτημα, όμως, δεν είναι αν θα επιστρέψει ο ίδιος. Το ερώτημα είναι αν η επιστροφή του θα οδηγήσει σε πολιτικό διάλογο ή σε νέα ανακύκλωση ενός συστήματος που έχει πλέον εξαντλήσει τα όριά του.
Διότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από άλλον έναν «σωτήρα», αλλά από ένα πολιτικό σύστημα ικανό να παράγει λύσεις. Ούτε οι προσωπικές αφηγήσεις, ούτε τα πολιτικά απομνημονεύματα μπορούν να καλύψουν το κενό που δημιουργεί η απουσία θεσμικής ωριμότητας. Η επόμενη Ιθάκη της χώρας δεν θα βρεθεί κοιτώντας το παρελθόν. Θα βρεθεί μόνο αν σπάσει ο φαύλος κύκλος της προσωποπαγούς πολιτικής και αν αναδειχθούν νέες ηγεσίες με πραγματικό βάθος, συνέπεια και ικανότητα διακυβέρνησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα είναι λιγότερο πολιτικό αφήγημα και περισσότερο δημόσιο σύμπτωμα. Ένας καθρέφτης που δείχνει την αποτυχία ολόκληρου του πολιτικού συστήματος να ανανεωθεί, να αυτοκριθεί και να δημιουργήσει πραγματικές προοπτικές. Αν η χώρα δεν βρει τρόπο να αλλάξει αυτόν τον εσωτερικό της καθρέφτη, τότε κάθε νέα «Ιθάκη» θα καταλήγει να είναι απλώς ένας ακόμη σταθμός στους κύκλους μιας πολιτικής χωρίς προορισμό.
Ο Νίκος Ι. Νικολόπουλος είναι Πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος, πρώην Υφυπουργού και πρώην Βουλευτή
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News