Οδοιπορικό της «Π» στα καμένα της Δυτικής Αχαΐας – «Να φυτρώσει ξανά η ελπίδα» ΦΩΤΟ

Οι δημοσιογράφοι της «Π» Παναγιώτης Ρηγόπουλος και Προκόπης Κόγκος με τον φωτορεπόρτερ Μενέλαο Μιχαλάτο βρέθηκαν στη Δυτική Αχαΐα, διαπίστωσαν όσα άφησε πίσω το καταστροφικό πέρασμα της φωτιάς και μίλησαν με το δήμαρχο Γρηγόρη Αλεξόπουλο και πολίτες

Οδοιπορικό της «Π» στα καμένα της Δυτικής Αχαΐας - «Να φυτρώσει ξανά η ελπίδα» ΦΩΤΟ
Φεύγοντας από την Πάτρα με το συνεργείο της «Π», η πρώτη ανάσα αέρα μυρίζει στάχτη πριν καν βγεις από τον κόμβο του Γλαύκου. Δεν είναι η γνώριμη θαλασσινή αύρα του Πατραϊκού, είναι εκείνη η βαριά, πικρή ανάσα που αφήνει η καμένη γη.
Των Παναγιώτη Ρηγόπουλου – Προκόπη Κόγκου
Φωτογραφίες: Μενέλαος Μιχαλάτος    
Το φως του Αυγούστου, που άλλοτε τυφλώνει, από προχθές έχει πάρει μια μουντή, απόκοσμη απόχρωση. Σαν ένα σταχτί φίλτρο να έχει τυλίξει την πόλη και να εμποδίζει την ανάσα της.
Κατηφορίζοντας προς τα Βραχναίικα, η Εθνική Οδός θυμίζει σκηνικό ταινίας καταστροφής. Στην παλιά εθνική, το βλέμμα βυθίζεται ξανά και ξανά πάνω στο ίδιο, επώδυνο θέαμα: πράσινο που έγινε μαύρο. Δέντρα που μέχρι πριν λίγες μέρες έγερναν νωχελικά τις βεντάλιες των φύλλων τους πάνω από τον δρόμο, τώρα στέκονται σαν σκιές του εαυτού τους — κορμοί μαυρισμένοι, κλαδιά γυμνά.
Η αποφορά της καμένης βλάστησης τρυπώνει στα ρουθούνια, σφραγίζει τον λαιμό. Εκεί που κάποτε η φύση χάριζε αφειδώλευτα σκιά και δροσιά, τώρα ο ήλιος χτυπάει αλύπητα το γυμνό έδαφος, αποκαλύπτοντας κάθε πληγή. Μαυρισμένα καλάμια τρίζουν στον άνεμο σαν ξερά κόκαλα, καρβουνιασμένοι κορμοί στέκονται σαν μαύρα σάβανα στην άκρη του δρόμου.
Ο δρόμος μοιάζει να περνά μέσα από έναν πίνακα ζωγραφικής που κάποιος βούτηξε σε μαύρο μελάνι. Εδώ κι εκεί, μικρές νησίδες πράσινου έχουν γλυτώσει, σαν μνήμες που αρνούνται να σβήσουν. Αλλά αντί να παρηγορούν, κάνουν το κάψιμο πιο έντονο — θυμίζουν πόσο ζωντανός ήταν αυτός ο τόπος πριν τον καταπιεί η φλόγα.
Κι όσο προχωράς, καταλαβαίνεις ότι αυτό το καμένο πράσινο δεν είναι απλώς τοπίο. Είναι μια σιωπηλή μαρτυρία, ένας τάφος χωρίς μάρμαρο, που κουβαλάει πάνω του όλες τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν, δούλεψαν και αγάπησαν αυτά τα χωράφια.
Το οδοιπορικό μας περνάει από διάφορα χωριά, που μετράνε τις πληγές τους: Αγιος Στέφανος, Καμενίτσα, Αχαϊκό, Διδαχαίικα, Αλισσό, Λουσικά, Σπαλιαραίικα και άλλα.
Η πρώτη εικόνα από το χωριό Θεριανό είναι ένα πελώριο σύννεφο που ανεβαίνει σαν μανιτάρι. Ο ήχος των ελικοπτέρων κόβει τον αέρα· τα βλέπεις να κατεβαίνουν λοξά, να σκύβουν στον Πατραϊκό και να ξανασηκώνονται με τα στομάχια τους γεμάτα νερό. Κάθε ρίψη μοιάζει με υπόσχεση που δεν προλαβαίνει να γίνει πράξη. Η φωτιά, αδιάφορη για τις καλές προθέσεις, πηδάει χωράφια και δρόμους με την αλαζονεία νικητή.
Στα Μοιραίικα, η εικόνα είναι σκληρή. Σπίτια με αυλές που άλλοτε έσφυζαν από παιδικές φωνές τώρα έχουν το χρώμα της στάχτης. Μια γυναίκα κρατάει ένα κλουβί με το μοναδικό πουλί που πρόλαβε να σώσει· τα μάτια της είναι γυάλινα, σαν να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω της. Ενας άντρας, βουτηγμένος στον ιδρώτα και στη μαυρίλα, προσπαθεί με λάστιχο κήπου να ποτίσει έναν σωρό από σπίρτα, που κάποτε ήταν ελιές.
Η πορεία προς την Παλαιά Περιστέρα είναι σαν να περνάς σε άλλη διάσταση. Η ορατότητα μειώνεται, ο ήλιος εξαφανίζεται πίσω από ένα στρώμα καπνού που γδέρνει τον λαιμό. Το έδαφος είναι σπαρμένο με καμένα πλαστικά, στριφτά κομμάτια από σύρματα, και κλαδιά που αχνίζουν ακόμη. Η σιωπή είναι παράξενη: μόνο οι ήχοι της φωτιάς και οι ριπές του ανέμου τη διακόπτουν.
Σε οδικούς κόμβους, κοντά στα μισοκαμένα λιοστάσια, τις δασικές εκτάσεις και τα γεωργικά χωράφια, σε επιφυλακή βρίσκονται οι πυροσβεστικές δυνάμεις — φορτηγά, υδροφόρες, εθελοντικά βαν. Οι άντρες και οι γυναίκες με τις στολές γεμάτες στάχτη μοιάζουν με σκιές. Ενας πυροσβέστης κάθεται στην άκρη του δρόμου, πίνει μια γουλιά νερό και κοιτάζει σιωπηλά το τοπίο της καταστροφής.
Συγκλονιστική η εικόνα ενός γέροντα, που παραμένει σκυφτός στο πεζούλι του φτωχικού σπιτιού του. Χαμένος σε έναν ωκεανό από «γιατί», μονολογεί: «Πού να πάω; Δεν έχω τίποτα άλλο, μόνο αυτό το σπίτι. Εδώ είναι οι αναμνήσεις μου. Αν καεί, δεν θα υπάρχει λόγος να ζω…».

Σαν σε σκηνή από ταινία

Η πυρκαγιά που σάρωσε τη Δυτική Αχαΐα δεν άφησε αλώβητο ούτε τον χώρο του Τελωνείου Πατρών, όπου 550 αυτοκίνητα έγιναν στάχτη. Ο χώρος είχε αποψιλωθεί τον Ιούνιο, σύμφωνα με τη νομοθεσία, όμως οι φλόγες -τροφοδοτούμενες από ισχυρούς ανέμους- δεν άφησαν περιθώριο αντίδρασης.

Η πυρκαγιά δεν πέρασε απλώς από εδώ· εισέβαλε σαν στρατός, τσακίζοντας μέταλλο, λειώνοντας τζάμια, εκτοξεύοντας εκρήξεις που ακούγονταν χιλιόμετρα μακριά. Στον δρόμο, μια βαριά μυρωδιά από καμένο λάστιχο και βενζίνη σε αναγκάζει να αναπνεύσεις κοφτά, σαν να φοβάσαι ότι θα πάρεις μαζί σου λίγη από την καταστροφή.

Ο διοικητής της ΑΑΔΕ, Γιώργος Πιτσιλής, έχει ήδη δώσει εντολή ώστε, μόλις υποχωρήσει η θερμοκρασία, να γίνει πλήρης καταγραφή των ζημιών. Στην Κάτω Αχαΐα, οι κάτοικοι μετρούν απώλειες και εκφράζουν αγανάκτηση για την έλλειψη επαρκών πυροσβεστικών δυνάμεων την κρίσιμη ώρα.
Η κ. Μαρία, που το σπίτι της βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Τελωνείο, περιγράφει στιγμές τρόμου:

«Οι εκρήξεις ήταν τρομακτικές, ένιωθες το έδαφος να τρέμει. Οι φλόγες έφταναν σε ύψος δεκάδων μέτρων — σαν να πετάγονταν στον ουρανό. Ηταν σκηνές από ταινία δράσης, μόνο που εμείς δεν ήμασταν θεατές… ήμασταν μέσα στο έργο».

Η κ. Μαρία, με το σπίτι της κολλητά στον φλεγόμενο χώρο, έζησε εφιαλτικές στιγμές με την οικογένειά της. Μιλώντας στην «Π» θυμάται κάθε δευτερόλεπτο: «Οι εκρήξεις ήταν τρομακτικές. Ενιωθα το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια μου. Οι φλόγες έφταναν σε ύψος πολλών μέτρων, οι πύρινες γλώσσες ήταν σαν να εκτινάσσονταν στον ουρανό. Εμοιαζε με σκηνή από ταινία δράσης, μόνο που εδώ δεν υπήρχαν κασκαντέρ – μόνο εμείς, και η φωτιά».

Οι κάτοικοι της Κάτω Αχαΐας και των γύρω οικισμών δεν μπορούν να πιστέψουν την έκταση των ζημιών. Κάποιοι μιλούν με θυμό για την απουσία επαρκών πυροσβεστικών δυνάμεων. Αλλοι απλώς κοιτούν σιωπηλά τα αποκαΐδια, σαν να προσπαθούν να αναγνωρίσουν μέσα τους ένα ίχνος από το χθεσινό τους τοπίο.

Η φωτιά δεν έκαψε μόνο μέταλλο και ξύλο· έκαψε την αίσθηση ασφάλειας. Στην Κολοσούρα και την Περιστέρα, χωριά που βρέθηκαν στο διάβα της, οι αυλές είναι γεμάτες στάχτες, τα θερμοκήπια γυμνά, οι κήποι άδειοι από χρώματα. Οι κάτοικοι μετρούν όχι μόνο τα υλικά τους, αλλά και τις μέρες που χρειάστηκαν να τα αποκτήσουν – και τις λίγες ώρες που χρειάστηκαν να χαθούν.
Ο διοικητής της ΑΑΔΕ, Γιώργος Πιτσιλής, έχει ήδη δώσει εντολή ώστε, μόλις η θερμοκρασία το επιτρέψει, να γίνει πλήρης καταγραφή των ζημιών.

Αλεξόπουλος: Ευτυχώς, δεν θρηνήσαμε θύματα

Το οδοιπορικό της «Π» στα καμένα, στην Κάτω Αχαΐα, τον Αλισσό και τη ΒΙΠΕ, έκανε στάση και στο Δημαρχείο Δυτικής Αχαΐας, όπου ο δήμαρχος Γρηγόρης Αλεξόπουλος είχε διαρκείς συσκέψεις με συνεργάτες του για τον συντονισμό.

Ανάμεσα στις συσκέψεις, ο δήμαρχος μάς μίλησε για λίγο στην «Πελοπόννησο», αναφέροντας: «Μετά από μια δύσκολη μέρα, είναι πολύ σημαντικό ότι δεν κάηκε η πόλη και δεν θρηνήσαμε θύματα. Αυτό που πιστεύω είναι ότι πρέπει να είχαμε περισσότερα πυροσβεστικά μέσα στην περιοχή, αλλά και να είχαν παρέμβει πιο γρήγορα, ειδικά τα επίγεια μέσα. Ομως όλοι οι πυροσβέστες έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Ως Δήμος τα έχουμε πάει καλά, όλα τα συνεργεία μας, αλλά και οι εργολάβοι, έκαναν πολύ καλή δουλειά και αυτό φάνηκε. Μετά από προσφορές από επιχειρήσεις, δίνουμε νερά και τρόφιμα σε όσους έχουν ανάγκη. Τα σημεία είναι στο Δημαρχείο της Κάτω Αχαΐας, αλλά και στο πρώην Δημαρχείο Ωλενίας. Πολύ σημαντικό ότι έχουμε αρκετούς εθελοντές που βοηθούν όσο χρειάζεται, αλλά και οι αντιδήμαρχοι που είναι στο πόδι και βοήθησαν, ώστε να κυλήσουν όλα ομαλά».

Ζητήσαμε ένα σχόλιο από τον Γρηγόρη Αλεξόπουλο για το θέμα της εκκένωσης της πόλης, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια.

Ο δήμαρχος, τόνισε: «Η διαδικασία είναι ως εξής, ο επικεφαλής της Πυροσβεστικής εισηγείται να γίνει εκκένωση και απλά συναινεί ο δήμαρχος. Κανείς δήμαρχος, δεν γίνεται να μη συναινέσει στην εισήγηση. Εγω συμφώνησα, αλλά είπαμε σε πρώτη φορά να απομακρυνθούν οι ευάλωτες ηλικίες, αρκεί να έχουμε ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Δεν έχει ξαναγίνει ποτέ να εκκενωθεί μια πόλη με 8.000 πληθυσμό. Ευτυχώς, όμως, όλα κύλησαν ομαλά».

«Να φυτρώσει ξανά η ελπίδα»

Η Δυτική Αχαΐα προσπαθεί να ξαναβρεί την ηρεμία της μετά την πρωτοφανή πυρκαγιά που δοκίμασε τις αντοχές της. Οι κάτοικοι περιγράφουν στην «Π» στιγμές τρόμου και αγωνίας, ενώ πολλοί επισημαίνουν την ανάγκη να σηκωθεί ξανά όρθιος ο τόπος τους.
Η κυρία Μαρία Σ. σημειώνει: «Νόμιζα ότι θα χάσουμε τα πάντα. Ηταν στιγμές που ένιωσα ότι ο κόσμος γύρω μου κατέρρεε». Η ίδια αναφέρεται και στο αύριο: «Αντιλαμβάνομαι τώρα ότι πρέπει να ξαναφυτρώσει η ελπίδα στις καρδιές μας. Να σηκώσουμε ξανά όρθιο τον τόπο μας».

Πολλοί πολίτες δεν παρέλειψαν να σχολιάσουν την οργάνωση των δυνάμεων κατάσβεσης. Ο κ. Αντώνης Π., και ο Νίκος Παρασκευόπουλος, σημειώνουν: «Φάνηκε καθαρά ότι υπήρξε έλλειψη συντονισμού. Τα πυροσβεστικά έφτασαν αργά σε κάποια σημεία και τα πτητικά μέσα ήταν λίγα». Η κ. Ελένη Κ., προσθέτει: «Η οργάνωση πρέπει να βελτιωθεί…».

Η ανησυχία κορυφώθηκε όταν εκδόθηκε εντολή εκκένωσης για την πρωτεύουσα του Δήμου Δυτικής Αχαΐας. Ο κ. Σπύρος Μ., δεν κρύβει τον προβληματισμό του: «Πώς είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Μια πόλη 8.500 κατοίκων πώς να εκκενωθεί ξαφνικά;».

Παρά τις δυσκολίες, η αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων ξεχώρισε. Ο κ. Γιώργος Δ. ανέφερε: «Οι γείτονες βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, στήριζαν όσους δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, μετέφεραν ζώα και βασικά είδη».

Ο πρόεδρος του εμπορικού Συλλόγου Δύμης, Ανδρέας Φώτου, υπογράμμισε:
«Τόσα χρόνια δεν είχαμε ξαναζητήσει εκκένωση στην Κάτω Αχαΐα και ελπίζω να μη χρειαστεί να το ξαναζήσουμε. Ηταν μια δύσκολη κατάσταση, υπήρξε φόβος από όλους. Εκτιμώ, ότι η εκκένωση δόθηκε λόγω του καπνού και όχι για την φωτιά, όμως όλα καλά. Η προσπάθεια που έκαναν οι πυροσβέστες, οι εθελοντές και οι φορείς είχε αποτέλεσμα και δεν είχαμε πρόβλημα στην πόλη».

Ο ιδιοκτήτης πρακτορείου opap, στην Κάτω Αχαΐα, Δημήτρης Χρυσανθόπουλος, τόνισε: «Μόλις ήρθε μήνυμα από το 112 υπήρξε έντονη ανησυχία και αμέσως κλείσαμε το κατάστημα και φύγαμε για ασφαλές σημείο. Πρώτη φορά ζήσαμε αυτή την κατάσταση, με τον καπνό να κάνει αποπνικτική την ατμόσφαιρα. Ευτυχώς, δεν είχαμε άλλα προβλήματα».
Ο επιχειρηματίας Φάνης Γερασιμόπουλος, σημείωσε: «Μένω πολλά χρόνια στην περιοχή, όμως αυτό το πράγμα με την εκκένωση το ζήσαμε πρώτη φορά. Η ατμόσφαιρα το απόγευμα ήταν αποπνικτική. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά».