Η είσοδος στο 1974 βρήκε το Κυπριακό πρόβλημα σε νέα ένταση. Η από το προηγούμενο έτος εκλογή στην Τουρκία του Μπουλέντ Ετζεβίτ ως πρωθυπουργού και η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τον Δημήτρη Ιωαννίδη δημιούργησαν νέα ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών.

Και τούτο, διότι ο Ιωαννίδης δεν έδινε καμία σημασία στο διεξαγόμενο τότε διάλογο για το Κυπριακό, αλλά παρασυρόμενος από ξένες υπηρεσίες και από το μένος εναντίον του Μακαρίου ήθελε να ακολουθήσει διαφορετική πολιτική στο θέμα αυτό. Από την άλλη πλευρά, ο Μπ. Ετζεβίτ, αντιλαμβανόμενος τις αδυναμίες και τις διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων, προπαρασκεύασε τη μεγάλη απόβαση στα παράλια της βόρειας Κύπρου.

Η όξυνση του 1974

Εν τω μεταξύ, στις αρχές του 1974 προέκυψε το μεγάλο θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, πράγμα το οποίο δημιούργησε όξυνση στις σχέσεις των δύο χωρών. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο αντηλλάγησαν σκληρές ανακοινώσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και όλα έδειχναν ότι η ένταση θα οξυνόταν περισσότερο.
Παράλληλα, το καθεστώς Ιωαννίδη μέσω των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο προετοίμαζε την ανατροπή του Μακαρίου.


Η προσπάθεια αυτή είχε αρχίσει από το 1971, όταν λαθραία είχε μεταβεί στην Κύπρο ο στρατηγός Γ. Γρίβας. Εκεί ο Γ. Γρίβας δημιούργησε παράνομα και μυστικά την οργάνωση ΕΟΚΑ Β’, η οποία κατά την άποψη του Μακαρίου, ήταν η αιτία και η πηγή πολλών δεινών για την Κύπρο. Την οργάνωση αυτή στελέχωσαν και ενίσχυσαν παντοιοτρόπως πολλοί εκ των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς.
Όλα αυτά τα είχε αντιληφθεί ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος και πολλές φορές είχε κάνει δημόσια αλλά και απόρρητα διαβήματα, καταγγέλλοντας πολλά συγκεκριμένα περιστατικά για έκνομες ενέργειες Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι με το πρόσχημα των «ενωτικών» του δημιουργούσαν προβλήματα. Η ελληνική κυβέρνηση όμως ουδόλως ελάμβανε υπόψη τις καταγγελίες του Μακαρίου και έτσι ο Αρχιεπίσκοπος αναγκάσθηκε στις 2 Ιουνίου 1974 να στείλει στον πρόεδρο Γκιζίκη βαρυσήμαντη επιστολή, στην οποία κατηγορούσε την ελληνική κυβέρνηση για συμμετοχή σε ανατρεπτικές ενέργειες εις βάρος του και ζητούσε την ανάκληση όλων των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς.


Η επιστολή αυτή ήταν μακροσκελής και ο Μακάριος αναφερόταν σε πολλά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούσαν τις προθέσεις της κυβέρνησης των Αθηνών και τις πράξεις των αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Σημασία όμως, εκτός του περιεχομένου, έχει και η τελευταία παράγραφος, όπου έλεγε τα εξής:

«Θλίβομαι, κ. Πρόεδρε, διότι ευρέθην εις την ανάγκη να είπω πολλά δυσάρεστα διά να περιγράψω εις αδράς γραμμάς με γλώσσα ωμής ειλικρίνειας την από μακρού υφισταμένην κατάστασιν. Τούτο όμως επιβάλλει το εθνικό συμφέρον, το οποίο έχω πάντοτε γνώμονα όλων των ενεργειών μου. Δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της Ελληνικής κυβερνήσεως. Δέον, όμως, να ληφθεί υπόψιν ότι δεν είμαι διορισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της ελληνικής κυβερνήσεως, αλλά εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του εθνικού κέντρου».

Δυο ημέρες μετά την επίδοση της επιστολής ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος επανέλαβε τα ίδια πράγματα σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στη Λευκωσία.

Παρέμβαση Κανελλόπουλου

Από πλευράς Αθηνών δεν εδόθη καμία απάντηση, παρά το γεγονός ότι η επιστολή Μακαρίου πήρε μεγάλη δημοσιότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Και ενώ η δικτατορική κυβέρνηση της Αθήνας δεν πήρε θέση στην επιστολή Μακαρίου, ο Π. Κανελλόπουλος παρενέβη αμέσως και με δηλώσεις του στις 8 Ιουλίου είπε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:


«Εκορυφώθη η κρίσις εις τας σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκία. Αλλά εκορυφώθη ταυτοχρόνως και ο κίνδυνος ρήξεως των ηθικών δεσμών μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας. Τον κίνδυνον αυτόν είχα επισημάνει ήδη προ τριών ετών. ΕΙ σιωπή μου επί της κρίσεως εις τας Ελληνοτουρκικής σχέσεις και εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας ωφείλετο εις την επιθυμίαν μου να αποφευχθή η μεταφορά των μεγάλων αυτών εθνικών προβλημάτων εις τον χώρον -τον τόσο πολύ, άλλως τε, βεβαρυμένον των εσωτερικών προβλημάτων και αντιθέσεων.
Δυστυχώς, δεν έχω το δικαίωμα να εξακολουθήσω να σιωπώ, θα ειπώ την αλήθειαν, αλλά όχι όλην, πρώτον διότι δεν γνωρίζω όλην την αλήθειαν, και δεύτερον διότι σέβομαι την εξαιρετικήν κρισιμότητα των περιστάσεων“.

Τα Ελληνοτουρκικά

Είχαν σημειωθεί επανειλημμένοι κρίσεις εις τας σχέσεις τον δύο χωρών και προ του Απριλίου του 1967. Οφείλω να ομολογήσω ότι όσοι διεχειρίσθημεν, κατ’ εντολήν του Ελληνικού Λαού, την εθνικήν πολιτικήν, δεν είχαμε την τύχην να ιδούμε παραμεριζομένας κατά τρόπον οριστικόν τας κρίσεις αυτάς, που οφείλοντο προ πάντων εις την αντίθετον προς την αρχήν της αυτοδιαθέσεως των λαών πολιτικήν και τας συστηματικής προκλήσεις της Άγκυρας, σπανίως δε, και μόνον εξ αντιδράσεως προς τας προκλήσεις αυτάς, εις άστοχους τινάς ενεργείας ανευθύνων Ελληνικών παραγόντων εν Κύπρω. Κατωρθώσαμεν όμως, από του Δεκεμβρίου 1963 μέχρι και της 21ης Απριλίου 1967, να διατηρήσωμεν, με βάσιν την κοινήν γραμμήν Αθηνών και Λευκωσίας, και με ισχυράν παρουσίαν της Ελλάδος εις την Κύπρον, δυναμικήν ισορροπίαν μεταξύ ημών και της Τουρκίας. Τούτο ωφείλετο κατά μέγα μέρος εις το γεγονός, ότι από της μεγάλης κρίσεως του Δεκεμβρίου 1963, ουδεμία σοβαρά απόφασις των ελληνικών κυβερνήσεων επί του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων είχε ληφθή, χωρίς Συμβούλια του Στέμματος ευρείας πολιτικής συμμετοχής, ή τουλάχιστον -τούτο συνέβη επανειλημμένως κατά το θέρος του 1964- χωρίς συνεννόησιν του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και των αρμοδίων υπουργών του με εμέ ως αρχηγόν του δευτέρου μεγάλου εν τη Βουλή κόμματος.


Μετά την 21 ην Απριλίου 1967, η κρίσις εις τας σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας οδήγησε -παρά την κωμωδίαν της περιφήμου συναντήσεως εις τα Ελληνοτουρκικά σύνορα- εις τα γνωστά οδυνηρά γεγονότα του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου του 1967, των οποίων αποτέλεσμα υπήρξεν ο εις βάρος της Ελλάδος κλονισμός, επί των ημερών μιας δήθεν ισχυρής Ελληνικής κυβερνήσεως, της δυναμικής ισορροπίας μεταξύ των δύο χωρών. Η νέα οξυτάτη κρίσις, που εξεδηλώθη, με επίκεντρον το Αιγαίον, κατά τους τελευταίους οκτώ μήνας, έχει βεβαίως αποκλειστικήν πηγήν, και αιτίαν, μίαν απα-ράδεκτον αξίωσιν της Άγκυρας. Εις τούτο είναι όλοι οι ‘Ελληνες σύμφωνοι. Αλλά δεν γνωρίζω, πώς εγένετο, από του Δεκεμβρίου και εντεύθεν, ο χειρισμός του ζητήματος από Ελληνικής πλευράς. Τα πάντα γίνονται εν κρυπτώ, ως εάν οι άνευ εξουσιοδοτήσεως του Ελληνικού Λαού διαχειριζόμενοι την τύχη του Έθνους είναι υπό του θεού τοποθετημένοι εις την εξουσίαν. Δεν δικαιούμαι να αποκρύψω την βαθείαν ανησυχίαν, που προ-εκάλεσεν εις εμέ και ασφαλώς εις ολόκληρον τον Ελληνικόν Λαόν, υποθέτω δε και εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, η παραίτησις εις ώρας οξυτάτης εθνικής κρίσεως, δύο διακεκριμένων ανωτάτων διπλωματικών υπαλλήλων, που κατείχαν μάλιστα εξόχως υπευθύνους θέσεις εις το Υπουργείον των Εξωτερικών.

Το πραξικόπημα στην Κύπρο

Το Νοέμβριο του 1973 ανατράπηκε το καθεστώς του Γεωργίου Παπαδόπουλου και εμφανίστηκαν στη διακυβέρνηση της χώρας νέα πρόσωπα υπό την αόρατη καθοδήγηση του Δημητρίου Ιωαννίδη.

Βέβαια η νέα διακυβέρνηση διέπραξε σωρεία λαθών, τα οποία οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Ένα από τα λάθη της χούντας του Ιωαννίδη, ήταν η ανατροπή του Μακαρίου και η εγκαθίδρυση στην Κύπρο χουντικού καθεστώτος, το οποίο θα τελούσε υπό την επιρροή και καθοδήγηση του καθεστώτος των Αθηνών.

Έτσι, την 15“ Ιουλίου του 1974 και συγκεκριμένα την 8″ πρωϊνή εκδηλώθηκε ευρείας έκτασης στρατιωτικό πραξικόπημα από δυνάμεις της Κυπριακής Εθνοφρουράς υπό την καθοδήγηση Ελλαδιτών Αξιωματικών. Συγκεκριμένα, τεθωρακισμένα άρματα μάχης μαζί με τη μοίρα καταδρομών, αφού κατέλαβαν τον ραδιοφωνικό σταθμό, το αρχηγείο της αστυνομίας, το κέντρο τηλεπικοινωνιών και πολλά κυβερνητικά γραφεία κατευθύνθηκαν προς το Προεδρικό Μέγαρο. Εκεί βέβαια αντιστάθηκε η Προεδρική Φρουρά, αλλά τελικά κάμφθηκε, διότι οι πραξικοπιματίες ήταν πολλαπλάσιοι. Στόχος των πραξικοπηματιών ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος όμως, συνοδευόμενος από τρεις σωματοφύλακες, κατάφερε να διαφύγει ακολουθώντας μία αφύλακτη διάβαση και μέσω της κοίτης ενός χειμάρρου που ευρίσκεται στη δυτική πλευρά του Προεδρικού Μεγάρου. Τη διαφυγή που ακολούθησαν πολλές περιπέτειες, έως ότου τελικά έφθασε στη Μονή Κύκκου και από εκεί μετέβη στην Πάφο, όπου δεν είχαν καταφέρει να επικρατήσουν οι πραξικοπηματίες.
Βέβαια, οι πραξικοπηματίες μέχρι το βράδυ είχαν καταλάβει ολόκληρο το νησί. Μάλιστα, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας όρκισαν ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας το δημοσιογράφο Νικόλαο Σαμψών, ο οποίος ήταν παλιό στέλεχος της ΕΟΚΑ και ο οποίος στο διάγγελμά του υποσχέθηκε ότι θα αγωνιζόταν για την ενότητα του Κυπριακού λαού και ότι σύντομα θα οδηγούσε τη χώρα σε ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές. Από την άλλη πλευρά ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, αφού διαπίστωσε ότι επικράτησε το πραξικόπημα της χούντας αναχώρησε για Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Η εισβολή στο νησί

Μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία και την 20ή Ιουλίου 1974 και περί ώραν 5“ πρωινή τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Συγκεκριμένα, ισχυρά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη ξηρά, ενώ μαχητικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν την περιοχή της Λευκωσίας και αλεξιπτωτιστές ρίπτονταν σε διάφορα επίκαιρα σημεία της βορείου Κύπρου. Την ίδια στιγμή τούρκικα πολεμικά πλοία βομβάρδιζαν διάφορες ελληνικές θέσεις.
Και ενώ η Κύπρος δέχεται αυτό τον αιφνιδιασμό, η Ελληνική αντίδραση για άγνωστους λόγους καθυστέρησε να εκδηλωθεί. Μάλιστα, τα ραδιόφωνα της Λευκωσίας και των Αθηνών με πολύ μεγάλη καθυστέρηση ανήγγειλαν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Έτσι, οι Τούρκοι χωρίς καμία αντίσταση κατέλαβαν όλες τις επίκαιρες θέσεις του νησιού και άρχισαν το καταστρεπτικό έργο τους.

Οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις πολύ καθυστερημένα άρχισαν να επιτίθενται με αυτοθυσία εναντίον των εισβολέων και προσπάθησαν να απωθήσουν τους Τούρκους από την περιοχή της Λευκωσίας.
Βέβαια ο διπλωματικός τομέας κινήθηκε αμέσως και το βράδυ της ίδιας ημέρας συνήλθε στη Νέα Υόρκη το Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 359 ψήφισμα. Το ψήφισμα ζητούσε να σταματήσουν αμέσως οι εχθροπραξίες μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών και να αποχωρήσουν από το νησί τα ξένα στρατεύματα κατοχής. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ήταν ομόφωνη, όμως ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπ. Ετσεβίτ την περιφρόνησε τελείως και προσπαθούσε να εφαρμόσει τα σχέδιά του. Και ενώ συνέβαιναν αυτά, την επόμενη ημέρα, 21“ Ιουλίου, η Ελληνική Κυβέρνηση προσπάθησε να δραστηριοποιηθεί χωρίς όμως αποφασιστικότητα. Έτσι, ενώ είχαν διαταχθεί να πλεύσουν προς την Κερύνεια δύο ελληνική υποβρύχια, την τελευταία στιγμή δόθηκε σήμα να επιστρέφουν πάλι στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Επίσης, ενώ είχε αποφασιστεί να γίνει επέμβαση στην Κύπρο, οι Έλληνες στρατηγοί το απέρριψαν με το επιχείρημα ότι μία τέτοια επέμβαση θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Τέλος, από τα δώδεκα μεταγωγικά αεροπλάνα που εστάλησαν, το ένα έπεσε κατά λάθος και άλλα δύο επλήγησαν στο αέρα. Όλα αυτά μαρτυρούν την έλλειψη συντονισμού και την ανυπαρξία πολιτικής βούλησης. Η Ελληνική Κυβέρνηση ήταν ανύπαρκτη και ο απεσταλμένος της Αμερικανικής Κυβέρνησης, υφυπουργός Εξωτερικών Σίσκο δεν μπορούσε να βρει κανέναν αρμόδιο για να συζητήσει την περίπτωση της ανακωχής.

  • Από τις “Επιλογές” της “Π” στις 5 Ιουλίου 2020