Βασίλης Αγγελόπουλος: Ο Πατρινός στρατιώτης που συνέλαβε το 1967 τον Ντενκτάς

Μετά από 58 ολόκληρα χρόνια, ο Βασίλης Αγγελόπουλος, ένας 21χρονος το 1967 λοχίας από την Πάτρα, ανοίγει για πρώτη φορά στην «Π», το συρτάρι των ντοκουμέντων του: Τη μυστική συμμετοχή του στην ελληνική Μεραρχία της Κύπρου, το ταξίδι-φάντασμα με το πλοίο «Κολοκοτρώνης» και τη σύλληψη του Ραούφ Ντενκτάς. Μια συγκλονιστική αφήγηση για τον άγνωστο πόλεμο που δεν κηρύχθηκε ποτέ.

Βασίλης Αγγελόπουλος: Ο Πατρινός στρατιώτης που συνέλαβε το 1967 τον Ντενκτάς

Στην περιοχή του Μπάλα, εκεί στα περίχωρα της Πάτρας, οι στάχτες από την πρόσφατη φωτιά σκεπάζουν ακόμα τις ανεπούλωτες πληγές των κατοίκων. Κι όμως, μέσα από τα αποκαΐδια ξεπροβάλλει μια άλλη φλόγα, όχι αυτή της φωτιάς, αλλά της μνήμης.

Το ρεπορτάζ της «Π» στις πυρόπληκτες περιοχές, μας έφερε στην αυλή ενός ταπεινού σπιτιού. Εκεί συναντήσαμε τον κύριο Βασίλη Αγγελόπουλο, τον ήρωα της σημερινής μας ιστορίας. Να μας μιλάει με απόγνωση για την επόμενη ημέρα των καταστροφών από τις πυρκαγιές, να αναφέρεται με συγκίνηση στα δύσκολα παιδικά του χρόνια και να ξεδιπλώνει πτυχές της πολυκύμαντης ζωής του.

Και λίγο μετά, καθώς το μαγνητόφωνο της «Π» πάταγε παύση και ξεκινούσαμε να γευόμαστε τις πρώτες γουλιές από τον μερακλίδικο καφέ που μάς είχε προσφέρει, άρχισε να «λύνεται»…

Ηταν η στιγμή που ανάλαφρος πια και με το βλέμμα χαμένο κάπου ανάμεσα στη γη που καλλιέργησε μια ζωή και στους μακρινούς ορίζοντες της Μεσογείου, ο Βασίλης Αγγελόπουλος άνοιγε το σεντούκι των αναμνήσεών του. Είναι σήμερα ένας ηλικιωμένος αγρότης. Τότε όμως -το 1967- ήταν μόλις 21 χρονών λοχίας, σ’ έναν πόλεμο που δεν κηρύχθηκε ποτέ επίσημα.

Και άρχισε να μας αφηγείται, μια «θαμμένη» προσωπική μαρτυρία για την ελληνική μυστική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο πριν την εισβολή του 1974, τον τρόπο οργάνωσης και δράσης της, καθώς και για τη σύλληψη του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς:
«Φύγαμε το ’67, λίγο μετά το πραξικόπημα στην Ελλάδα» λέει με μια φωνή που τρέμει αλλά δεν χάνει την καθαρότητά της. «Με τον ‘‘Κολοκοτρώνη’’ – έτσι λεγόταν το καράβι. Αποπλεύσαμε από το Λουτράκι, κρυφά. Σαν τουρίστες. Μας φόρεσαν καπέλα, γυαλιά, πολιτικά ρούχα… να μη μας καταλάβει κανείς. Ακόμα και ως γυναίκες κάποιους τους μεταμφίεσαν, ώστε να φαινόμαστε ζευγάρια τουριστών και να μην κινήσουμε υποψίες στους Τούρκους. Εμείς, οι παρακρατικοί -έτσι μας έλεγαν».

Η αφήγησή του ανασύρει από τη λήθη μια σελίδα σχεδόν ξεχασμένη της ελληνικής ιστορίας: τη μυστική αποστολή στρατιωτών στην Κύπρο, πριν τη γνωστή κρίση της Κοφίνου, κατά την οποία οι Τούρκοι απειλούσαν με εισβολή σε Κύπρο και Εβρο.

Αποπλέοντας με τον «Κολοκοτρώνη» δεν είχαν όπλα μαζί τους. «Ολα υπήρχαν εκεί», θυμάται. «Μόλις φτάσαμε, μας πήραν με μαούνες και μας ανέβασαν στο Πενταδάκτυλο. Τα χαρτιά μας ήταν ψεύτικα -εγώ ήμουν ο “Κυπριανού Βασίλειος”, γεννημένος στην Κερύνεια. Ετσι κυκλοφορούσαμε».

Η «ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ»

Σε λιγότερο από οκτώ μήνες, η ομάδα τους είχε μετατραπεί σε ολόκληρη μεραρχία. «Τη λέγαμε Δεύτερη Μεραρχία. Οχυρώσαμε όλη την Κύπρο με πολυβόλα. Οπου κι αν πήγαινες, ταμπουρωμένοι στρατιώτες». Η φωνή του χαμηλώνει όταν μνημονεύει τον υποστράτηγο Παπαλουκά, επικεφαλής της μεραρχίας: «Θυμάμαι, ανάβαμε φωτιές έξω από τη Λευκωσία, σε κάτι ορύγματα μέσα στα μάρμαρα. Τρώγαμε φιστίκια, πίναμε λίγο βερμούτ. Ετσι περνούσαν τα βράδια».

Η καθημερινότητα έμοιαζε παράξενα διπλή: από τη μια, περιπολίες με γεμάτα όπλα ανάμεσα στο Πενταδάκτυλο και τη Λευκωσία. Από την άλλη, καλοκαίρια στον ήλιο της Αμμοχώστου. «Είχα κάνει 30, 40, ίσως 45 μπάνια εκεί. Ηταν η καλύτερη πόλη. Δεν φοβηθήκαμε ποτέ. Νέοι ήμασταν, 20χρονα παιδιά… και νομίζαμε πως όλα ήταν παιχνίδι».

Η ΕΝΕΔΡΑ ΣΤΟΝ ΝΤΕΝΚΤΑΣ

Ανάμεσα στις πολλές αναμνήσεις, μία ξεχωρίζει. Η μέρα που έπιασαν τον Ραούφ Ντενκτάς, τον μετέπειτα ηγέτη των Τουρκοκυπρίων. Ηταν 31 Οκτωβρίου 1967, όταν συνελήφθη μαζί με δύο άλλους Τουρκοκύπριους, στον Αγιο Θεόδωρο της Καρπασίας, τη στιγμή που προσπαθούσε να εισέλθει παράνομα στην Κύπρο.

«Μας είχαν πει ότι θα περνούσε από ένα σημείο στον δρόμο. Στήσαμε ενέδρα, ανάμεσα σε Πενταδάκτυλο και Λευκωσία, κοντά σε κάτι πλατάνια. Εγώ ήμουν με έναν συνάδελφο, κι ύστερα ήρθε κι ο λοχαγός. Τον συνέλαβα προσωπικά. Ο Ντενκτάς δεν ήταν μόνος. Τον συνόδευαν και άλλα άτομα, όλοι με πολιτικά ρούχα. Δεν προέβαλαν ούτε αντίσταση, ούτε τίποτα. Αν έκαναν κίνηση, θα γινόταν χαμός. Μα έμειναν ήσυχοι. Τον πήρανε μετά άλλοι, με στρατιωτικό αυτοκίνητο. Εγώ δεν ξέρω πού τον πήγαν».

Λέει την ιστορία σαν να μιλά για κάποιον ξένο, κι όμως τα μάτια του προδίδουν το βάρος της. Ηταν μόλις 21 χρονών. «Νέος, κομμουνιστής κιόλας. Κι όμως με έκαναν λοχία. Ετσι ήταν οι καιροί», λέει.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ

Η μεραρχία δεν έμελλε να μείνει πολύ. Στις 29 Νοεμβρίου 1967 η πραξικοπηματική κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια, αποφάσισε την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας, η οποία είχε αποσταλεί στην Κύπρο κατά το δεύτερο τετράμηνο του 1964, επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου.

«Μετά από περίπου οχτώ μήνες από την ημέρα που πήγαμε, μας έδιωξαν. Ολόκληρη τη μεραρχία. Τότε που έγινε το επεισόδιο στην Κοφίνου. Μας έβγαλαν από την Κύπρο».

Ο Αγγελόπουλος δεν βρέθηκε ξανά στο νησί. Το 1974, όταν οι Τούρκοι αποβιβάζονταν στις ακτές της Κερύνειας, εκείνος ήταν πια μακριά. «Δεν ήμουν εκεί. Ακουγα μόνο… Εμείς, τότε, φύγαμε και δεν ξαναγυρίσαμε».

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Η αφήγηση αυτή, σχεδόν μισό αιώνα μετά, δεν είναι απλώς μια προσωπική ιστορία. Είναι μαρτυρία ενός άγνωστου πολέμου, ενός μυστικού κεφαλαίου όπου η Ελλάδα πάτησε βαριά το πόδι της στην Κύπρο, πολύ πριν την τραγωδία του ’74.

Σήμερα, από το σπίτι του στου Μπάλα, ο Αγγελόπουλος κοιτά πίσω χωρίς φόβο, αλλά με μια νοσταλγία που μπλέκει το γέλιο με την πίκρα.

«Περάσαμε ωραία, παρόλο που ήμασταν στρατιώτες. Νέοι, γεμάτοι ζωή. Δεν ξέραμε τι σημαίνουν όλα αυτά. Μας έλεγαν να πάμε -και πηγαίναμε».
Κι όπως σηκώνεται αργά από την καρέκλα του, το βλέμμα του μένει για λίγο καρφωμένο στον ορίζοντα. Σαν να βλέπει ακόμα το πλοίο

«Κολοκοτρώνης» να γλιστρά στη θάλασσα, αφήνοντας πίσω το Λουτράκι, γεμάτο νέους με καπέλα και γυαλιά ηλίου -τουρίστες στα χαρτιά, στρατιώτες στην ψυχή.

Και σαν να ακούγεται ακόμη ο απόηχος μιας ιστορίας που παρέμενε θαμμένη, ανάμεσα στις στάχτες της μνήμης και στις φωτιές του παρελθόντος…