Δημήτρης Πρωτοπαπάς: Ο νονός μου ο Λογοθετίδης

Ο γιος του σπουδαίου ναυπάκτιου ηθοποιού Ευάγγελου Πρωτοπαπά, κυκλοφόρησε το βιογραφικό βιβλίο «Μια κάλπικη λίρα που έγινε τελικά χρυσή» (εκδόσεις «24 Γράμματα»), στην οποία εξιστορεί τη ζωή και το έργο του πατέρα του και του νονού του, Βασίλη Λογοθετίδη. Λίγο πριν το βιβλίο παρουσιαστεί στην Πάτρα, μίλησε στην «ΠτΚ», αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της ζωής τους…

Πρωτοπαπάς

Ο Δημήτρης Πρωτοπαπάς, έχει το προνόμιο να είναι γιος του σπουδαίου ηθοποιού Ευάγγελου Πρωτοπαπά, αλλά και βαφτιστήρι του σπουδαίου Βασίλη Λογοθετίδη. Με αφορμή το νεότευκτο βιογραφικό βιβλίο του «Μια κάλπικη λίρα που έγινε τελικά χρυσή», μίλησε στην «ΠτΚ», για τους δύο καλλιτέχνες, που τους ένωσε με βαθιά φιλία και κουμπαριά, το θέατρο και η ζωή… Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Πρωτοπαπάς, όπως και η Ιλια Λυβικού, συνόδευσαν τον Λογοθετίδη και στις 12 κινηματογραφικές του ταινίες!

Ο Πρωτοπαπάς, μετά τον θάνατο του Λογοθετίδη, έπαιξε σε αμέτρητα ακόμα φιλμ, θεατρικά και τηλεοπτικά έργα, δίπλα σε όλα τα ιερά τέρατα της εγχώριας σκηνής. Αριστούχος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, προσέφερε για 50 ολόκληρα χρόνια, την ευαισθησία και την τεράστια υποκριτική του παιδεία. Ήταν σαφώς περισσότερα από τους σύντομους αν και χαρακτηριστικούς, δεύτερους ρόλους του σε κλασικά φιλμ της ελληνικής κινηματογραφίας!

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑ

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Τήνο το 1917 από πατέρα ανώτατο δικαστικό και μετέπειτα βουλευτή, τον Δημήτριο Πρωτοπαπά. Η καταγωγή της οικογενείας ήταν από την ορεινή Ναυπακτία και συγκεκριμένα από τον Πλάτανο και βρέθηκε στην Τήνο, διότι εκεί υπηρετούσε με μετάθεση ο πατέρας του.

Η οικογένεια των Πρωτοπαπάδων ήταν κατά μεγάλο μέρος πολιτικοί ενώ ο προ-προ πάππους του Ευάγγελου, ήταν πρώτος παππάς του χωριού και οπλαρχηγός που πολεμούσε τους Τούρκους στο βουνό και στον κάμπο, το 1821. Ηταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και το όνομά του ευρίσκεται κάτω από το γράμμα Π, στη λίστα Φιλικών που συναντάται σήμερα αναρτημένη στο πολεμικό μουσείο των Ελλήνων στην Αθήνα! Αλλά και ο πατέρας μου, πολέμησε στην Αλβανία το 1940 και παρασημοφορήθηκε».

Η ΧΡΥΣΗ ΛΙΡΑ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΝΩΣΕ

«Με τον Λογοθετίδη, γνωρίστηκαν το 1943, στην υπό κατοχή Αθήνα, με αφορμή ένα ανθρώπινο γεγονός: Ενα απόγευμα του παγωμένου κατοχικού Δεκέμβρη του ’43, πέθανε σε ηλικία 45 μόλις χρονών η μητέρα του πατέρα μου.

Το ίδιο εκείνο απόγευμα όμως, ο πατέρας μου έπρεπε να πάει στο θέατρο για παράσταση. Οταν ο Λογοθετίδης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Θιάσου Κοτοπούλη, τον είδε κλαμένο και ψυχικό ράκος και έμαθε το λόγο, τον παρότρυνε να γυρίσει πίσω και να την θάψει… Ο πατέρας μου του είπε ότι δεν υπήρχαν λεφτά δυστυχώς για κηδεία και ότι μάλλον το κάρο του δήμου θα μετέφερε το σώμα της γιαγιάς μου στο κενοτάφιο του δήμου, όπως γινόταν τότε με χιλιάδες άλλους Ελληνες που έσβηναν αβοήθητοι από την πείνα στους αθηναϊκούς δρόμους.

Ο Λογοθετίδης αμέσως, ανέβηκε στο καμαρίνι του, άνοιξε ένα μικρό χρηματοκιβώτιο που είχε, έβγαλε μία χρυσή λίρα Αγγλίας, του την έδωσε για να θάψει τη γιαγιά μου!

Από τότε ξεκίνησε η μεγάλη φιλία τους. Αργότερα πάντρεψε τους γονείς μου και βάφτισε εμένα. Μαζί, εμφανίζονταν δίπλα-δίπλα σε θεατρικά έργα και ταινίες, οργώνοντας Ελλάδα, Αίγυπτο Αμερική Καναδά Αγγλία Κωνσταντινούπολη γνωρίζοντας τις δικές τους δόξες. Μέχρι τον θάνατό του, το 1960».

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΛΙΑ ΛΥΒΙΚΟΥ

«Ο Λογοθετίδης παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη στα 20 του χρόνια στην Πόλη, αλλά δεν απέκτησε παιδιά. Συνδέθηκε για ένα διάστημα αισθηματικά με τη συμπρωταγωνίστρια του Ιλια Λιβυκού, η οποία είχε σπουδάσει νομικά και έγινε ηθοποιός, αντίθετα στις επιθυμίες της οικογενείας της, τελειώνοντας με άριστα την σχολή του Εθνικού.

Κόντρα στις επιθυμίες όμως, όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και μιας κοινωνίας ολόκληρης η Ιλια Λιβυκού, δεν χώρισε από τον σύζυγό της. Αγησίλαο Κοζίρη και δεν μίλησε ποτέ δημόσια για τα αισθήματά της για τον Βασίλη Λογοθετίδη. Με τον άνδρα της είχε τρία παιδιά: Την Εύα, τη Χρυσή και τον Γιώργο.

Ο Βασίλης Λογοθετίδης παρόλα αυτά που λέγονται, μετά από κάποια περίοδο γύρω στο 1958 χώρισε συναισθηματικά με τη Λιβυκού, πρώτα για να μην την εκθέσει και δεύτερο διότι απεχθανόταν κάθε είδος σκανδάλου. Πολλοί λίγοι γνωρίζουν ότι ο μεγάλος έρωτας του Λογοθετίδη, ήταν μια κοπέλα στην Θεσσαλονίκη και παρόλο που και εκείνη τον αγαπούσε τρελά, το αίσθημα δεν κατέληξε πουθενά, για λόγους που δεν μου επιτρέπεται να αποκαλύψω…

Ο νονός δεν ήταν ούτε ψηλός ούτε ιδιαίτερα όμορφος, είχε όμως μια ιδιαίτερη γοητεία που απέρρεε από την τεράστια καλλιτεχνική του αξία, που τον έκανε να ξεχωρίζει αμέσως. Δεν υπήρξε ποτέ αυτό που λέμε «ο εραστής», αλλά άρεσε πολύ στις γυναίκες και είναι κι αυτό ένα παράξενο χαρακτηριστικό, των μεγάλων θεατρίνων και κωμικών».

ΜΑΝΙΩΔΗΣ ΣΚΑΚΙΣΤΗΣ

«Ο νονός μου ήταν λάτρης της παρέας του ήσυχου γλεντιού, θαύμαζε πάντα τις ωραίες γυναίκες και ήταν καταπληκτικός παίκτης στο σκάκι. Το παιγνίδι αυτό τον ξεκούραζε και τον ευχαριστούσε.

Είχε βρει δε στον πατέρα μου έναν άξιο αντίπαλο και οι μονομαχίες τους πριν την παράσταση στο καμαρίνι που συχνά μοιράζονταν, ήταν μνημειώδεις.

Παρ’ όλο που ήταν σοβαρός εκτός σκηνής, ήταν ιδιαίτερα ευχάριστος άνθρωπος, απίθανος συνομιλητής, με ξεχωριστό χιούμορ και συχνά αυτοσαρκασμό».

ΗΞΕΡΕ ΟΛΑ ΤΑ ΤΡΟΠΑΡΙΑ

«Μου εξιστορούσε ο πατέρας μου, ότι ο νονός μου ήξερε όλα τα τροπάρια της Εκκλησίας, κι όταν τύχαινε (συχνά) να βρίσκεται στην λειτουργία, έψελνε σιγά τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξη που χαρακτηρίζει τον ελληνισμό των πατρίδων που δεν υπάρχουν πια.
Ηταν χαρακτηριστικό ότι ο Λογοθετίδης, δεν κοιμήθηκε ποτέ το βράδυ χωρίς να προσευχηθεί στον Παντοδύναμο. Δεν ήταν η ανθρώπινη συνήθεια, αλλά η ειλικρινής προσευχή κάποιου που θέλει πριν να τελειώσει την ημέρα, να απαλύνει την ψυχή του. Ηταν δε χαρακτηριστικό ότι κάθε φορά που έβγαινε στη σκηνή είχε το τρακ του πρωτόβγαλτου, έκανε τον σταυρό του και μονολογούσε χαρακτηριστικά: «πάλι εξετάσεις θα δώσω…». Τον κατείχε μια έμφυτη μετριοφροσύνη που είναι δείγμα της μεγαλοσύνης…».