Πευκοδάσος Παναχαϊκού Προ Των Πυλών: Το Θέλουμε;

Ήμουν έντεκα ετών το 1988, όταν μια νύχτα αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τα Σελλά, όπου παραθερίζαμε στον παππού και τη γιαγιά, λόγω πυρκαγιάς. Το Παναχαϊκό είχε πάρει φωτιά.

Το μέχρι τότε πανέμορφο πευκοδάσος του είχε γίνει πλέον καύσιμη ύλη, δημιουργώντας ένα απόκοσμο θέαμα το οποίο ακόμα μένει χαραγμένο στην μνήμη μου. Δραπετεύοντας ανάμεσα από τα φλεγόμενα πεύκα με ένα Ford Taunus του 1975, οι φλόγες και η κάπνα μια μας κυνηγούσαν, μια μας περικύκλωναν και μια μας έκοβαν τον δρόμο. Ενίοτε και τα τρία αυτά μαζί. Λίγο παραπάνω από το Πλατάνι, στη λεγόμενη “Μεγάλη Στροφή” ένα καιγόμενο κλαδί έπεσε και μας έκοψε τον δρόμο.

Το Taunus είχε ανύπαρκτες πιθανότητες να το υπερκεράσει, η μάνα μου άρχισε να πανικοβάλλεται, τα δυο αδέρφια κι εγώ είχαμε παγώσει έντρομοι και ο πατέρας μου κοίταζε να δει από που μπορεί να περάσει. Για καλή μας τύχη δύο αμάξια πιο πίσω στο κονβόι της εκκένωσης ήταν ένα τρακτέρ. Αυτό άνοιξε τον δρόμο και καταφέραμε όλοι να απεγκλωβιστούμε. Η άφιξη στον Άγιο Βασίλη έμοιαζε να συνέβη μετά από τεράστιες ποσότητες χρόνου – εκείνα ήταν τα μακρύτερα πέντε χιλιόμετρα της ζωής μου και ο χρόνος τους φάνηκε να διαρκεί αιώνες. Κάπως έτσι λειτουργεί ο τρόμος, ιδιαίτερα στα παιδικά μυαλά.

Fast Forward στο 2022. Ανεβαίνοντας από το Πλατάνι προς τα Σελλά τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια το θέαμα περιλάμβανε αρχικά μαύρες καμμένες εκτάσεις, τη μυρωδιά των οποίων είναι αδύνατο να ξεπεράσει όποιος έτυχε να τη βιώνει συχνά, στη συνέχεια ένα δειλό πρασίνισμα με χλόη και ακόμα πιο ύστερα την ανάπτυξη ποώδους και θαμνώδους βλάστησης.

Το τεράστιο χαμένο ζωικό κεφάλαιο της άγριας πανίδας άρχισε να αναπληρώνεται με αργούς ρυθμούς, όπως κάνει τα πράγματα η Φύση, ωστόσο βρίσκεται ακόμα αρκετά μακριά από κατάσταση ισορροπίας. Το θέαμα βελτιώθηκε ασφαλώς, αλλά ποτέ πάλι δεν προσέφερε εκείνη τη μαγεία του πευκοδάσους, μέσα από το οποίο περνούσες και σε περιέλουζε με μια αίσθηση φρεσκάδας, ελευθερίας και ομορφιάς. Φέτος, λοιπόν, είναι η πρώτη χρονιά ύστερα από πολλά χρόνια που άρχισα να ξαναβλέπω πεύκα, νέα πεύκα, πολλά νέα πεύκα στην προαναφερθείσα διαδρομή.

Το πευκοδάσος επανέρχεται με φόρα. Σε λίγα χρόνια, σε λιγότερα από 15 με 20 χρόνια, οι εκτάσεις δάσους από το Καστρίτσι μέχρι τα Σελλά και το Δρέπανο θα ξαναγεμίσουν πεύκα. Τα πεύκα όμως δεν είναι μόνο συσσωρευμένη ομορφιά: είναι και εκπληκτικά αναφλέξιμη καύσιμη ύλη. Και αναρωτιέμαι: ως οργανωμένη Πολιτεία με την ανάλογη εντεταλμένη Δασική Υπηρεσία, ως περιφερειακοί και τοπικοί φορείς του οργανωμένου κράτους με τους ανάλογους μηχανισμούς προβληματισμού, παραγωγής πολιτικής και ανάπτυξης λύσεων, ως τοπικές κοινωνίες με εγκατεστημένα συμφέροντα και ως άτομα με οικολογική συνείδηση, θα το αφήσουμε αυτό να συμβεί;

Κι αν το αφήσουμε να συμβεί, είναι γιατί το σκεφτήκαμε και αποφασίσαμε πως αυτός είναι ο καλύτερος δρόμος να βαδίσουμε, ή γιατί απλά δεν μας απασχόλησε;

Στην επαγγελματική μου ζωή ασχολούμαι με το αντικείμενο που λέγεται “Futures Analysis”, το οποίο περιλαμβάνει την περιγραφή και στατιστική αποτίμηση (το πόσο πιθανό είναι να συμβεί) εναλλακτικών σεναρίων για το μέλλον.

Δεν ισχυρίζομαι πως έχω κάνει τα μαθηματικά που απαιτούνται αλλά λόγω εμπειρίας έχω μεγάλο βαθμό βεβαιότητας πως εάν υπολογιστούν τα μαθηματικά για την περίπτωση δασικής πυρκαγιάς στο συγκεκριμένο γεωγραφικό μήκος και πλάτος και ύψος για την περίπτωση του πευκοδάσους και αυτά συσχετιστούν με τα μοντέλα πρόβλεψης της κλιματικής αλλαγής (αυξημένη θερμοκρασία, μειωμένη υγρασία ή/και εκτεταμένη ξηρασία, υπερ-γρήγορες μεταφορές αέριων μαζών, κλπ), ο στατιστικός κίνδυνος που θα προκλύπτει θα είναι τάξεις μεγέθους μεγαλύτερος από τον ανάλογο κίνδυνο για την περίπτωση του Παναχαϊκού ως έχει (ποώδης βλάστηση) ή ως θα μπορούσε να γίνει (πχ δάσος από ευκάλυπτους ή/και άλλα μη-ευφλεκτα δέντρα που ενδείκνυνται για τις συγκεκριμένες συνθήκες).

Το να αφήσουμε το Παναχαϊκό να ξαναγίνει πευκοδάσος πρακτικά σημαίνει πως επιτρέπουμε σε μια πιθανώς εξαιρετικά καταστροφική βόμβα μεγατόνων (κυριολεκτικά) να αναπτυχθεί στη γειτονιά μας, την ίδια στιγμή που τα χαρακτηριστικά της μειώνουν εξαιρετικά τις δυνατότητες ελέγχου της: όταν εκραγεί, όλοι μας θα ξαναπληρώσουμε ένα δυσθεώρητο τίμημα, ασφαλώς οικονομικό και συναισθηματικό, πιθανώς όμως και με ανθρώπινο κόστος.

Δεν ισχυρίζομαι πως γνωρίζω επακριβώς τον προγραμματισμό της Ελληνικής Πολιτείας, με όλες τις μορφές της, επί του συγκεκριμένου ζητήματος και απολογούμε εκ των προτέρων αν ο προβληματισμός που εδώ εκφράζω έχει ήδη βρει την δέουσα προσοχή που του αρμόζει, εκ της οποίας προκύπτει κάποιος, όποιος, εύλογος και επιστημονικά άρτιος, προγραμματισμός.

Επειδή όμως γνωρίζω πολύ καλά τις δομικές ανεπάρκειες της Πολιτείας και την έλλειψη πόρων, ανθρώπων και γνώσεων που αντιμετωπίζει, ιδιαίτερα μετά από δέκα χρόνια κρίσης, υποψιάζομαι πως και ο προβληματισμός δεν έχει προκύψει και προγραμματισμός δεν έχει υπάρξει με αποτέλεσμα, εν πολλοίς, να βαδίζουμε προς το μέλλον “με βάρκα την ελπίδα”, όπως λέει και το τραγούδι.

Ωστόσο, το μέλλον και οι στρατηγικοί του κίνδυνοι σε ότι αφορά τον μίκρο-χώρο μας δεν είναι αντικείμενο που μπορεί να αφήνετε σε αντιμετώπιση μέσω λαϊκών ρήσεων και ρυθμικών ασμάτων. Το μέλλον είναι ένα από εκείνα τα ζώα που θέλουν εξαιρετικά καλό θηριοδαμαστή, γιατί αν αφεθεί στην τύχη του το πλέον πιθανό είναι να αποδειχθεί εξαιρετικά κοστοβόρο, τόσο σε χρήμα, όσο και σε ζωές.

Ποιο το μέλλον του Παναχαίκού, λοιπόν; Πευκοδάσος στον αυτόματο μέχρι να ξαναγίνει καμμένο πευκοδάσος; Πευκοδάσος με υπεύθυνη διαχείριση και προστασία και πιθανές υλοτομικές δραστηριότητες για ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς; Δάσος με άλλη κάλυψη; Κάτι άλλο;

Η όποια μας απόφαση, όπως και η έλλειψη απόφασης, θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή τη δική μας και των οικείων μας, είτε κατοικούμε στα χωριά του Παναχαϊκού είτε στους πρόποδές του. Οφείλουμε λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε πως υπάρχει ζήτημα το οποίο είναι χρονικά πιεστικό και πως επί του ζητήματος έχουμε επιλογές.

Στη συνέχεια να τις σταθμίσουμε και να λάβουμε την καλύτερη δυνατή απόφαση με τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα. Αν αυτό το κάνουμε, το μέλλον μας θα γίνει – εμείς θα το κάνουμε – λιγότερο επικίνδυνο, ασχέτως κώμης Παναχαϊκού.

Αν δεν το κάνουμε, το Παναχαϊκό θα επανακτήσει μια πανέμορφη κώμη, πευκίσια, η οποία κάποια στιγμή θα μας ξανακατασπαράξει, αναβιώνοντας τον κύκλο που θέλει παιδιά να φεύγουν νύχτα έντρομα, ευτυχώς να γλιτώνουν και κάποια από αυτά μετά από τριάντα χρόνια να επαναθέτουν, ίσως, τον προβληματισμό περί του αν το πευκοδάσος πρέπει να αναγεννηθεί ή να αντικατασταθεί. Μήπως να τον σπάσουμε αυτόν τον κύκλο της καταστροφής; Μήπως να σκεφτούμε πριν πάθουμε, για να μην πάθουμε;