Τα λογιστικά βιβλία δεν δείχνουν την αξία των επιχειρήσεων
Για τους Accountsaints, Χρήστος Ι. Γρηγοράτος

Στην Ελλάδα εξακολουθούμε να αποκαλούμε «λογιστικά βιβλία» ένα σύστημα που, στην πράξη, δεν αποτυπώνει την πραγματική οικονομική εικόνα των επιχειρήσεων. Πρόκειται για έναν θεσμό που εξυπηρετεί κυρίως φορολογικούς και διοικητικούς σκοπούς, αλλά αδυνατεί να απαντήσει στο βασικό ερώτημα κάθε σύγχρονης οικονομίας: ποια είναι η πραγματική αξία μιας επιχείρησης;
Ο διαχωρισμός μεταξύ απλογραφικών και διπλογραφικών βιβλίων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στρέβλωσης. Δεν βασίζεται στην οικονομική πολυπλοκότητα ή στο επιχειρηματικό ρίσκο, αλλά σε τυπικά κριτήρια όπως ο κύκλος εργασιών ή η νομική μορφή. Η ένταξη στα διπλογραφικά δεν συνοδεύεται από καμία ουσιαστική απαίτηση για την ποιότητα της πληροφορίας. Το αποτέλεσμα; Διπλογραφικά βιβλία χωρίς διπλογραφική ουσία.
Ενδεικτικό είναι το πώς λειτουργεί ο λογαριασμός «Ταμείο». Στη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, το ταμείο δεν συμφωνεί με το φυσικό χρήμα, δεν ελέγχεται ουσιαστικά και δεν συνδέεται με πραγματικές ταμειακές ροές. Αντίθετα, λειτουργεί ως “απορροφητής αποκλίσεων”: μη τιμολογημένες πωλήσεις, προσωπικές αναλήψεις, καθυστερημένες εγγραφές, φορολογικές «τακτοποιήσεις». Έτσι, το κράτος χάνει έσοδα, οι επιχειρήσεις χάνουν αξιοπιστία, οι ισολογισμοί δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν και το μαύρο χρήμα βρίσκει θεσμική δίοδο. Πρόκειται για μια ανοιχτή πληγή του συστήματος.
Αντίστοιχα, προβληματική είναι και η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων. Τα πάγια εμφανίζονται με ιστορικό κόστος δεκαετιών, χωρίς καμία σύνδεση με την αγοραία ή παραγωγική τους αξία. Οι συμμετοχές και οι επενδύσεις παραμένουν στο κόστος κτήσης, ανεξάρτητα από την απόδοση ή την καθαρή θέση των θυγατρικών. Έτσι, κερδοφόρες συμμετοχές εμφανίζονται “νεκρές”, ενώ προβληματικές φαίνονται κανονικές. Ο τζίρος και τα αποτελέσματα, σε πολλές περιπτώσεις, δεν αποτυπώνουν την οικονομική ουσία, καθώς επηρεάζονται από χρονικές μετατοπίσεις και τιμολογήσεις με μοναδικό γνώμονα τη φορολογία όχι την αρχή του δεδουλευμένου.
Στην πράξη, τα διπλογραφικά βιβλία έχουν εξελιχθεί σε φορολογικό έντυπο. Δεν αποτελούν εργαλείο διοίκησης, αξιολόγησης ή χρηματοδότησης. Η εκτίμηση ότι το 90–95% των επιχειρήσεων δεν παρουσιάζει την πραγματική του εικόνα, δεν είναι υπερβολική, είναι ρεαλιστική αποτύπωση της αγοράς.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι γιατί αυτό το σύστημα παραμένει αναλλοίωτο. Η απάντηση είναι δυσάρεστη, αλλά ειλικρινής: το κράτος προτιμά τις προβλέψιμες στρεβλώσεις από τις αβέβαιες αλήθειες, οι επιχειρήσεις φοβούνται τις αναπροσαρμογές και την αποκάλυψη της πραγματικής τους εικόνας, ενώ το λογιστικό επάγγελμα έχει εγκλωβιστεί σε έναν αμυντικό ρόλο συμμόρφωσης, αντί να διαδραματίζει ρόλο στρατηγικής πληροφόρησης.
Η λύση δεν βρίσκεται σε μια άκριτη γενίκευση των διεθνών προτύπων ή σε περισσότερους ελέγχους. Βρίσκεται στον σαφή διαχωρισμό της φορολογικής λογιστικής από την οικονομική απεικόνιση. Στην υποχρεωτική ευθυγράμμιση ταμείου και τραπεζών, στις περιοδικές και ρεαλιστικές αποτιμήσεις αξιών με ασφαλιστικές δικλείδες και, κυρίως, σε κίνητρα για διαφάνεια και αξιοπιστία, όχι μόνο σε ποινές.
Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό. Είναι θεσμικό, φορολογικό και πολιτισμικό. Όσο συνεχίζουμε να μιλάμε για «λογιστικά βιβλία» αντί για «οικονομική αξία επιχειρήσεων», θα συνεχίσουμε να έχουμε επιχειρήσεις φτωχές στα χαρτιά και πλούσιες στην πραγματικότητα χωρίς πρόσβαση σε χρηματοδότηση, επενδύσεις και βιώσιμη ανάπτυξη.
Τα λογιστικά βιβλία στην Ελλάδα δεν λένε ψέματα. Απλώς, δεν λένε την αλήθεια.
Για τους Accountsaints, Χρήστος Ι. Γρηγοράτος
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News