ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Το αδιανόητο της Οικουμενικής Κυβέρνησης – Η «Π» θυμάται

Οι αντίπαλοι της μεταπολιτευτικής πολιτικής σκηνής, που κατάφεραν -σαν σήμερα- στις 22 Νοεμβρίου 1989 να συστήσουν κυβέρνηση. Οι μεγάλες συγκρούσεις.

Οικουμενικής Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο
Οικουμενικής

Οι «μισητοί τρεις» στο γραφείο Σαρτζετάκη με τον Ζολώτα

Ηταν η μέρα του αδιανόητου. Οι τρεις αντίπαλοι του μεταπολιτευτικού πολιτικού στερεώματος συνομολογούν τη σύσταση κυβέρνησης από κοινού. Ηταν μια πράξη αναγκαστική με τυπική κυρίως αποστολή, δυνάμει των αδιεξόδων που είχε προκαλέσει ένας εκλογικός νόμος-σαμποτέρ. Αλλά δεν έπαυε ο κρότος της να είναι εκκωφαντικός, με γνώμονα τις αβυσσαλέες συγκρούσεις της προγενέστερης, νωπής περιόδου, που είχαν σαν αποτέλεσμα την παραπομπή πρώην πρωθυπουργού και υπουργών σε δίκες για οικονομικά αδικήματα και μια σχισματική κατάσταση με χαρακτηριστικά εμπόλεμης σύρραξης στον δημόσιο βίο. Που επεκτάθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παλλόμενου κοινωνικού στίβου.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η εκλογική σύγκρουση του 1989 διακόπτει βιαίως την οκτάχρονη κυριαρχία ΠΑΣΟΚ στην πολιτική ζωή. Αλλά δεν μπορεί να αποδώσει βιώσιμη κυβέρνηση. Εχει φροντίσει γι’ αυτό ο περίφημος «νόμος Κουτσόγιωργα» που ευνοεί σκανδαλωδώς το δεύτερο κόμμα και που ο Κ. Μητσοτάκης, αρχηγός της ΝΔ, με μια δυσερμήνευτη αμεριμνησία, έχει αποδεχθεί.

Δυνάμει του νόμου αυτού, παρά το 44,5% της ΝΔ στην κάλπη του Ιουνίου, αυτοδύναμη κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν προκύπτει. Η ΝΔ κολλάει στις 148 έδρες, ενώ το ΠΑΣΟΚ στέκεται απρόσμενα -για τις εκφυλιστικές συνθήκες που είχαν προηγηθεί- εκνευριστικά όρθιο, με σχεδόν 40%.

Επειδή όμως προκύπτει κίνδυνος παραγραφής για τα αποδιδόμενα σκάνδαλα της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και Συνασπισμός συνομολογούν μια κυβέρνηση που η σύστασή της φέρνει σεισμό, αποτέλεσμα της ανάγκης του ΣΥΝ να μην χρεωθεί ένα συγχωροχάρτι στον κεντροαριστερό αντίπαλο. Πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο Τζαννής Τζαννετάκης. Ο τελευταίος παραδίδει στην υπηρεσιακή του Ιωάννη Γρίβα, αλλά ούτε η νέα προσφυγή στις κάλπες, 5 Νοεμβρίου, δίνει αυτοδύναμη κυβέρνηση, αν και ο Κώστας Μητσοτάκης οδηγεί το ποσοστό της ΝΔ στο 46%, ποσοστό που αποτυπώνει τη βούληση του εκλογικού σώματος για πολιτική αλλαγή. Η ΝΔ φτάνει στις 148 έδρες. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ ανεβαίνει μια μονάδα: Η διωκτική περίσταση συσπειρώνει τον κόσμο του.

Με δεδομένο ότι το έτος δεν μπορεί να κλείσει χωρίς κυβέρνηση, Μητσοτάκης, Α. Παπανδρέου και Χ. Φλωράκης -επικεφαλής του ενιαίου Συνασπισμού- θα δρομολογήσουν μια οικουμενική, όπως αποκλήθηκε, κυβέρνηση, φωτογραφιζόμενοι ακόμα και με χαμόγελα, εικόνα σε απόλυτη δυσαρμονία με το σκηνικό της σκληρής και εξοντωτικής διπολιτικής σύγκρουσης, την οποία παροξύνει και ο αρτισύστατος ιδιωτικός ραδιοτηλεοπτικός παράγοντας.

Πρόσωπο κοινής αποδοχής μεταξύ των τριών δεν νοείται να αναγνωριστεί, συνεπώς πέφτει στο τραπέζι η ιδέα να κλητευθεί ο κορυφαίος τραπεζικός και οικονομολόγος Ξενοφώντας Ζολώτας, μια σπάνια προσωπικότητα, χειμερινός κολυμβητής και υπερβατικό στοιχείο. Κολακεύει ιδιαιτέρως την κοινωνία, σε μια εποχή εθνικής ανασφάλειας που διαχέει η διαλυτική επίπτωση της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, η πληροφορία ότι ο Ζολώτας έχει αναδείξει διεθνώς την πολιτισμική βαρύτητα της ελληνικής γλώσσας, με την περίφημη ομιλία του σε ξένο ακροατήριο με ελληνικούς όρους διεθνούς χρήσεως.

Πριν φθάσουμε στον Ζολώτα, εξαντλήθηκαν οι περίφημες διερευνητικές εντολές του προέδρου Σαρτζετάκη. Που και αυτές εντάχθηκαν στην ελληνική πολιτική κουλτούρα ανεξίτηλα.

Η συγκρότηση κυβέρνησης, βέβαια, εξελίχθηκε σε ένα δεύτερο «μεσανατολικό», αλλά η ανάγκη έπεισε τους θεούς, έπεισε και τους αρχηγούς, και οι υπουργοί βρέθηκαν. Πάντα βρίσκονται, εδώ που τα λέμε.

Ο Ζολώτας παρέμεινε στην πρωθυπουργία έως τις 11 Απριλίου 1990. Στις εκλογές της 8ης Απριλίου, η ΝΔ έπιασε 47% και 150 έδρες. Απέσπασε τη μία που χρειαζόταν από τη ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου, με τον τελευταίο να συναινεί με μισή καρδιά, αφού ο βουλευτής Κατσίκης είχε συμφωνήσει απευθείας. Και χωρίς δυσκολία.

ΤΟ ΚΛΙΜΑ

Οι μέρες Νοεμβρίου- Απριλίου ήταν η περίοδος μιας μεγάλης αντίφασης. Η ίδια κοινωνία που είχε διαιρεθεί κάθετα κατά τη δεκαετία του ’80 -πλέον είχε αγγίξει η εμπόλεμη συνθήκη και τις σχέσεις ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού λόγω της συγκυβέρνησης, αν και η αριστερά δεν είχε συγχωρήσει στο ΠΑΣΟΚ την εισπήδησή του μιας δεκαετίας στα πλευρά του- φάνηκε να αποδέχεται την οικουμενική ιδέα και να υποψιάζεται τον πολιτικό κόσμο ότι η πολεμική ήταν μια επιφανειακή κατάσταση, και αφορούσε το εξουσιαστικό πάπλωμα, καθώς τα περιθώρια συναινέσεων υπήρχαν και μάλιστα επιβάλλονταν: Ο ελληνικός λαός διέβλεπε ότι οι διαφορές δεν είναι τόσο πολύ ιδεολογικές όσο συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ εξουσιαστικών μπλογκ που είχαν δημιουργήσει σχέση επικυριαρχίας και ομηρείας στο κοινωνικό σώμα. Ομως, η κυβερνητική θητεία ΠΑΣΟΚ είχε προκαλέσει βαριά ανισορροπία στη διανομή της εξουσίας στη διοικητική και κοινωνική μικροκλίμακα.

Η επιβολή της ΝΔ αποτελούσε νομοτέλεια και επήλθε αρκετά άγαρμπα και σχεδόν αυτοκαταστροφικά κατά την περίοδο 1990-93.

Πάντως, η οικουμενική ήταν η αφορμή για μια προανάκρουση της ιδέας ότι η χώρα έχει μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν με υπερβατικές συνεννοήσεις, άλλο αν χρειάστηκε η οικονομική κρίση για να πραγματωθεί η ιδέα αυτή με μνημονιακές επιταγές εισαγωγής.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μας έλεγε ο κόσμος: Εσείς κάθεστε μαζί και αφήνετε εμάς να σκοτωνόμαστε;

Ο Δημήτρης Κατσικόπουλος έχει λόγους να θυμάται εκείνες τις μέρες: Ηταν η πρώτη του φορά που εκλέχτηκε βουλευτής. Ηταν εντυπωσιακό ότι μέσα στη σύγκρουση των κομματικών εχθρών αναπτύχθηκε και ένα ανανεωτικό ρεύμα στο επίπεδο των εκλογέων, οι οποίοι έστειλαν στη Βουλή τέσσερα νέα πρόσωπα, στα οποία είχαν αρνηθεί εκλογή μόλις λίγους μήνες νωρίτερα. Τα πρόσωπα αυτά, πέρα από τον ίδιο, ήταν ο Ανδρέας Φούρας, ο Σπήλιος Σπηλιωτόπουλος και ο Νίκος Νικολόπουλος, δύο για το ΠΑΣΟΚ και δύο για τη ΝΔ. Και οι τέσσερις κυριάρχησαν στο τοπικό πολιτικό τοπίο για μια δεκαετία. Ο Α. Φούρας έγινε υφυπουργός και δήμαρχος Πατρέων, ο Σπ. Σπηλιωτόπουλος υπουργός, ο Δ. Κατσικόπουλος νομάρχης. Ο Ν. Νικολόπουλος χρειάστηκε να περιμένει πολύ μέχρι να μπει στην κυβέρνηση, όντας συγκρουσιακός.

Οικουμενικής

Ο Δ. Κατσικόπουλος με τον Α. Λιβάνη, άνθρωπο- θρύλο της ΠΑΣΟΚοκρατίας, στην έκθεση για τους αχαιούς πολιτικούς της «Π»

«Είμαστε στη μεγάλη αίθουσα μετά την ορκωμοσία και μπήκε ο Γιώργος Γεννηματάς με τη σύσταση: Να μη φύγει κανείς. Θεωρείτο πολύ πιθανό να διαλυθεί η Βουλή και να πάμε σε τρίτες εκλογές αμέσως μετά. Αλλά αυτό δεν συνέβη».

Δεν συνέβη γιατί οι κομματικές ηγεσίες συνεννοήθηκαν στην περίφημη Οικουμενική, κάτι πρωτόγνωρο για τον εγχώριο δημόσιο βίο και κωμικά αντισυμβατικό, αν λάβουμε υπόψη τι είχε διαμειφθεί την τελευταία διετία. Ο εκλογικός νόμος όμως που είχε προτείνει η τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη και ο τελευταίος είχε αποδεχθεί, οδηγούσε το πολιτικό σύστημα από τοίχο σε τοίχο. Γιατί τελικά αποδέχθηκε ο Μητσοτάκης τον νόμο αυτόν; «Γιατί δεν περίμενε ότι το ΠΑΣΟΚ θα άντεχε» εκτιμά ο Δημήτρης Κατσικόπουλος. Η Οικουμενική βέβαια, επίσης οδηγήθηκε σε τοίχο, κάμποσο αργότερα.

Η ΝΔ ξανακέρδισε τις εκλογές, φθάνοντας τα ποσοστά της σε καραμανλικά ύψη, αλλά και πάλι ο νόμος της έστησε δόκανο. Με την ψήφο Κατσίκη σχηματίστηκε κυβέρνηση του ενός πλειοψηφούντος βουλευτή. «Στην περίοδο 1990-93 τους ταράξαμε στις ονομαστικές ψηφοφορίες» αφηγείται χαμογελώντας σαρδώνεια ο τότε νεαρός βουλευτής. Που θυμάται ότι μια νύχτα η αντιπολίτευση ΠΑΣΟΚ επέβαλε έξι ονομαστικές ψηφοφορίες και πήγαν ξημερώματα μέχρι να λήξει η συνεδρίαση.

Η Οικουμενική επιβλήθηκε για τεχνικούς λόγους, εξηγεί ο Δ. Κατσικόπουλος. «Η χώρα χρειαζόταν έναν προϋπολογισμό». Και πώς οι βουλευτές σήκωσαν στην πλάτη τους μια τέτοια ηχηρή διακομματική συνεννόηση, όταν όλο τον προηγούμενο καιρό ήταν υποχρεωμένοι να συγκρούονται με τους αντιπάλους σε κοινοβουλευτικούς, κοινωνικούς, ραδιοτηλεοπτικούς στίβους; «Δεν μας έπεφτε λόγος» έρχεται η ρεαλιστική και αφοπλιστική απάντηση. «Ούτως ή άλλως ήταν ένα σχήμα μεταβατικό». Σημειωτέον ότι η κυβέρνηση Ζολώτα δεν έγραψε ιστορία από πλευράς αποφάσεων -δεν είχε τέτοιο συναινετικό κεφάλαιο- αλλά «κάποια νομοσχέδια τα πέρασε, πήρε κάποια οικονομικά μέτρα».

Κατά το διάστημα αυτό επήλθε μια ανακωχή και ο πολιτικός κόσμος πήρε ανάσα. «Τον προηγούμενο καιρό γινόταν χαμός παντού» θυμάται ο Δ. Κατσικόπουλος και περιγράφει σκηνικό μπλε-πράσινων καφενείων. «Εσπαζαν γραφεία, γινόταν σκοτωμός στα πεζοδρόμια». Ωσπου τον Νοέμβριο εκείνον όλοι έγιναν μια κυβέρνηση. «Βέβαια, μη νομίζετε ότι μεταξύ των βουλευτών το κλίμα ήταν πολεμικό. Οταν έπεφτες πάνω στον Γιακουμάτο, ήταν δυνατόν να μην υπάρξει καλαμπούρι; Αλλά αυτό παραξένευε τον κόσμο που δεν ήθελε να μας βλέπει μαζί. Ερχονταν ψηφοφόροι να μας βρουν στη Βουλή για διάφορα θέματά τους και όταν μας έβλεπαν να καθόμαστε στο καφενείο της Βουλής ανακατεμένοι οι βουλευτές των κομμάτων, μας έλεγαν: Καλά, εμείς σκοτωνόμαστε και εσείς είσαστε μαζί;».

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ: «Ηταν απλή διεκπεραίωση»

Οικουμενικής

Ο Νίκος Καραθανασόπουλος δεν ήταν βουλευτής, αλλά μάχιμο στέλεχος του ΚΚΕ στην Πάτρα. Ο επικεφαλής του ψηφοδελτίου ήταν ο αείμνηστος Παναγιώτης Κοσιώνης. Το 1989 δεν μιλάμε για ΚΚΕ, αλλά για Συνασπισμό, μια συνένωση στα πρότυπα της Ενωμένης Αριστεράς του 1974, που υπέστη αποκόλληση κάτω και από τη βίαιη εμπειρία της συμμετοχής στην πολυσυζητημένη κυβέρνηση Τζανετάκη, χωρίς ΠΑΣΟΚ, αλλά με θέμα την δικαστική κάθαρση επί των σκανδάλων της εποχής ΠΑΣΟΚ, μια περίοδο για την οποία «έχουμε κάνει (σαν ΚΚΕ) την αυτοκριτική μας», λέει ο σημερινός βουλευτής Αχαΐας του κόμματος.

Για την κυβέρνηση Ζολώτα δεν έχει να πει πολλά και ο λόγος ήταν ότι η σύμπραξη του Νοεμβρίου του 1989 δεν είχε ιδιαίτερο πολιτικό νόημα για τον τότε Συνασπισμό και το ΚΚΕ, σήμερα, αλλά ήταν μια επιβεβλημένη συμφωνία για να οριστεί μια κυβέρνηση, στην ουσία υπηρεσιακή, που θα οδηγούσε σε νέες εκλογές. «Απλή διεκπεραίωση είχε γίνει σε τρέχουσες υποχρεώσεις. Δεν είχαν προωθηθεί σημαντικές αποφάσεις» προσθέτει. Και, πάντως, το κόμμα δεν συμμερίστηκε τα εγκώμια με τα οποία κάποιο μέρος της κοινής γνώμης υποδέχθηκε τη συνεργασία ως δυνατότητα αναζήτησης πολιτικών συναινέσεων για μείζονα θέματα.