Απεβίωσε ο Στάθης Μαραβέλας της ιστορικής ταβέρνας: Ολη η Πάτρα γεύτηκε τα εδέσματά του

Η Πάτρα αποχαιρετά έναν από τους πιο εμβληματικούς ανθρώπους της τοπικής εστίασης. Ο Στάθης Μαραβέλας, η ψυχή της ιστορικής ταβέρνας στο Γηροκομειό, φεύγει, αφήνοντας πίσω του μια βαριά γαστρονομική κληρονομιά που συνεχίζει να ζει.

Απεβίωσε ο Στάθης Μαραβέλας της ιστορικής ταβέρνας: Ολη η Πάτρα γεύτηκε τα εδέσματά του

Σχεδόν όλοι οι Πατρινοί κάθισαν στα τραπεζάκια της ιστορικής ταβέρνας που λειτουργούσε και γεύτηκαν το εξαιρετικό φαγητό που πρόσφερε πάντα με το χαμόγελο.

Μπορεί σήμερα η τοπική κοινωνία να αποχαιρετά τον αγαπητό της εστιάτορα Ευστάθιο (Στάθης) Γ. Μαραβέλα, αλλά η ευγενική του φιγούρα θα συνεχίζει να κινείται ανάμεσα στα τραπεζάκια, ανταλλάσσοντας ζεστές κουβέντες με τους θαμώνες της ταβέρνας του, η οποία αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς. «Στου Μαραβέλα» έδιναν και δίνουν ραντεβού συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες. «Στου Μαραβέλα» φιλοξενούνταν και φιλοξενούνται τα τραπέζια κοινωνικών γεγονότων.

Ο Στάθης Μαραβέλας απεβίωσε σε ηλικία 90 ετών, αφήνοντας πίσω του μια βαριά ιστορία στον χώρο της εστίασης, την οποία συνεχίζει να γράφει ο γιος του Γιώργος. Αλλωστε το ίδιο είχε κάνει και ο ίδιος, παραλαμβάνοντας την ταβέρνα από τον πατέρα του, το 1964. Ηταν από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με την εστίαση, καθώς η ρίζα του χώρου αυτού που βρίσκεται απέναντι από το μοναστήρι του Γηροκομειού, ξεκίνησε να λειτουργεί από το 1920 και σημάδεψε γαστρονομικά την πόλη.

ΜΝΗΜΕΣ

Ενδεικτικά είναι τα όσα είχε περιγράψει ο ίδιος, ο Στάθης Μαραβέλας και είχαν αποτυπωθεί στις σελίδες του βιβλίου της δημοσιογράφου Γιώτας Κοντογεωργοπούλου «Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα» (εκδ. «Το Δόντι») και μεταφέρονται στο σχετικό δημοσίευμα στο flamis.gr.

«Το μαγαζί το άνοιξε ο πατέρας μου ο Γιώργος Μαραβέλας. Ητανε εργολάβος, ήρθε να αναστηλώσει το μοναστήρι και αφού ολοκλήρωσε τη δουλειά του, του δώσανε αυτό το μαγαζί να το δουλέψει. Του το νοικιάσανε δηλαδή γιατί είναι της Μονής, όπως και όλα εδώ γύρω. Εδώ τότε ήτανε η εξοχή της Πάτρας. Ερχονταν με κάρα, όσοι είχαν τη δυνατότητα, όπως ο Γαλανάκης που είχε τα σίδερα στην Αγίου Ανδρέου και είχε σούστα με δύο άλογα, άλλοι με μουλάρια και πολλοί, οι περισσότεροι με τα πόδια. Εγώ πρωτοήρθα τριών μηνών και δεν έφυγα ποτέ από τότε, πέρασα όλη μου τη ζωή σε αυτό ο μαγαζί.

Το 1943 οι καλόγεροι είχανε διωχτεί από το Γηροκομειό και φύγανε για το Παλιομονάστηρο, τη Μονή του Μπάλα. Πήρανε μαζί τους και την εικόνα της Παναγίας. Την ημέρα εκείνη που έσκασε η χειροβομβίδα, φέρνανε πίσω την εικόνα. Είχε φτάσει μέχρι τη σκοποβολή όταν ακούστηκε το μπαμ. Και είπανε όλοι ότι ήτανε θαύμα που σωθήκαμε.

Μετά και τον εμφύλιο τα πράγματα ηρεμήσανε. Το μαγαζί δούλευε με το Μοναστήρι όπως παλιά, αλλά είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό σε πολύ κόσμο και η πελατεία αυξήθηκε. Η μεγάλη του σπεσιαλιτέ ήτανε οι κεφτέδες. Τους έκανε η μάνα μου.
Οταν την πήρε ο πατέρας μου τη μάνα μου ήταν γαζώστρα και από γαζώστρα έγινε μαγείρισσα. Ηταν από τις λίγες μαγείρισσες της εποχής. Ο κόσμος ερχότανε να φάει από τα χέρια της. Σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε κανονικό εστιατόριο. Το 1964, ανέλαβα εγώ με τη γυναίκα μου τη Βασιλική. Ολα τα έμαθε από τη μάνα μου. Πήρε τη θέση της στην κουζίνα. Ολη η Πάτρα είχε περάσει από το μαγαζί».

Η ΚΗΔΕΙΑ

Η οικογένειά του, τα παιδιά του Μαγδαληνή και Σωκράτης Ψωμιάδης, Γιώργος και Κατερίνα Μαραβέλα, τα εγγόνια του Αγγελική, Βασιλική και Αγγελος, Λύσανδρος, Ολγα, Ευστάθιος και Βασιλική, ο δισέγγονός του Φίλιππος, άλλοι συγγενείς και φίλοι θα τον αποχαιρετίσουν σήμερα το απόγευμα και ώρα 18.00 στον Ιερό Ναό Παναγίας Αλεξιωτίσσης.