Η Αννα Μπαστάκη υποδέχεται με συγκίνηση τα 50 χρόνια του πολυτεχνείου – Η ηρωίδα της Πάτρας που έμεινε στη σκιά για μισό αιώνα 

«Φύγαμε σαν κυνηγημένοι. Είχαμε χάσει επαφή και συντροφικότητα. Δεν υπήρχαν τότε κινητά. Για μέρες διερωτώμαστε. Πού είναι ο Κώστας; Πού είναι η Αννα; Πού είναι οι άλλοι; Τι έχουν γίνει;»

Αννα

Το κασετόφωνο παίζει πλάι στο ηχείο της ανοιχτής ακρόασης. Αννα Μπαστάκη, αφήγηση σε πρώτο ενικό, κάτι που δεν φαίνεται να είχε ξανακάνει. Μια ξένη κατάσταση για την ίδια, αποσυρμένη από το προσκήνιο για πέντε δεκαετίες. Ενα προσκήνιο, ωστόσο, στο οποίο ποτέ δεν βρέθηκε: Επρεπε να μείνει κρυμμένη, σαν ηρωίδα από το «Ποιος τη ζωή μου-ποιος την κυνηγά», Μάνου Ελευθερίου και Μίκη Θεοδωράκη.

Κατάγεται από την Κρήτη, ένα άσημο χωριό. Ηρθε στην Πάτρα το 1971. «Δεν ήξερα τίποτα για την πολιτική». Ηξερε όμως ο αδελφός της, τρία χρόνια μεγαλύτερος, φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ. Ηταν στη φουρνιά των σπουδαστών που στρατεύθηκε υποχρεωτικά, λόγω εμπλοκής στις πρώιμες εξεγέρσεις του κινήματος. «Ετσι βρέθηκα μπλεγμένη χωρίς να το καταλάβω», παίζοντας ρόλο συνδέσμου μεταξύ Αθήνας και Πάτρας, ως αγγελιοφόρος του αδελφού. Εγγράφεται στον σύλλογο Κρητών φοιτητών με τον Γ. Κουντουράκη. Ο πυρήνας τους κινείται αυτόνομα και περιχαρακωμένα, χωρίς ωσμώσεις με την τοπική κοινωνία. Φοιτητές μακρινής επαρχίας. Και ύστερα έρχονται οι αγώνες.

«Ολος ο κόσμος επικεντρώνεται στις 17 Νοέμβρη, αλλά έχει προηγηθεί αγώνας δύο ετών» μας λέει. Με ποια στόχευση; Προώθηση φοιτητικών αιτημάτων, που στρέφονται γύρω από τη διεκδίκηση εκλογών για την ανάδειξη εκπροσώπων στον σύλλογο που ως τότε διοικείται από διορισμένα μέλη. «Πάντα βέβαια στο μυαλό μας πίσω ήταν η χούντα».

Η κλιμάκωση θα έρθει βαθμιαία, με επίκεντρο την περίφημη 16ωρη συνέλευσή τους, για την οποία θα βρουν χώρο και ανοχή, κάνοντας γαλιφιές στον διορισμένο από τη χούντα πρύτανη (στρατιωτικό) Αχιλλέα Τάγαρη. Η Αθήνα δίνει τον τόνο με τα γεγονότα της Νομικής, Φεβρουάριος 1973, για πολλούς προοίμιο του θρυλικού Νοέμβρη. Οι φοιτητές της Πάτρας ξεσηκώνονται σε συμπαράσταση των βιαίως στρατευομένων φοιτητών της Αθήνας. Η ίδια η Αννα Μπαστάκη θα συλληφθεί, θα υποστεί φάλαγγα και διασυρμούς. Ο ξεσηκωμός δεν ήταν στιγμιαίο ξέσπασμα: Επιστρέφοντας από τις διακοπές του καλοκαιριού του ’73, «ξέραμε ότι πάμε για σύγκρουση».

Η κατάληψη στο Παράρτημα θα γίνει παράλληλα με την αντίστοιχη του Πολυτεχνείου. Η ίδια η Αννα Μπαστάκη παίρνει υπεύθυνο ρόλο, προΐσταται της σίτισης. Ολος ο συντονιστικός πυρήνας αποφασίζει να μην επιτρέψει είσοδο εξωσχολικών στοιχείων, κάτι που θα αποδειχθεί σωτήριο, μας λέει, γιατί κατέστη εφικτό να ελεγχθεί η κατάληψη και να μεθοδευθεί η απεμπλοκή αναίμακτα, όταν ήρθε η ώρα της υποχώρησης, υπό το βάρος του αίματος της Αθήνας. Περιφρουρούν τον χώρο, δεν επιτρέπουν ούτε ρύπους ούτε παραφορές, και καταφέρνουν να κρατήσουν τα γκέμια και τη διασφάλιση της ακεραιότητας όλων των φοιτητών μετά το αναγκαίο τέλος. Μια εξαίρεση σημειώθηκε, με τον φοιτητή Κ. Αναστασίου, που επιδίωξε ασυλλόγιστα να φύγει από κεντρική είσοδο με το ποδήλατό του για να δεχθεί χτύπημα από έναν υποκόπανο φρουρού και να διαχυθεί η παραλυτική πλάνη ότι «ο Κώστας σκοτώθηκε».

Η ίδια ανήκε στην ηρωική ομάδα που έμεινε «στο καράβι» μέχρι να αδειάσει το Παράρτημα, σηκώνοντας την ευθύνη. Απέδρασαν μέσα από παρακείμενες οικίες, με αίσθημα οδύνης. «Τι γίναμε μετά; Ποιος αναρωτήθηκε;» μας λέει. Ολοι βάζουν τίτλους τέλους στην κορύφωση του ηρωισμού. «Φύγαμε σαν κυνηγημένοι. Είχαμε χάσει επαφή και συντροφικότητα. Δεν υπήρχαν τότε κινητά. Για μέρες διερωτώμαστε. Πού είναι ο Κώστας; Πού είναι η Αννα; Πού είναι οι άλλοι; Τι έχουν γίνει;».

Η ίδια βρήκε κρυψώνα για μιάμιση μέρα, μαζί με τον Γ. Κουντουράκη, σε ένα γιαπί, στην μπούκα του φρουραρχείου της Γκότση. Με τη συνδρομή φίλων, φυγαδεύθηκαν για Ρίο και μετά προς Αθήνα. «Δεν ξέραμε τι έπρεπε να περιμένουμε». Μαθαίνει ότι η μάνα της, που δεν έχει σημεία ζωής από την Αννα, ξεκινάει από το χωριό και φτάνει ολοφυρόμενη στην Ασφάλεια της Πάτρας. Είναι η κόρη της ζωντανή; Είναι πεθαμένη; Η Αστυνομία τής φέρεται σκαιά. Αλλά ένας σύντροφος τρυπώνει και της σφυρίζει: «Φύγε, κάνεις κακό. Η Αννα ζει. Δεν έχει συλληφθεί. Κρύβεται. Θα επικοινωνήσει μαζί σου».

Η Αννα βίωσε τη συνέχεια και τη συνέπεια σαν ένα «χάσιμο ψυχής». Δικά της λόγια. Πάνε οι ζωές, πάνε οι σπουδές. Θα επιστρέψει στο Πανεπιστήμιο μετά την πτώση της Χούντας. Η Χούντα είχε πέσει, δεν είχαν πέσει όμως οι χουντικοί. Εγκάθετοι καθηγητές θα της κάνουν πόλεμο. Πήρε το πτυχίο της το 1976.
Νιώθετε περηφάνια; Ρωτάμε. «Ηταν μια υπέρβαση με μεγάλο κόστος» απαντάει. Μάζεψε τις πληγές της. «Εκλεισε αυτός ο κύκλος για μένα, πήγα στο σπίτι μου. Ηταν πολύ σπουδαία αυτά που ζήσαμε, όμως». Για χρόνια δεν μετείχε στις σχολικές γιορτές για το Πολυτεχνείο, «δεν μου άρεσε η καπήλευση».

Υποδέχεται τα 50χρονα με συγκίνηση. Ετοιμαζόταν να φύγει για το Πανεπιστήμιο, στην εκδήλωση της Τετάρτης. «Πολύ λίγος κόσμος ήξερε ότι μετείχα στην εξέγερση. Ε, μετά από τόσα χρόνια, ας πούμε κι εμείς κάτι».