Στένωση Αορτικής Βαλβίδας: Εμφύτευση βαλβίδας χωρίς χειρουργείο

Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι μια σοβαρή καρδιακή νόσος με συμπτώματα όπως στηθάγχη, δύσπνοια και λιποθυμικά επεισόδια.

Βαλβίδας

Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι μια σοβαρή καρδιακή νόσος, κατά την οποία η αορτική βαλβίδα, μέσω της οποίας διοχετεύεται το αίμα από την καρδιά στο υπόλοιπο σώμα, παρουσιάζει σοβαρό περιορισμό στη διάνοιξή της, συνήθως λόγω εναπόθεσης αλάτων ασβεστίου στις πτυχές της που περιορίζει την κινητικότητά τους.

Οι συνέπειες είναι η αιμοδυναμική επιβάρυνση της καρδιάς και η μειωμένη καρδιακή παροχή, με αποτέλεσμα την περιορισμένη παροχή αίματος στα διάφορα όργανα του σώματος, ιδιαίτερα κατά τη σωματική προσπάθεια. Οι δύο αυτοί μηχανισμοί οδηγούν σταδιακά στην εμφάνιση συμπτωμάτων, όπως είναι ο πόνος στο στήθος (στηθάγχη), η δυσκολία στην αναπνοή (δύσπνοια) και τα λιποθυμικά επεισόδια (συγκοπή). Είναι γνωστό από πολλές δεκαετίες, ότι η εμφάνιση συμπτωμάτων σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τους ασθενείς, μια και η επιβίωσή τους ελαττώνεται δραστικά.

Θεραπεία
Η θεραπεία της σοβαρής στένωσης της αορτικής βαλβίδας είναι η αντικατάσταση της βαλβίδας. Για ασθενείς οι οποίοι έχουν υψηλό κίνδυνο ή αντένδειξη για χειρουργική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας υπάρχει τα τελευταία χρόνια η δυνατότητα εμφύτευσης μιας προσθετικής βιολογικής βαλβίδας στη θέση της πάσχουσας βαλβίδας με τη βοήθεια καθετήρα, χωρίς να αφαιρείται η παλιά βαλβίδα (διακαθετηριακή εμφύτευση βαλβίδας, transcatheter valve implantation, TAVI).

Μέθοδος TAVI
Η μέθοδος TAVI διενεργείται με τοπική αναισθησία και ελαφρά μέθη (ή σπανιότερα γενική αναισθησία) με τη βοήθεια ενός ειδικού καθετήρα, ο οποίος μετά από παρακέντηση της μηριαίας αρτηρίας προωθείται μέσω των αγγείων μέχρι την καρδιά με σκοπό την τοποθέτηση της βαλβίδας, χωρίς να διανοίγεται ο θώρακας.

Τα πλεονεκτήματα της TAVI έναντι της χειρουργικής θεραπείας είναι η διενέργεια χωρίς γενική αναισθησία, η ελάχιστη απώλεια αίματος, η μικρότερη πιθανότητα επιπλοκών από το αναπνευστικό σύστημα και την καρδιά, η ελάχιστη παραμονή στη μονάδα εντατικής θεραπείας, η μικρότερη διάρκεια νοσηλείας στο νοσοκομείο και η ταχύτερη αποκατάσταση.

Σε ποιους απευθύνεται;
Η μέθοδος TAVI απευθύνεται σε ασθενείς με ένδειξη αντικατάστασης της φυσικής αορτικής βαλβίδας, αλλά και σε ασθενείς με σοβαρή δυσλειτουργία μιας χειρουργικά εμφυτευμένης βιολογικής προσθετικής βαλβίδας. Αρχικά εκτιμάται ο ασθενής από ομάδα ιατρών σχετικά με την καταλληλότητα για TAVI, με τη βοήθεια του ιστορικού και της κλινικής εξέτασης, καθώς και ορισμένων ειδικών εξετάσεων:

Υπερηχοκαρδιογράφημα, με το οποίο εκτιμάται η ανατομία και λειτουργικότητα των καρδιακών βαλβίδων και της καρδιάς.
Στεφανιαιογραφία, με την οποία εκτιμάται η κατάσταση των αρτηριών που τροφοδοτούν την καρδιά, ώστε να προγραμματισθεί ή να ληφθεί υπόψιν η ανάγκη για αντιμετώπιση τυχόν στενώσεων σε αυτές
Ειδική αξονική τομογραφία της αορτικής βαλβίδας και των αγγείων του θώρακα και της κοιλίας
Εξετάσεις αίματος
Οι βιολογικές βαλβίδες που χρησιμοποιούνται στην TAVI κατασκευάζονται από ιστό περικαρδίου θηλαστικών και στερεώνονται με ράμματα σε ένα μεταλλικό πλαίσιο, ο οποίος συμπτύσσεται κατάλληλα για να μπορεί να τοποθετηθεί στον ειδικό καθετήρα.

Γενικά υπάρχουν δύο ειδών βαλβίδες που χρησιμοποιούνται στην TAVI: αυτές που εκπτύσσονται αυτόματα μετά την απελευθέρωσή τους από τον καθετήρα, λόγω των ελαστικών ιδιοτήτων του μεταλλικού πλαισίου, και αυτές που εκπτύσσονται με τη βοήθεια ενός καθετήρα με μπαλόνι.

Η επιλογή της κατάλληλης βαλβίδας γίνεται με βάση τα ιδιαίτερα ανατομικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε ασθενούς, όπως αυτά μελετώνται στην ειδική αξονική τομογραφία. Γενικά, η προετοιμασία και ο σχεδιασμός της επέμβασης ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασθενούς έχουν αυξήσει σημαντικά την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της TAVI τα τελευταία χρόνια.

Μετά την επέμβαση, οι ασθενείς παραμένουν μία ημέρα στη Μονάδα Εντατικής καρδιολογικής παρακολούθησης και ακολούθως μερικές ημέρες σε κανονικό θάλαμο με συνολικό διάστημα νοσηλείας έως 4 ημέρες. Η μετέπειτα δραστηριότητα των ασθενών αποκαθίσταται βαθμιαία, έχουν όμως τη δυνατότητα να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες, αλλά και να μπορούν να φροντίζουν τον εαυτό τους ήδη από την πρώτη εβδομάδα.