«Δεχτήκαμε απειλές ότι θα μας εκτελέσουν όλους. Θέλουμε να λήξει η τραγωδία εδώ», έκκληση να σταματήσει η αιματοχυσία στα Βορίζια
Το σπίτι που στάθηκε η αφορμή για το μακελειό ανήκε σε έναν Καργάκη, ο οποίος δεν ζει πλέον στο χωριό. Εδώ και μήνες προσπαθούσε να το πουλήσει, αρχικά σε κάποιον από την οικογένειά του, όμως κανείς δεν ήθελε να το αγοράσει
Στην Κρήτη ο δρόμος που οδηγεί στα Βορίζια στενεύει όσο πλησιάζεις το χωριό. Οι ελιές στις άκρες του δρόμου μοιάζουν να κουβαλούν κι αυτές τη σιωπή της τελευταίας εβδομάδας. Λίγο πριν από την είσοδο, η μπλε πινακίδα με τα άσπρα γράμματα «ΒΟΡΙΖΙΑ» είναι διάτρητη από σφαίρες. Μαρτυρά χωρίς λόγια όσα συνέβησαν και όσα προηγήθηκαν, δεκαετίες ολόκληρες πριν, μικρών και μεγάλων πολέμων ανάμεσα σε οικογένειες που έμαθαν να ζουν με το αίμα και τη σιωπή.
Καθώς μπαίνεις στο χωριό, στα δεξιά υψώνεται το μεγάλο σπίτι του 39χρονου Φανούρη Καργάκη, του άνδρα που έπεσε νεκρός το πρωί του περασμένου Σαββάτου. Η γειτονιά των Καργάκηδων. Εκεί που, όπως λένε οι κάτοικοι, «ακόμα και η σκιά ξέρει σε ποιον ανήκει». Οι τοίχοι του σπιτιού είναι πεντακάθαροι, φρεσκοβαμμένοι, όμως ο αέρας γύρω τους μυρίζει πυρίτιδα και πένθος. «Εδώ μέσα δεν μπαίνει κανείς αν δεν είναι δικός τους», λένε οι ντόπιοι. Και αυτό εξηγεί γιατί η παρουσία ενός Φραγκιαδάκη σε εκείνη τη γειτονιά θεωρήθηκε πρόκληση, μια εισβολή στο ίδιο τους το έδαφος. Το σπίτι που στάθηκε η αφορμή για το αιματοκύλισμα ανήκε σε έναν Καργάκη, ο οποίος δεν ζει πλέον στο χωριό. Εδώ και μήνες προσπαθούσε να το πουλήσει, αρχικά σε κάποιον από την οικογένειά του, όμως κανείς δεν ήθελε να το αγοράσει. Ωσπου εμφανίστηκε ένας Φραγκιαδάκης και έκανε την πρόταση. Αυτό το ακίνητο που έγινε η αφορμή για το αιματοκύλισμα κόστισε μόλις 30.000 ευρώ. Ενα σπίτι με αυλή και θέα ολόκληρο το χωριό, σε σημείο που δεσπόζει. Οι Καργάκηδες πρόσφεραν, σύμφωνα με τους κατοίκους, διπλάσια χρήματα: «60.000 τού δίνανε να φύγει, να το αφήσει και να πάει αλλού». Εκείνος όμως, λένε, το πήρε πεισματικά. Ηθελε να το κρατήσει. «Να τους μπει στο μάτι», όπως σχολίασε χωριανός. Το χωριό ζούσε μήνες με το καζάνι να βράζει. Είχαν προηγηθεί απειλές, καβγάδες, ρουφιανιές κι ένας σασμός που πήγε να στηθεί, αλλά έμεινε στη μέση. Οι παλιοί θυμούνται ότι δεν ήταν η πρώτη φορά. «Για μια βρύση στο βουνό, για το νερό που ποτίζει τα χωράφια είχαν έρθει στα μαχαίρια», λένε οι γέροντες. Και τότε, όπως και τώρα, η αφορμή ήταν ασήμαντη, αλλά η προσβολή μεγάλη.
Σκηνικό πολέμου
Το πρωί της 1ης Νοεμβρίου, η Κρήτη ξύπνησε με τους ήχους των πυροβολισμών. Δύο οικογένειες που ζούσαν πόρτα-πόρτα βρέθηκαν ξανά αντιμέτωπες. Ο 39χρονος Φανούρης Καργάκης, πατέρας πέντε παιδιών, και η 56χρονη Ελένη Φραγκιαδάκη, που είχε δύο γιους, έπεσαν νεκροί. Οι πρώτες πληροφορίες μιλούσαν για ανακοπή. Η γυναίκα είχε δεχθεί σφαίρα από τη δεξιά πλευρά που διαπέρασε τους πνεύμονες και βγήκε από τη σπονδυλική στήλη. Το σπίτι των Φραγκιαδάκηδων, λίγες ώρες πριν από τους πυροβολισμούς, είχε γίνει στόχος έκρηξης. Ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε τοποθετηθεί στην αυλή. Οι εικόνες που κατέγραψε το «ΘΕΜΑ» από το εσωτερικό θυμίζουν σκηνικό πολέμου. Κατεστραμμένοι τοίχοι, ραγισμένα τζάμια, πόρτες σπασμένες. Οι κάτοικοι λένε ότι εκείνη τη νύχτα ακούστηκε δυνατός κρότος, αλλά κανείς δεν μίλησε. «Φοβούνται, γιατί όλοι εδώ έχουν όπλα», λέει ένας αστυνομικός που συμμετείχε στις πρώτες έρευνες.
Το επόμενο πρωί, μίλησαν τα όπλα. Ο 39χρονος Φανούρης Καργάκης έπεσε νεκρός κοντά στο σπίτι του. Τέσσερις σφαίρες από καλάσνικοφ διαπέρασαν το κορμί του, χτυπώντας ζωτικά όργανα. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος Οι σφαίρες χτύπησαν και την Ελένη Φραγκιαδάκη που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά. Το αίμα έβαψε το χώμα και η Κρήτη βούλιαξε σε μία ακόμη τραγωδία. Ακολούθησαν έρευνες, προσαγωγές, καταθέσεις. Τρία μέλη της οικογένειας Φραγκιαδάκη παραδόθηκαν οικειοθελώς, συνοδευόμενα από δικηγόρους, λίγο έξω από το Ηράκλειο. Τρία βαν της Αστυνομίας τούς μετέφεραν στο μέγαρο μέσα σε απόλυτη σιωπή. Ηξεραν ότι από εδώ και πέρα ξεκινά η μακρά νομική μάχη.
«Εζησα τη βεντέτα»
Την Κυριακή, λίγο μετά το χάραμα, τον συναντήσαμε στον δρόμο, στον πρωινό του περίπατο. Ο 90χρονος Γιάννης Φραγκιαδάκης, ένας άνθρωπος που έζησε και τις δύο βεντέτες, στάθηκε και δέχθηκε να μιλήσει. Ηταν ο πρώτος από τις δύο οικογένειες που έσπασε τη σιωπή. Με φωνή σταθερή, αλλά γεμάτη πίκρα, είπε λόγια που δύσκολα ακούγονται σε τέτοιες στιγμές: «Εγώ έζησα τη βεντέτα του ’55. Ημουν 20 χρόνων. Είδα πώς αρχίζει το κακό και πώς δεν τελειώνει ποτέ. Τώρα ξαναζούμε τα ίδια. Παιδιά και εγγόνια δεν έμαθαν τίποτα. Αν δεν βάλει το κράτος τάξη, θα έχουμε πάλι αίμα». Ο σεβάσμιος αυτός άντρας, που έχει ζήσει πολέμους και ειρήνη, μίλησε με τη σοφία εκείνου που δεν φοβάται πια τίποτα. Ζήτησε την παρουσία της Αστυνομίας στο χωριό, ακόμη και απαγόρευση κυκλοφορίας τις νύχτες.
«Να μη χαθεί άλλος άνθρωπος», είπε κοιτάζοντας τον ορίζοντα του Ψηλορείτη.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας, η Κρήτη βυθίστηκε στο πένθος για τους δύο νεκρούς. Η κηδεία του Φανούρη Καργάκη τελέστηκε στα Βορίζια, με δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Ημασταν εκεί και τα είδαμε όλα: καμία μπαλωθιά δεν ακούστηκε, καθώς η άτυπη συμφωνία με την Αστυνομία τηρήθηκε στο ακέραιο. Από ψηλά, ένα drone παρακολουθούσε σαν αετός κάθε κίνηση, ενώ βαν της ΟΠΚΕ είχαν πιάσει θέσεις περιμετρικά του βουνού. Οι άνδρες της ΕΚΑΜ βρίσκονταν σε πλήρη ετοιμότητα. Δεν άνοιξε ρουθούνι. Η πομπή, επιβλητική και σιωπηλή, με μαυροφορεμένους άντρες και γυναίκες να ακολουθούν το φέρετρο, έκοβε το αίμα. Το επόμενο μεσημέρι, στα Χανιά, αποχαιρέτησαν την 56χρονη Ευαγγελία Φραγκιαδάκη. Εκεί, τα μέτρα ήταν ακόμη πιο αυστηρά – στην είσοδο της εκκλησίας είχε στηθεί ανιχνευτής μετάλλων, υπό τον φόβο αντιποίνων. Το φέρετρο της γυναίκας ήταν σκεπασμένο με λουλούδια, ενώ ο αδελφός της, συντετριμμένος, απηύθυνε έκκληση να σταματήσει το αίμα: «Δεχτήκαμε απειλές ότι θα μας εκτελέσουν όλους. Θέλουμε να λήξει η τραγωδία εδώ».
Πίσω στα Βορίζια, η ζωή προσπαθεί να επιστρέψει. Ομως κανείς δεν ξεχνά. Ο δρόμος που περνά ανάμεσα στα σπίτια των δύο οικογενειών παραμένει σιωπηλός. Οι έρευνες συνεχίζονται για να διαπιστωθεί από ποιο όπλο έφυγε η φονική σφαίρα που σκότωσε τη γυναίκα. Αν αποδειχθεί όπως όλα δείχνουν ότι προήλθε από όπλο Καργάκη, το μίσος μπορεί να καταλαγιάσει. Αν όχι, το φάντασμα της εκδίκησης θα παραμείνει. Γιατί στα Βορίζια, όπως λένε οι ίδιοι οι κάτοικοι, «εδώ το αίμα δεν στεγνώνει, μόνο ποτίζει τη γη». Και ίσως αυτό να είναι η πιο σκληρή αλήθεια για τη βεντέτα που δεν τελειώνει ποτέ.
Η αποστολή του 2006
Ηταν Ιούλιος του 2006 όταν το «Πρώτο Θέμα» βρέθηκε στα Βορίζια. Ο υπογράφων και η φωτογράφος Ελένη Κουρή είχαμε ταξιδέψει τότε στο μικρό χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη για να καλύψουμε ένα γλέντι πριν από γάμο, εκείνο το παραδοσιακό πρόγαμο που στην Κρήτη κάποιες φορές είναι πιο θορυβώδες από τον ίδιο τον γάμο. Εκείνο το βράδυ το χωριό έσφυζε από ζωή. Οι αυλές ήταν γεμάτες και τα τραπέζια στρωμένα. Ομως, καθώς η νύχτα προχωρούσε, η μουσική χάθηκε πίσω από τον ήχο των πυροβολισμών. Οι σφαίρες ανέβαιναν στον ουρανό σαν φωτεινά σημάδια που έσχιζαν το σκοτάδι. Αντρες, γυναίκες, νεαροί, όλοι με ένα όπλο στο χέρι.

Οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν εκείνο το βράδυ αποτύπωναν μια εικόνα που έμοιαζε με πολεμικό σκηνικό. Καλάσνικοφ, πιστόλια, καραμπίνες, γεμιστήρες επάνω στα τραπέζια. Σφαίρες να σχηματίζουν σωρούς. Ορισμένοι έριχναν διαρκώς, άλλοι καθάριζαν και γέμιζαν τα όπλα τους προσεκτικά, σαν να εκτελούσαν ένα ιερό καθήκον. Η αποστολή του 2006 κατέγραψε κάτι που δεν ήταν απλώς ένα γλέντι. Ηταν ένα στιγμιότυπο μιας παράδοσης που επιβιώνει στο πέρασμα των χρόνων. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή παρόλο που μικρά παιδιά κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας. Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, τίποτα δεν δείχνει να έχει αλλάξει. Οι ίδιες αυλές, τα ίδια τραπέζια, οι ίδιοι ήχοι. Η Κρήτη εξακολουθεί να κουβαλά τη διπλή της φύση, τόπος φιλοξενίας και τόπος ένοπλης παράδοσης. Οπως είχε αποκαλύψει τότε το ρεπορτάζ του «ΘΕΜΑτος», τα μεγάλα φορτία με οπλισμό και πυρομαχικά έφταναν και συνεχίζουν φτάνουν στο νησί από τη θάλασσα κυρίως. Από χώρες της βόρειας Αφρικής αλλά και την Αλβανία. Τα όπλα αποβιβάζονται σε παραλίες του Ρεθύμνου και των Χανίων, μεταφέρονται σε φορτηγά και εξαφανίζονται στα βουνά προτού προλάβει να τα εντοπίσει η Αστυνομία. «Το εμπόρευμα παραδίδεται τη νύχτα, στα ανοιχτά, από πλοίο σε πλοίο», ανέφεραν τότε οι πηγές. Οι κάτοικοι γνωρίζουν, οι Αρχές υποψιάζονται, αλλά κανείς δεν μιλά. Οι φωτογραφίες εκείνου του ρεπορτάζ έδειχναν τον αληθινό χάρτη των όπλων της Κρήτης. Από τα παράλια της νότιας πλευράς, το εμπόρευμα φορτώνεται σε αγροτικά ή σε ιδιωτικά Ι.Χ., τα οποία κατευθύνονται στο λεγόμενο «τρίγωνο του διαβόλου» Ζωνιανά, Ανώγεια, Λιβάδια. Περιοχές-άβατα, δύσβατες, με δρόμους που ανεβαίνουν και χάνονται στα βουνά. Εκεί, λένε οι παλιοί, «ούτε drone δεν φτάνει». «Δύο φορές χρειάστηκε να παραδώσουμε τα όπλα», θυμάμαι να μου λέει τότε ένας ηλικιωμένος. «Στον πόλεμο τα είχαμε γιατί τα χρειαζόμασταν. Δεν πρόκειται να κάνουμε ξανά το ίδιο λάθος».
Σύμβολο φόβου
Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, στα ίδια χωριά, τα ίδια λόγια επαναλαμβάνονται. Τα όπλα δεν είναι απλώς αντικείμενα. Είναι προέκταση του εγωισμού, της τιμής και της επιβίωσης. Είναι το μέσο με το οποίο μετριέται η ισχύς. Και όσο τα παιδιά μεγαλώνουν βλέποντας τις κάννες να αστράφτουν δίπλα στις μαντινάδες, τόσο το φαινόμενο θα παραμένει ζωντανό. Η Κρήτη δεν είναι απλώς τόπος με όπλα. Είναι τόπος όπου τα όπλα έχουν ιστορία. Από την Αντίσταση μέχρι τα σύγχρονα γλέντια, το μέταλλο και ο καπνός είναι παρόντες. Μόνο που πια αυτό που κάποτε ήταν σύμβολο ελευθερίας έγινε σύμβολο φόβου. Και όσο κι αν οι Αρχές επιχειρούν ελέγχους, όσο κι αν τα μπλόκα στήνονται και οι συλλήψεις γίνονται είδηση για μια μέρα, στα χωριά του Ψηλορείτη οι σφαίρες συνεχίζουν να πέφτουν. Όλοι γνωρίζουν πως τα σπίτια είναι οπλοστάσια, όμως όταν φτάνει η Αστυνομία δεν βρίσκεται ούτε νεροπίστολο. Μέσα σε λίγες ώρες τα πάντα έχουν εξαφανιστεί.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News
