Η δικαιοσύνη στο ποδόσφαιρο δεν είναι διαπραγματεύσιμη
Οι ομάδες και οι αξιωματούχοι που δεσμεύονται από τον Κώδικα έχουν υποχρέωση να γνωστοποιούν ενδεχόμενες παραβάσεις όταν περιέρχονται σε γνώση τους
Της ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ *
Η συζήτηση γύρω από την ποιότητα της διαιτησίας και τη διαφάνεια των διαδικασιών στο ελληνικό ποδόσφαιρο βρίσκεται εκ νέου στο προσκήνιο, με αφορμή τις πρόσφατες ενέργειες της ΠΑΕ ΑΕΚ και την προσφυγή της ενώπιον των θεσμικών οργάνων της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ).
Σε ένα περιβάλλον όπου η ένταση και η καχυποψία συχνά θολώνουν την ουσία, καθίσταται αναγκαίο να αναδειχθούν οι θεσμικές διατάξεις που διέπουν το ζήτημα και να αποσαφηνιστούν οι δυνατότητες και τα όρια των παρεμβάσεων που επιτρέπονται από το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας της ΕΠΟ συνιστά το βασικό ρυθμιστικό κείμενο που ορίζει τις αρχές ακεραιότητας, αντικειμενικότητας και θεσμικής ορθότητας των προσώπων και οργάνων που δραστηριοποιούνται στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Σύμφωνα με τις διατάξεις του, η αμεροληψία των αξιωματούχων, η αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων και η προστασία της αξιοπιστίας του αθλήματος αποτελούν δεσμευτικούς κανόνες δικαίου.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας, διαρθρωμένη σε ερευνητικό και δικαστικό τμήμα, έχει αρμοδιότητα διερεύνησης και εκδίκασης υποθέσεων που αφορούν παραβιάσεις του Κώδικα.
Αντικείμενό της δεν είναι η «εκ νέου κρίση» αθλητικών αποτελεσμάτων, αλλά η διασφάλιση της ακεραιότητας της ποδοσφαιρικής λειτουργίας.
Οι ομάδες και οι αξιωματούχοι που δεσμεύονται από τον Κώδικα έχουν υποχρέωση να γνωστοποιούν ενδεχόμενες παραβάσεις όταν περιέρχονται σε γνώση τους.
Η προσφυγή της ΑΕΚ, συνεπώς, εντάσσεται ακριβώς στη θεσμική δυνατότητα και υποχρέωση ελέγχου συμπεριφορών που δύνανται να επηρεάσουν την εμπιστοσύνη στο σύστημα διαιτησίας ή να προσβάλλουν την ανεξαρτησία και τη διαφάνεια των θεσμικών οργάνων. Πρόκειται για οδό απολύτως συμβατή με το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα Δεοντολογίας.
Ο Κανονισμός Διαιτησίας ρυθμίζει το σύνολο των διαιτητικών θεμάτων, καθώς και τη λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής Διαιτησίας (ΚΕΔ), η οποία υπάγεται στην ΕΠΟ.
Οι διατάξεις του καθορίζουν τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των διαιτητών, τα πειθαρχικά παραπτώματα, τις διαδικασίες αξιολόγησης και τους κανόνες λειτουργίας της διαιτησίας.
Ενώ ο Κανονισμός δεν θεσπίζει ένα τυπικό, ανεξάρτητο «δικαίωμα καταγγελίας» από ΠΑΕ κατά συγκεκριμένης διαιτητικής απόφασης, ορίζει σαφώς ότι τα όργανα και οι αξιωματούχοι της διαιτησίας υπέχουν ευθύνη τήρησης των κανόνων που τους διέπουν. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη πειθαρχικών μηχανισμών για τους διαιτητές και τα μέλη της ΚΕΔ αποτυπώνει ότι η διαιτητική λειτουργία δεν είναι ανεξέλεγκτη, αλλά υπάγεται σε θεσμικό έλεγχο.
Ως εκ τούτου, κάθε καταγγελία που σχετίζεται με ενδεχόμενη παράβαση καθήκοντος, αμεροληψίας ή δεοντολογικής υποχρέωσης από αξιωματούχο της διαιτησίας μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητας των οργάνων της ΕΠΟ και όχι για την αθλητική αξιολόγηση της φάσης, αλλά για τον έλεγχο της θεσμικής ορθότητας των ενεργειών.
Η νομική σημασία των ενεργειών της ΑΕΚ έγκειται στο γεγονός ότι ασκεί τα δικαιώματα που της παρέχει το κανονιστικό πλαίσιο με τρόπο απολύτως συμβατό με το θεσμικό ρόλο που έχει κάθε ΠΑΕ εντός της ποδοσφαιρικής έννομης τάξης.
Με άλλα λόγια, η προσφυγή στην Επιτροπή Δεοντολογίας δεν αποτελεί επικοινωνιακή ή συγκρουσιακή πράξη, αλλά άσκηση ενός θεσμικού δικαιώματος που αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Η ΑΕΚ δεν αμφισβητεί τη φύση των διαιτητικών σφαλμάτων ούτε επιχειρεί να μεταβάλει αποτελέσματα αγώνων. Αντιθέτως, επιδιώκει την πειθαρχική διερεύνηση και τη θεσμική αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη διαιτητική λειτουργία. Η στάση αυτή αντανακλά μια σύγχρονη αντίληψη περί διακυβέρνησης στον αθλητισμό και προάγει την ανάγκη θεσμικής ορθότητας έναντι της αυθαιρεσίας ή της επικοινωνιακής πίεσης.
Η δικαιοσύνη στο ποδόσφαιρο, όπως και σε κάθε οργανωμένο σύστημα κανόνων, δεν αφορά μόνο την ορθή εφαρμογή των κανονισμών αλλά και την αντίληψη ότι η εφαρμογή αυτή είναι αντικειμενική και κοινή για όλους. Η ισονομία δεν μπορεί να είναι επιλεκτική ούτε να εξαρτάται από την ερμηνευτική άνεση των εκάστοτε αξιωματούχων.
Σε μια περίοδο όπου οι συζητήσεις γύρω από τη διαιτησία συχνά σκιάζονται από εντυπώσεις, είναι κρίσιμο να υπενθυμίσω ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο προβλέπει διαδικασίες ελέγχου, λογοδοσίας και πειθαρχικής αξιολόγησης.
Η αξιοποίησή τους, όπως στην περίπτωση της ΑΕΚ, συνιστά όχι απλώς δικαίωμα, αλλά υποχρέωση προς το ίδιο το ποδόσφαιρο.
Η ΑΕΚ επιλέγει τον δρόμο της θεσμικής διεκδίκησης, της νομικής τεκμηρίωσης και της ακεραιότητας. Σε ένα σύστημα που οφείλει να λειτουργεί με διαφάνεια και λογοδοσία, αυτή η επιλογή δεν είναι ούτε αμυντική ούτε επιθετική. Είναι αναγκαία.
Διότι στο ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως και σε κάθε έννομη τάξη, η δικαιοσύνη δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Είναι ο μόνος δρόμος.
⦁ H Mαρία Παναγιώτου είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News
