Blonde: Μια βιογραφία στη μέγγενη του ψυχογραφήματος

Blonde

Περίτρανα έχει αποδειχτεί, ότι όλοι μας εμπιστευόμαστε την εικόνα του ανθρώπου που βρίσκεται μπροστά μας, αλλά λίγοι είναι αυτοί που έχουν την υπομονή, το κουράγιο ακόμα και τις ικανότητες, να εμβαθύνουν στα πράγματα και να δουν τι στ’ αλήθεια κρύβεται πίσω από ένα χαμόγελο, μια άγρια έκφραση, μια καλοδιατυπωμένη φράση ή έναν απρόσμενο βρυχηθμό.

Όλοι μας βλέπουμε αυτό που φαίνεται. Ελάχιστοι αντιλαμβανόμαστε αυτό που πραγματικά ζει και ανασαίνει εμπρός μας. Δυσκολεύουν τα πράγματα, έτι περεταίρω, γιατί κάποιοι για να επιτύχουν, επικούς αιφνιδιασμούς και καθοριστικές νίκες, με μαγικό τρόπο δείχνουν αδύναμοι όταν είναι δυνατοί και δυνατοί όταν είναι αδύναμοι. Πάντως ένα είναι βέβαιο, όπου υπάρχει μια λαμπερή, αστραφτερή, μαγευτική και λεία επιφάνεια, από κάτω διαφεντεύει τα πράγματα ένας τρομακτικά σκοτεινός πυθμένας.

Το Blonde εισβάλει με τα πρώτα πλάνα του στη ασταθή παιδική ηλικία της Νόρμα Τζιν (Λίλι Φίσερ) και με αιχμή την αλκοολική και λίγο σαλεμένη μητέρα της (Τζουλιάν Νίκολσον) ορμά πάνω στη μικρή Νόρμα με στόχο να την αφανίσει σαν μια μικρή αμαρτία σαν ένα ανείπωτο πταίσμα, σαν ένα αδικαιολόγητο ξάφνιασμα. Όλη αυτή η τραγική παιδική ζωή συνοδευόμενη από την αιώνια αναμονή του πατέρα που ποτέ δεν έλαβε σάρκα και οστά, σκόρπισαν τη μικρή Νόρμα στην αρχή και τη Μέριλιν στη συνέχεια, έτσι που το ένα λάθος να διαδέχεται το άλλο και η μια καταστροφή να χωνεύεται μέσα στην επόμενη.

Αυτά στην ταινία του Άντριου Ντόμινικ, γιατί στην πραγματικότητα η Μέριλιν Μονρό μανατζάρισε με μαεστρία τον εαυτό της, συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες, έκανε δική της εταιρεία και έγινε ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά και εν γένει pop culture είδωλα όλων των εποχών. Όλα βέβαια δεν πάνε κατ’ ευχήν ούτε στην αρχή τους, πολύ περισσότερο στο τέλος τους.

-Πώς ξεκίνησες; Ρωτάει ο άνδρας της, την Μέριλιν.

-Κάποιος με ανακάλυψε, απαντά σφιγμένο, μετανιωμένο το σεξ σύμβολο που φώτισε τον πλανήτη στα μέσα του περασμένου αιώνα κι ακόμα εξακολουθεί να τον απασχολεί με τη λάμψη του.

Ο πανίσχυρος και άξεστος επικεφαλής του στούντιο, λοιπόν «την ανακαλύπτει» την βιάζει σε μια από τις πρώτες της οντισιόν κι ενώ η Μέριλιν προσπαθεί να γίνει ακόμα αυτό που σχεδιάζει. Ο σπουδαίος παίκτης του μπέιζμπολ και δεύτερος σύζυγός της Τζο Ντι Μάτζιο (Μπόμπι Καναβάλε) την έδερνε, γιατί τότε και μόνο τότε ένιωθε ότι την ήλεγχε, την είχε δικιά του, μπορούσε να της επιβληθεί. Φθονούσε την ίδια ομορφιά την οποία λάτρευε, εχθρευόταν το πρόσωπο, το οποίο τον σαγήνευε.

Ζούσε μέσα στη ζήλεια, για κάτι που δεν ήταν ικανός να έχει και η ίδια η Μέριλιν δεν θα του επέτρεπε, γιατί ο ερωτισμός δεν είχε μέχρι τότε αγία και αυτή το είχε αποφασίσει, να ανήκει σε όλους τους πιστούς του έρωτα. Εκεί ανάμεσα στους συζύγους έχουμε τα Επτά χρόνια φαγούρα και το φόρεμα που το σηκώνει ο αέρας από τον υπόγειο και μαζί απογειώνει τις φαντασιώσεις του αντρικού πληθυσμού όπου γης από τότε και στο διηνεκές.

Ο σκηνοθέτης εμμονικά επαναλαμβάνει τη σκηνή που όλοι αγαπούμε να βλέπουμε αλλά κανείς δεν θέλει να την κακοποιούν. Ο σπουδαίος Μπίλι Γουάιλντερ είχε την αίσθηση του μέτρου, του ρυθμού και της ακρίβειας και δεν έκαψε τη σκηνή, αλλά στην ταινία του ο Άντριου Ντόμινικ την σπαταλά ανεπίτρεπτα και δεν είχε μπροστά στο φακό του τη θρυλική Μέριλιν Μονρό να πει κανείς ότι παρασύρθηκε…

-Δεν αντέχω να παίξω άλλη σκηνή με την Μέριλιν Μονρό, ψιθυρίζει σε κάποιο διάλειμμα απελπισίας η μεγάλη σταρ και συνεχίζει «η Μέριλιν Μονρό υπάρχει μόνο στην οθόνη».

Ο Άρθουρ Μίλερ (Έντριεν Μπρόντι) ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας ήταν ο επόμενος σύζυγός της ο οποίος μπορεί να μην διατήρησε τις βάναυσες μεθόδους του Τζο Ντι Μάτζιο, αλλά κι αυτός με τον τρόπο του προσπαθεί να χειριστεί την εύθραυστη και ευαίσθητη Μέριλιν. Η έκτρωση και η αποβολή ήρθαν να αποσυναρμολογήσουν ότι ανθρώπινο κι αληθινό προσπαθούσε με κόπο και πόνο να δημιουργήσει γύρω της η μεγάλη σταρ, ο δε χωρισμός της με τον Μίλερ ακολούθησε σαν φυσική συνέπεια, βασανιστικών και αλλοπρόσαλλων επιλογών. Η σκηνή με τον πρόεδρο μοιάζει βάναυση, η οποία αποκαθηλώνει και τον τραχύ και σκαιό president και την άβουλη Μέριλιν και την ωμή, χυδαία και ολίγον καρτουνίστικη σχέση τους.

O Άντριου Ντόμινικ χαρακτήρισε την ταινία σαν συνδυασμό του «Πολίτη Κέιν» του Ορσον Γουέλς και του «Οργισμένου Ειδώλου» του Μάρτιν Σκορσέζε. «Η ταινία χρησιμοποιεί όλες τις εικόνες που έχετε δει για τη Μέριλιν Μονρό, τις ταινίες και τις φωτογραφίες της ζωής της. Αλλά αλλάζει το νόημα όλων αυτών των πραγμάτων σύμφωνα με το εσωτερικό της δράμα. Είναι λοιπόν μια ταινία για το ασυνείδητο κατά κάποιο τρόπο. Και είναι μια τραγωδία. Είναι κάτι σαν ένα ανεπιθύμητο παιδί που γίνεται η πιο περιζήτητη γυναίκα στον κόσμο και πρέπει να αντιμετωπίσει όλη την επιθυμία που της απευθύνεται, και πόσο μπερδεμένο είναι αυτό. Είναι κάτι σαν εφιάλτης. Είναι να είσαι σε ένα αυτοκίνητο χωρίς φρένα. Απλώς πηγαίνει συνέχεια όλο και πιο γρήγορα.»

Στις πασίγνωστες σκηνές της Μέριλιν η ομοιότητα της ντε Άρμας κάνει το θαύμα της και μας αναγκάζει πολλές φορές να ξαναδούμε προσεχτικά τη σκηνή για να είμαστε σίγουροι ότι δεν αποτελεί αρχειακό υλικό με γυρίσματα της πραγματικής Μονρό. Από κάποιο σημείο και ύστερα συμβιβαζόμαστε με την εντυπωσιακή «προσομοίωση» και αφήνουμε τις αμφιβολίες για τις συζητήσεις μετά το πέρας της ταινίας.

«Μου πήρε εννέα μήνες» σημείωσε η Άνα ντε Άρμας «για τη διάλεκτο και τις ασκήσεις πρόσθετων διαλόγων ώστε να τελειοποιήσω την προφορά. Ήταν μεγάλο μαρτύριο, κάτι εξουθενωτικό. Ο εγκέφαλός μου κάηκε. Δήλωσε η Ισπανο-κουβανή ηθοποιός. Ο δε Έιντριεν Μπρόντι ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον δεύτερο άνδρα της Μέριλιν Μονρόε τον συγγραφέα Άρθρουρ Μίλλερ δήλωσε «Δεν υπήρχε μόνο φήμη και δόξα. Ήταν η πιο εμβληματική ηθοποιός του Χόλιγουντ. Όμως, ένιωθε τεράστια μοναξιά. Ένα κενό. Πρέπει να φανεί η ψυχική αναταραχή και η κακοποίηση που βίωνε».

Η ταινία στηρίζεται στο 700 σελίδων μυθιστόρημα της Τζόις Κάρολ Όουτς ασθμαίνοντας ακολουθεί τη ζωή της μεγάλης σταρ από τα παιδικά της σκοτεινά και δυστυχισμένα χρόνια μέχρι τον θάνατο της πάντα δυστυχισμένης, κακοποιημένης και υποτιμημένης Μέριλιν στα 36 χρόνια της. Ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης Άντριου Ντόμινικ χρησιμοποιεί το μυθιστόρημα σαν σταθερά, σαν σημαδούρα, από εκεί εξορμά να εξερευνήσει μέσω της κινηματογραφικής τέχνης και τεχνικής τις φρικαλέες στιγμές μοναξιάς της Μέριλιν ανάμεσα σε τόσο πλήθος, τις βάναυσες συμπεριφορές ερωτικών συντρόφων και συνεργατών εις βάρος της, την βουλιμία του αδηφάγου κοινού που ήθελε να καταναλώσει κι άλλη Μέριλιν, όλο και περισσότερη Μέριλιν.

Ο σκηνοθέτης φαίνεται να παίρνει πολύ προσωπικά την όλη υπόθεση, τόσο που χάνεται ανάμεσα σε πειραματισμούς, δοκιμές, ευρήματα, ενδιαφέρουσες ιδέες αλλά στο τέλος καταφέρνει με την ταινία του, χωρίς να το έχει σκοπό, χωρίς να το θέλει, να κακοποιήσει κι αυτός όπως και οι άλλοι την Μέριλιν. Πουθενά δεν βλέπουμε αυτό το θεσπέσιο, μαγικό πλάσμα, σε όλη του τη λαμπρότητα τη γοητεία και ακτινοβολία.

Η σαγήνη της Μονρό πνίγεται μέσα στα γκρο πλαν των αποβολών και των εκτρώσεων, η έλξη της μουτζουρώνεται από το ασπρόμαυρο της βίας και της υποταγής, η μαγεία της Μέριλιν λιώνει μέσα στις εναλλαγές του format στο αλκοόλ και τα χάπια. Όλα συμβαίνουν κάτω από τους ήχους της μουσικής του Νικ Κέιβ και του Γουόρεν Έλις. Στο τέλος τι μένει από όλη αυτήν την τρίωρη «σύρραξη»; μια ενδιαφέρουσα φορμαλιστική προσέγγιση που όμως ξεχνά και την ηθοποιό και τη γυναίκα και τη Μέριλιν και τον μύθο της. Ποιος ξέρει μπορεί, όλα αυτά ο ταλαντούχος Άντριου Ντόμινικ να τα θεωρούσε γνωστά και αυτονόητα και να ήθελε να ταξιδέψει στα πιο σκοτεινά μέρη του κόσμου της Μέριλιν.

Εξ άλλου όπως έλεγε η Αμερικανίδα συγγραφέας & φιλόσοφος Ayn Rand «Το πιο δύσκολο είναι να εξηγήσεις το εκτυφλωτικά προφανές γεγονός που όλοι έχουν επιλέξει να μη βλέπουν» και ποιος άραγε μπορεί να καθίσει να σκεφτεί, να σταθμίσει, να υπολογίσει τα πράγματα και τις καταστάσεις όταν μπροστά του έχει την Μέριλιν να του χαμογελά με μισόκλειστα μάτια, μισάνοιχτο στόμα και να την περιβάλλει το φωτοστέφανο της αγίας του έρωτα;