Δημήτρης Μαμαλούκας: «Δεν επηρεάζομαι από το σκοτάδι των ιστοριών μου»
Από τα προηγούμενα ήδη βιβλία του, έχει αποδείξει ότι κατέχει άριστα την τέχνη της ύφανσης της αστυνομικής πλοκής, καθώς επίσης τη δημιουργία ηρώων, που μόνο χάρτινοι δεν φαντάζουν. Ετσι, επιτυγχάνει να μεταφέρει τον αναγνώστη στον πυρήνα της ιστορίας του, μετατρέποντάς τον και σε… θεατή. Γιατί τα μυθιστορήματά του διαθέτουν, συν τοις άλλοις, κινηματογραφικούς ρυθμούς και ολοζώντανες σκηνές έντονης δράσης. Ο Δημήτρης Μαμαλούκας συστήνει στην «ΠτΚ» τον χάκερ ήρωά του που δηλώνει ιδιωτικός ντετέκτιβ, εξηγεί την έλξη του για την αστυνομική λογοτεχνία, επισημαίνει τα σημεία που προσέχει όταν γράφει για παιδιά, μας βάζει στο συγγραφικό του εργαστήρι, ενώ περιγράφει μια φανταστική συνάντηση με τον Νετούνο του.
Πώς γεννήθηκε ο Νετούνο και η ιστορία στην οποία πρωταγωνιστεί κι έχει να κάνει με την απαγωγή ενός διαβητικού παιδιού για είσπραξη -οφειλόμενων(;)- λύτρων;
Ο Νετούνο υπήρχε αρχικά στο μυαλό μου σαν παν-επόπτης αφηγητής μιας αστυνομικής ιστορίας στην οποία θα πρωταγωνιστούσε μεταξύ άλλων το δίδυμο πληρωμένων δολοφόνων Μπιλ και Χίκοκ. Καθώς όμως σχεδίαζα την πλοκή, ο Νετούνο απαίτησε να πρωταγωνιστήσει και να μην περιοριστεί σε μια απλή αφήγηση. Να είναι ο πρωταγωνιστής και με τους δικούς του όρους. Κι από εκεί ξεκίνησαν όλα. Η νέα ιστορία που διαμορφώθηκε ξεκινάει όταν η πρώην αγαπημένη του, η Σάντι, του τηλεφώνησε για να τον παρακαλέσει να σώσει τη ζωή του μικρού της παιδιού που κάποιοι άγνωστοι απήγαγαν.
Αλήθεια, γιατί Νετούνο, δηλαδή Ποσειδώνας στα Ιταλικά και πόσο χρονών είναι; Από πληροφορίες, που δίνονται στο βιβλίο, η ηλικία του φαντάζει εξωπραγματική.
Κανείς δεν ξέρει από πού πήρε το όνομά του κι όταν τον ρωτάνε την καταγωγή του απαντάει: «είναι περίπλοκο». Το ίδιο και η ηλικία του. Δεν το συνειδητοποιεί, αλλά έχει βρεθεί σε μέρη κι έχει τραβήξει φωτογραφίες πριν από, ανεξήγητα, πολλά χρόνια. Είναι ένας γρίφος που ελπίζω να λυθεί στα επόμενα βιβλία. Δεν ξέρω αν είναι ο Νετούνο εκείνος που ανακαλύπτει περισσότερο τον εαυτό του ή εγώ τον ήρωά μου.
Πάντα ιδιαίτερες φυσιογνωμίες οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ, ο δικός σας, όμως, είναι κάτι διαφορετικό. Ζει σε ένα υπόγειο μπούνκερ, η μνήμη του είναι θρυμματισμένη, διαθέτει ένα χάρισμα, πολλάκις σωτήριο, κι είναι ένας «απελπισμένος άνθρωπος». Τι σας γοητεύει σ’ αυτόν και πού, ενδεχομένως, μοιάζετε;
Ολα τα παραπάνω συμπληρώνουν το προφίλ του Νετούνο. Βλέπει «κομμάτια» από το παρελθόν του και εικόνες από το μέλλον. Κάποια στιγμή θα γίνει υπερβολικά βίαιος κι αυτό θα τρομάξει ως και τον ίδιο. Συχνά αυτή η αβεβαιότητα, το να μη γνωρίζει τις ρίζες του, την καταγωγή, ακόμα και την ηλικία του, τον καταβάλλει ψυχολογικά. Εμένα προσωπικά με γοητεύει η μοναξιά του, η συχνά απατηλή αίσθηση ελευθερίας που διατείνεται ότι κατέχει όταν βρίσκεται κλεισμένος στο υπόγειο μπούνκερ του, στο μικρόκοσμό του, κυκλωμένος από τα αγαπημένα του αντικείμενα: τα βιβλία, τα κόμικς, τους πίνακες και τα αγαπημένα αυτοκίνητά του.
Η ιστορία σας έχει σκληρές -κινηματογραφικές- εικόνες. Πώς λειτουργείτε όταν γράφετε; Κατά πόσο επηρεάζει το «σκοτάδι»
τη ζωή σας;
Δεν επηρεάζομαι σχεδόν καθόλου από το «σκοτάδι» που τοποθετώ στις ιστορίες μου. Είναι μια ερώτηση που μου κάνουν συχνά όσοι διαβάζουν το ιδιαιτέρως μαύρο Κοπέλα που σε λένε Φίνι και το σχεδόν νοσηρό Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού. Παρόλο που ζω μήνες μέσα στα βιβλία, γράφοντάς τα, οι επηρεασμοί που έχω είναι μικροί και καθόλου βίαιοι, περισσότερο περιπετειώδεις θα έλεγα, όπως το να παίρνω κι εγώ το αυτοκίνητό μου για μια μοναχική βόλτα όπως κάνει ο Πετράρχης στη Μοναξιά της Ασφάλτου ή ο Νετούνο στο τελευταίο μου βιβλίο.
Με «Τα πτώματα δεν πληρώνουν» μετράτε έξι αστυνομικά μυθιστορήματα. Τι σας ελκύει στο συγκεκριμένο είδος, που
ανθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας;
Απλώς μου αρέσει πολύ. Οχι, δεν προσπαθώ μέσω των βιβλίων μου να αναδείξω τις κοινωνικές αδικίες ή τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στον μοντέρνο κόσμο μας ή στη χώρα μας, όπως είναι της μόδας να λένε οι αστυνομικοί συγγραφείς τα τελευταία χρόνια. Μου αρέσει να γράφω ιστορίες που χαρακτηρίζονται από αγωνία, πλοκή, ανατροπές. Θέλω να γλυτώσω τον αναγνώστη από περιττές σελίδες, όσο είναι δυνατόν, αφού σε κάθε περίπτωση μια ιστορία πρέπει να έχει ένα πλαίσιο που θα αναπτυχθεί. Κι αυτό το πλαίσιο έχει όλο το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο που είναι απαραίτητο. Και δε χρειάζεται να του αφιερώσεις ολόκληρες παραγράφους, αλλά αρκούν μερικές έξυπνες πινελιές.
Οι ιστορίες σας έχουν μια αύρα μάλλον διεθνή -και δη ιταλική- παρά ελληνική. Ο λόγος;
Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Τοποθετώ τις ιστορίες μου, όπως και όπου μου έρχονται στο μυαλό. Τα μισά μου αστυνομικά διαδραματίζονται στην Ελλάδα, δύο στην Ιταλία κι ένα είναι διεθνές. Μερικές ιστορίες απλώς δεν λειτουργούν στην Ελλάδα. Ενας άνθρωπος που θέλει να εξαφανιστεί, κρύβεται πιο εύκολα στη Νάπολι παρά στην Αθήνα. Κι έπειτα υπακούω σε διάφορες υποσχέσεις που έχω δώσει στον εαυτό μου. Το να περιγράψω την Ιταλία των μολυβένιων χρόνων ήταν μία από αυτές.
Μυείτε, πάντως, και τα παιδιά στο μυστήριο και την περιπέτεια. Εν προκειμένω, τι προσέχετε ιδιαίτερα;
Προσέχω το μυθιστόρημα για παιδιά να μην έχει υπερβολική βία, χωρίς να είναι γλυκανάλατο, κι απ’ την άλλη θέλω να έχει συνεχή αγωνία, περισσότερο κι από τα μυθιστόρημα των ενηλίκων, διότι τα παιδιά είναι πιο απαιτητικοί αναγνώστες, ειδικά τα παιδιά του σήμερα που έχουν συνηθίσει να περιηγούνται στο διαδίκτυο και να διαχειρίζονται τις πληροφορίες των λίγων δευτερολέπτων. Είναι πολύ δύσκολο να κερδίσεις ένα παιδί και να το κάνεις να πιάσει, να διαβάσει και να τελειώσει ένα βιβλίο με κείμενο που το σπάνε μόνο δέκα εικονογραφημένες σελίδες.
Βρίσκεστε τετ-α-τετ με τον Νετούνο. Μπορείτε να το φανταστείτε και να μας το περιγράψετε -χρόνο, τόπο, σκηνικό, συνομιλία;
Είμαστε στο παράξενο μπαρ που μοιάζει με βαγόνι και βρίσκεται στην άκρη ενός μεγάλου βενζινάδικου. Είναι όλο ξύλινο, και μέσα έχει μια μεγάλη μπάρα σε όλο το μήκος του. Στη συνάντηση παρίσταται και ο επιχειρηματίας ιδιοκτήτης, νονός της νύχτας. Δεν υπάρχει κανείς άλλος εκτός από μας και τον ηλικιωμένο μπάρμπαν. Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Εχω έρθει με το δικό μου young timer αυτοκίνητο κι εκείνος με την Porsche 911 του. Πίνουμε πανάκριβο γιαπωνέζικο μωλτ, προσφορά του ιδιοκτήτη, και ακούω τον Νετούνο να μου διηγείται την επόμενή του περιπέτεια. Ο ίδιος απαιτεί τεράστιο χρόνο συμμετοχής, ζητάει επιτακτικά να έχει λόγο σε όλα, στους υπόλοιπους ήρωες, στην πλοκή και στις ανατροπές, αλλά με διαβεβαιώνει πως δε βιάζεται. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, εκείνος έχει απεριόριστο χρόνο. Εγώ όμως όχι, σκέφτομαι με πικρία. Του λέω: «δεν έχεις απεριόριστο χρόνο, αν πεθάνω, θα πεθάνεις». Κι εκείνος δεν απαντά, με κοιτάζει μόνο σαν να μη με πιστεύει.
Νέα του θα ξανακούσουμε;
Είμαι σίγουρος ότι θα ξανακούσουμε, αλλά δε θα είναι το επόμενο βιβλίο. Αυτό θα είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα αφιερωμένο σ’ ένα μεγάλο θέμα.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News