Ιησούς Χριστός νικάει

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Περάσαμε από τις μέρες του Πάσχα με καλά νέα. Ο Ιησούς αναστήθηκε, γιορτάσαμε το γεγονός όπως τον παλιό καιρό με μια σχετική σύνεση ως προς τον εφοδιασμό με φαγώσιμα, η πανδημία σταμάτησε να απασχολεί τις συζητήσεις μας, γιατί έχουμε την πεποίθηση ότι μετατράπηκε σε μια ίωση που περνάει με λίγο ξάπλωμα, οι δε νοσηλείες αφορούν ασθενείς που «δεν μπορεί, κάποιο πρόβλημα δεν είχαν», ενώ εμείς δεν έχουμε. Και την Κυριακή ο Μακρόν κέρδισε τις εκλογές, αν και η Λεπέν ξεπέρασε το 40% στον β’ γύρο. Ευτυχώς που δεν υπάρχει και τρίτος.

Δεν ακούσαμε κουβέντες στις συναναστροφές σε σχέση με τις γαλλικές εκλογές. Ισως επειδή ο κόσμος στην Ελλάδα είχε τα δικά του να ασχοληθεί (ψώνια, Πούτιν, Ρούλα), ίσως επειδή το επώνυμο Λεπέν είναι αρκετά ενοχοποιημένο στη χώρα για να δηλώσει κανείς λεπενιτζής. Είμεθααντισυστημικοί και οπαδοί των ανατροπών, αλλά μέχρι εκεί μας κόβει. Όχι πώς δεν έχουμε ακροδεξιόφιλους, ρατσιστόφιλους, εθνικιστόφιλους, αλίμονο. Ποιοι είμαστε εμείς για να εξαιρεθούμε; Αλλά εν προκειμένω δεν μπήκαμε σ’ αυτό τον καυγά. Εχουμε άλλωστε τον Πούτιν.

Είναι γεγονός ότι έχουν αυξηθεί οι πολίτες που στη Γαλλία προτιμούν Λεπέν, στις ΗΠΑ τον Τραμπ, τον εξέλεξαν κιόλας και δεν το έχουν σε τίποτα να το κάνουν, στην Ελλάδα τάχθηκαν υπέρ της δραχμής, στη Βρετανία θεώρησαν ότι η ΕΕ τους σκιάζει την υπερήφανη εθνική ταυτότητα. Δεν έχουν όλοι τα ίδια φρονήματα ούτε πρέπει να τους ομαδοποιούμε στο πνεύμα μιας βολικής και υπεροπτικής υπεραπλούστευσης που βάζει τον «χύδην λαό» απέναντι στην «ορθολογιστική ελίτ» και τον αφορίζει διευρύνοντας εν τέλει το χάσμα. Υπάρχει όμως κάτι κοινό. Μια δυσφορία απέναντι στις ηγετικές τάξεις και την παγκόσμια ροπή των πραγμάτων.

Ο κόσμος θέλει να ζει καλύτερα και να μη νιώθει ανασφάλεια. Δεν είναι κακό αυτό. Κακό γίνεται όταν εκφράζεται με επικίνδυνα, τοξικά, εμπρηστικά μέσα. Αλλά, σου λέει κι ο άλλος, εάν διαλέξω συμβατικά μέσα, δεν μου δίνεις τη σημασία που θέλω, αλλά με αντιμετωπίζεις με αναβλητική συγκατάβαση και με επικοινωνιακές μούφες, στις οποίες ειδικεύονται οι λογογράφοι του βασιλιά.

Το σύστημα πληρώνει την επιτυχία του. Επινοήθηκαν, κατασκευάστηκαν, αναπτύχθηκαν δομές, αγαθά, υπηρεσίες, ευκαιρίες, ψυχαγωγικές, καλλωπιστικές, γαστρονομικές δυνατότητες και διαχύθηκαν σε ευρύτητα πρωτοφανή για τα πολιτισμικά δεδομένα. Αυξήθηκε το περιεχόμενο του Θέλω, σε βαθμό που είναι σχεδόν αδύνατο να ικανοποιηθεί για τη μεγάλη πλειοψηφία. Σήμερα έχουμε πολύ κόσμο που ζει καλύτερα από όσο οι προπάπποι μας, αλλά νιώθει περισσότερο πιεσμένος, δυστυχισμένος και θυμωμένος.

Την απάντηση θα τη δώσει η τεχνολογία, στο μέτρο που θα μπορέσει να κάνει πιο εφικτή την πρόσβαση σε έναν καλύτερο τρόπο ζωής με αναλόγως προσιτό κόστος, αλλά το πρόβλημα είναι πως το Θέλω αυτοτρέφεται και παχαίνει στα πρότυπα του Γαργαντούα. Το σκας για ένα τριήμερο, και επιστρέφοντας ονειρεύεσαι τη δυνατότητα να σου συνέβαινε αυτό τέσσερις φορές τον μήνα. Ενδιαμέσως, αναπτύσσεις μια τάση για αναζήτηση συμβόλων που ανθρωποποιούν τη δυσφορία σου. Ο ξένος (ας είναι πολύ πιο αθόρυβος και γελαστός από τον ομόθρησκο γείτονα), ο βουλευτής (που κάνει ό,τι μπορεί για να γίνεται και δημοφιλής και αντιπαθής ταυτόχρονα), η τηλεπερσόνα.

Αλλά ο Ιησούς έχει αναστηθεί, ο κορονοϊός έχει λογικευθεί και ο κούκος έφερε την άνοιξη. Μπαίνουμε στην εποχή της ελπίδας. Μπορεί να μη διαρκέσει πάνω από 15 μέρες. Καλές είναι και αυτές, μέχρι την επόμενη μαζική γιορτή, μέχρι την επόμενη ελπίδα. Με εκείνη τη Ρούλα, τι γίνεται;