Νάσια Διονυσίου: «Με τις λέξεις τάσσομαι με το μέρος της ανθρωπιάς»

Πόσοι από εμάς γνωρίζουμε για τους κρατούμενους, σε στρατόπεδα της Αμμοχώστου, Εβραίους που επέζησαν του Ολοκαυτώματος; Η Νάσια Διονυσίου με τη νουβέλα «Τι είναι ένας κάμπος» (εκδ. Πόλις) έρχεται να ρίξει φως σε αυτή την πτυχή της κυπριακής ιστορίας, χαρίζοντάς μας ένα λογοτεχνικό διαμαντάκι. Η βραβευμένη Κύπρια συγγραφέας μιλάει στην «ΠτΚ».

Ηταν η γραφή τρόπος να εκφράζεστε από μικρή;

Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου πριν από τα γράμματα και ίσως πράγματι να μην υπήρξα συνειδητά παρά μόνο όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να αποκωδικοποιώ τον κόσμο και τον εαυτό μου διαβάζοντας και γράφοντας.

Το πρώτο σας βιβλίο «Περιττή ομορφιά» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας 2017 στην Κύπρο. Πώς λειτούργησε μια τόσο σημαντική διάκριση για τη συνέχεια;

Με έκανε να έχω μεγαλύτερες προσδοκίες και απαιτήσεις από τη γραφή μου. Από τη μια ένιωθα την ανάγκη να υπερασπιστώ και να εδραιώσω τη συγγραφική μου ιδιοπροσωπία και από την άλλη διεκδικούσα να μην εγκλωβιστώ θεματικά και αφηγηματικά, αλλά να εμβαθύνω στις προσωπικές μου διερωτήσεις και να διευρύνω τα εκφραστικά μου μέσα. Η δεύτερή μου συγγραφική απόπειρα έπρεπε, συνεπώς, να ισορροπεί ανάμεσα σε αυτό που είχα ήδη κατακτήσει και στην υπέρβασή του.

Δεύτερο βιβλίο σας «Τι είναι ένας κάμπος». Τι σας ώθησε στην επιλογή του θέματος;

Η νουβέλα «Τι είναι ένας κάμπος», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις τον Οκτώβριο του 2021, πραγματεύεται το θέμα των στρατοπέδων, που είχαν δημιουργηθεί επί Αγγλοκρατίας στην Αμμόχωστο και στα οποία κρατήθηκαν Εβραίοι επιζώντες του Ολοκαυτώματος, οι οποίοι, λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πριν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, προσπαθούσαν να φτάσουν στην Παλαιστίνη. Στο βιβλίο μου ξεδιπλώνονται, με λογοτεχνικά και μυθοπλαστικά μέσα, τόσο η ιστορία των στρατοπέδων, όσο και οι προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων που είχαν βιώσει τις φρικαλεότητες των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, ενώ παράλληλα σκιαγραφείται η Κύπρος, καθώς βαδίζει προς το τέλος της αποικιοκρατίας. Επέλεξα το συγκεκριμένο θέμα, θέλοντας να ανασύρω από τη λήθη αυτή την υποφωτισμένη πτυχή της κυπριακής ιστορίας, καθώς και να διερευνήσω τις αντανακλάσεις της στο σήμερα.

Στις ημερολογιακές καταγραφές του Κύπριου δημοσιογράφου-ήρωά σας, παρεμβάλλονται τρία διηγήματα, ενώ στα όνειρά του εμφανίζεται ο ποιητής Πάουλ Τσέλαν. Πώς καταλήξατε στη συγκεκριμένη δομή;

Η κεντρική αφήγηση της ιστορίας παρουσιάζεται μέσα από τις ημερολογιακές, και συνάμα στοχαστικές, καταγραφές του δημοσιογράφου πρωταγωνιστή του βιβλίου. Παράλληλα, η παρουσία του ποιητή Πάουλ Τσέλαν και η ανασύνθεση του εμβληματικού ποιήματος «Η φούγκα του θανάτου» τέμνουν τον ρεαλισμό της αφήγησης και προσδίδουν εξωλογικές, υπεραισθητές, συμβολικές διαστάσεις στα όσα διαδραματίζονται και στα όσα είχαν προηγηθεί, καθώς και στη σημασία της γλώσσας, της ταυτότητας και της μνήμης. Στην κεντρική αφήγηση παρεμβάλλονται, επίσης, τρία διηγήματα, μέσω των οποίων η ιστορία «γειώνεται» στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και το φως πέφτει, σαν μεγεθυντικός φακός, πάνω στις ανθρώπινες αντιδράσεις και μικρο-ιστορίες. Με τον συνδυασμό όλων των πιο πάνω επιχείρησα την υπέρβαση της απλής, φωτογραφικής αποτύπωσης των γεγονότων και την επίτευξη μίας λογοτεχνικής μεταφοράς, ώστε να προκαλούνται παραλληλισμοί, προεκτάσεις κι αναγωγές, που ξεπερνούν τη συγκεκριμένη, ή και την εκάστοτε, ιστορική συνθήκη και αγγίζουν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Τι σας «ζόρισε» περισσότερο κατά την έρευνά σας, διαβάζοντας μαρτυρίες επιζώντων του Ολοκαυτώματος όσο και κατά τη λογοτεχνική επεξεργασία αυτών;

Στη λογοτεχνία δεν αρκεί να υποδύεσαι τα δεινά κάποιου προσώπου, αλλά πρέπει και να μπορείς κι ο ίδιος να τα υποφέρεις – να τα αισθάνεσαι μέσα σου. Οταν πρόκειται, όμως, για ένα τόσο ακραίο, έξω από κάθε όριο και μέτρο, κακό, όπως ήταν το Ολοκαύτωμα, αφενός το να εισχωρήσεις στο τραύμα εκείνων που το βίωσαν κι, αφετέρου το να κατανοήσεις τις δυνάμεις που οδηγούν τον άνθρωπο στο απάνθρωπο, αποτελεί μια εμπειρία που, τόσο συναισθηματικά, όσο και συγγραφικά, είναι ικανή να σε συνθλίψει. Χρειαζόμουν μεγάλες ανάσες στο ενδιάμεσο, για να μην κυριευθώ ολότελα από «την εντύπωση ενός κόσμου που βρικολακιάζει».

«Θάλασσα» -ένα από τα τρία διηγήματα που προαναφέραμε. Καταδεικνύετε, κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πόσο συνδεδεμένη είναι με την ανθρώπινη μοίρα, ενώ στο «Νερό» είναι σαφής ο ευεργετικός και λυτρωτικός χαρακτήρας του. Θέλατε να επισημάνετε τη «δύναμη» του υγρού στοιχείου;

Πολύ εύστοχη η παρατήρησή σας και συνειδητοποιώ πως και στο τρίτο από τα διηγήματα, με τίτλο «Πορτοκάλια», υπάρχει μια σκηνή όπου η ηρωίδα μου ακούει τη βροχή να πέφτει και σκέφτεται «πολλά σπουργίτια μαζεμένα στην ταράτσα, να ’ναι η ταράτσα γεμάτη σπόρους κι ο ουρανός όλο άστρα». Ναι, υποθέτω πως πιστεύω στην ευεργετική δύναμη του υγρού στοιχείου, ή με τα λόγια του βιβλίου «έτσι φαντάζεται τον παράδεισο – σαν μεγάλο νερό που τρέχει διάφανο τον φαντάζομαι – μένουν κατακάθι οι ακαθαρσίες και τα κρίματα, έπειτα κι εκείνα εξαϋλώνονται, μένει μόνο το νερό, να τρέχει κελαρυστό, να αναπαύονται οι ψυχές».

«Ρωτιέμαι αν τούτο μονάχα αρκεί: το να μιλήσει κανείς την αλήθεια κι έτσι να σταθεί απέναντι στη λήθη . απέναντι, εννοώ, απ’ τη μεριά της ανθρωπιάς». Φράση του δημοσιογράφου. Είναι τρόπον τινά η δική σας «φωνή»;

«Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε», έγραψε ο Σεφέρης. Κι ο Αναγνωστάκης, «Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη… Εστω. Ανάπηρος δείξε τα χέρια σου». Μέσα σ’ ένα κόσμο που το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα, αυτή είναι μάλλον κι η δική μου, μοναδική και μοναχική, αντίσταση: με τις λέξεις να τάσσομαι με το μέρος της αθωότητας και της ανθρωπιάς.

Συμβάλλει, αλήθεια, (και) η εργασία σας στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στη γέννηση των ιδεών οι οποίες γίνονται βιβλία σας;

Συμβαίνει πράγματι αυτό που λέτε, αλλά συμβαίνει ταυτόχρονα και το αντίστροφο: Οι ιδέες κι οι αξίες που με οδήγησαν στην εξειδίκευση και στην εργασία στον τομέα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι οι ίδιες που με κινητοποιούν να γράφω κι εκείνες που γεννούν και τροφοδοτούν τις σκέψεις και τις επιλογές μου, στη ζωή και στη γραφή.

Υπάρχει, στο τέλος, μια ευχή, που έχει το χρώμα της ελπίδας. Με τι ματιά ατενίζετε το μέλλον;

Πιστεύω πως παντού και πάντα –εδώ, σήμερα– υπάρχουν άνθρωποι –ή υπάρχουν δυνάμεις μέσα σε κάθε άνθρωπο– που τιμούν τα «άγια των αγίων»: Την αξία της ανθρώπινης ζωής, την ελευθερία, τη σκέψη, τη δημιουργία, την ομορφιά, την ευαισθησία, την αγάπη. Προσπαθώ να εντοπίζω, να αποκαλύπτω, να εκφράζω, να ακονίζω και να υπερασπίζομαι αυτές τις όψεις του ανθρώπινου μεγαλείου, γιατί είναι κι οι μόνες, νιώθω, που μπορούν να δικαιώσουν το πέρασμά μας από τον κόσμο και να το ανυψώνουν πέρα από τη υλικότητα, τη σκληρότητα, την τυφλότητα, τη φθορά.