Ιδέες για Οσκαρ

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει

Ασε μας καημένε.

Μα είναι  ωραίο.

Δεν γίνονται αυτά.

Νωπός καυγάς με φιλικό πρόσωπο που μας προπαγάνδιζε υπέρ μιας από τις σειρές του Νέτφλιξ ή κάποιας τέτοιας πλατφόρμας που σερβίρουν τη μια απιθανιά μετά την άλλη ως καλογυρισμένα σίριαλ.

Το θέμα της σειράς ήταν ότι ένας κατά συρροή μανιακός δολοφόνος αφήνει πίσω του μια σειρά από τεμαχισμένα πτώματα όπως στα κρεοπωλεία όταν το κοινό παραγγέλνει μπριζόλες μοσχαρίσιες. Η αστυνομία θεωρεί ότι ο δολοφόνος μιμείται μια άλλη κατά συρροή τεμαχιτζού που τελεί υπό κράτηση, και άρα είναι υπεράνω υποψίας. Και ο αρχιαστυνόμος αναθέτει σε έναν αστυνομικό των δύσκολων αποστολών την εξιχνίαση. Τον διαλέγει επειδή είναι πολύ αποφασιστικό στοιχείο, αφενός, και αφετέρου επειδή είναι ο γιός της κατά συρροήν που λέγαμε, η οποία δέχεται να βοηθήσει τις αρχές, άρα κατά συρροήν και γιος θα συνεργαστούν για να βρουν τον νέο χασάπη. Για πες, μαμά, εσύ που έχεις εμπειρία, πώς αποκεφαλίζουν έναν άνθρωπο;

Ας μας καημένε.

Μα είναι ωραίο.

Δεν γίνονται αυτά.

Και ενώ έχεις σηκώσει τα χέρια τηρώντας τον όρκο που έχεις πάρει εδώ και χρόνια να μην ξοδεύεις χρόνο για να βλέπεις επιτηδευμένα θεάματα με σενάριο εργαστηρίου (άρα σχεδόν όλα),διαβάζεις την ιστορία του δικηγόρου που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί έναν δολοφόνο που κατακρεούργησε τη γιαγιά του, για να πληροφορηθεί από την αστυνομία ότι ο πελάτης του είχε δολοφονήσει με τον ίδιο αποτρόπαιο και ειδεχθή τρόπο τη μητέρα του ίδιου του δικηγόρου καμιά δεκαριά χρόνια νωρίτερα. Με σκοπό τη ληστεία.

Ασε μας καημένε.

Μα είναι αλήθεια.

Δεν γίνονται αυτά.

Και όμως αυτό έγινε. Μας έρχεται στο μυαλό εκείνο το φανφαρόνικο και αμφιλεγόμενο τσιτάτο του Οσκαρ Ουάιλντ «η ζωή μιμείται την τέχνη περισσότερο από όσο η τέχνη τη ζωή». Διερωτώμαστε εάν ο δολοφόνος του Βόλου μιμήθηκε κάποια τέχνη. Οι φόνοι προηγήθηκαν της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο σεναριογράφος του σίριαλ προφανώς έκλεψε ιδέες του σινεμά- Σιωπή των Αμνών- ή της πραγματικότητας- Τζακ δε ρίπερ- και τώρα θέλει να κλέψει και το δικό μας τρίωρο και μας καλεί να δούμε ένα έργο ως δυνητική απομίμηση πραγματικότητας, πραγματευόμενος το θέμα ενός δολοφόνο που μιμήθηκε μια δολοφόνο η οποία μιμήθηκε κάποιους δολοφόνους οι οποίοι μιμήθηκαν πρόσωπα της τέχνης, άλλος,  και της ζωής, κάποιος άλλος.

Ασε μας καημένε.

Μα περί αυτού πρόκειται.

Μόνο εσύ τα σκέφτεσαι αυτά.

Τα όρια μεταξύ ζωής και τέχνης είναι διακριτά, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τα όρια της σκέψης ενός πραγματικού και ενός φανταστικού χαρακτήρα, όπου ο ένας δανείζει εμπνεύσεις στον άλλον και όλοι μαζί πλέκουν το σύνθετο φαινόμενο της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς φαντασία, και είναι βέβαιο ότι δεν του φτάνει η δική του φαντασία. Εχει ανάγκη από τη  φαντασία αλλά και την εμπειρία και εν τέλει από τη ζωή των άλλων. Όταν ο Κάιν σκότωσε τον Αβελ, γέννησε την ιδέα του φόνου ως πράξης αλλά και ως επινόησης. Υπό την έννοια αυτή, ο φόνος του προκάλεσε και τους φόνους που επακολούθησαν, αλλά ποιος είναι υπαίτιος γι’ αυτό; Η φύση του ανθρώπου ή η Παλαιά Διαθήκη;

Και τα δύο.

Ασε μας καημένε.

Απλώς δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον άνθρωπο από τον πολιτισμό.

Ασε μας βραδιάτικα.

Βαρετά πράγματα αυτά τα εξωφρενικά σίριαλ. Παρατάς την τηλεόραση και πιάνεις την εφημερίδα : Ο δολοφόνος της νονάς του είχε σκοτώσει τη μάνα του δικηγόρου του. Ο δικηγόρος του λίγο έλλειψε να υπερασπιστεί τον δολοφόνο της μάνας του, για έναν φόνο πανομοιότυπο, άρα κατά κάποιον τρόπο θα υπερασπιζόταν τον δολοφόνο της μάνας του για τον φόνο της μάνας του και….

… Ασε μας καημένε.