Αστρα λαμπρά μας οδηγούν

Το να είσαι διάσημος και υπερεπιδραστικός έχει παράπλευρες συνέπειες. Ενας σταρ, ας πούμε, δεν μπορεί να βγει για φαγητό όπως όλος ο άλλος κόσμος, γιατί θα τον κατσιάσουν οι θαυμαστές και οι παπαράτσι. Μακάρι ο Τζον Λένον να είχε πάθει μόνο τέτοια. Αλλά του κλήρωσε μοίρα μαύρη και ξεκούδουνη. Τον  δολοφόνησε ένας τύπος επειδή, λέει, είχε πάθει εμμονή με την περίπτωσή του. Και επειδή είχε εμμονή, του την έστησε και τον πυροβόλησε, προκειμένου να πάρει τη δόξα εκείνος. Αλλά δεν μπορούσε να την πάρει κάνοντας κάτι δημιουργικό. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, είναι να τραβήξει μια σκανδάλη. Και αυτό έκανε. Αν ο Λένον ήταν ένας δευτερότερης κλίμακας καλλιτέχνης, θα είχε επιζήσει. Δεν ξέρουμε βέβαια εάν θα ζούσε σήμερα. Εχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε. Ακου σαράντα χρόνια.  Και μετά γκρινιάζεις, επειδή δεν περνάει μια δύσκολη εβδομάδα.

Μας είχε κάνει τρομερή εντύπωση ο θάνατος εκείνος, και όχι μόνο για το έγκλημα αυτό καθαυτό και την παραληρηματική ψυχοσύνθεση του δολοφόνου, αλλά γιατί στα μάτια των          νέων της γενιάς μας καλλιτέχνες τέτοιου διαμετρήματος είχαν διάσταση πολιτισμικού πυλώνα. Ο ίδιος ο Λένον είχε πει την περίφημη φράση πως «είμαστε πιο δημοφιλείς από τον Ιησού Χριστό», και είχε κατασοκάρει το χριστεπώνυμο πλήρωμα και τον συντηρητικό κόσμο που έτσι κι αλλιώς έβλεπε την έξαλλη ποπ με μισό μάτι, αλλά καταλαβαίναμε τι ήθελε να πει, αυτοσαρκαζόμενος μάλλον και σατιρίζοντας το φαινόμενο της Μπιτλομανίας, που μπορεί να είχε σοκάρει και τον ίδιον. Αλλωστε οι Μπιτλς σταμάτησαν τις συναυλίες επειδή είχαν απαυδήσει μ’ αυτή την κατάσταση, η οποία μπορεί στο βάθος να ήταν και η αιτία της διάλυσης: Μπούκωσαν σαν ομάδα και σαν άτομα και ξεμπούκωσαν με τις πιο χαλαρές ατομικές καριέρες.

Σαράντα χρόνια πριν, ο Λένον ήταν σαραντάρης. Στα μάτια μας ήταν ένας ώριμος, σιτεμένος άνδρας, με πολλή ζωή πίσω του. Σαν τους βετεράνους του ποδοσφαίρου. Για να έχεις μια εικόνα πώς σε βλέπουν οι σημερινοί 20ρηδες και ας χτυπιέσαι στα γυμναστήρια και στις ποδηλατάδες. Α, ναι :Εμείς κάνουμε πιο τρέντι ντυσίματα, και συχνάζουμε σε κλαμπ, ενώ οι πατεράδες μας φαίνονταν εντελώς παρωχημένοι στην ωριμότητά τους. Κούνια που σε κούναγε, αν νομίζεις ότι αυτά βοηθάνε.

Λέγαμε όμως για τον Λένον και όχι για τον χρόνο. Η επιδραστικότητά του δεν διατηρείται με την ίδια δυναμική, αν και το Ιμάτζιν εμπνέει ακόμα τους νέους, καθώς υπήρξε ριζοσπαστικό, ανατρεπτικό και αφοπλιστικά αναρχικό, και ταυτοχρόνως διαχρονικό. Σαράντα χρόνια μετά παραμένει αδιανόητο να σκεφτείς έναν κόσμο χωρίς θρησκεία, όχι πως ο Λένον κήρυσσε την αθεϊα, αλλά εναντιωνόταν στις καταπιεστικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν το θρησκεύεσθαι, η ηθικολογία, η απειλή εν ζωή ή μετά θάνατον τιμωρίας και η αντιδραστική εκκλησιαστική ζωή στη συνείδηση.

Η ωμή ελευθεριότητα στη σκέψη και την έκφραση ήταν πάντα στις προτεραιότητες του Λένον, αντίθετα με  τον Μακάρτνεϊ που ήταν υπαινικτικός, ποιητικά συγκαταβατικός και πιο «μουσικός». Ο Λένον ήθελε να πει.  Ο Μακάρτνεϊ να συνθέσει και να τραγουδήσει. Τι άλλο θα είχε κάνει ο Λένον αν δεν είχε δολοφονηθεί; Οι περισσότεροι σούπερ στάθμης μουσικοί της γενιάς του έβγαλαν ωραία πράγματα μέχρι τα γεράματα. Κάποιοι έγιναν ακόμα καλύτεροι, όπως ο Αντερσον των Τζέθρο Ταλ. Αλλά κανένας δεν έβγαλε έργο που να ξεπέρασε σε αξία την παραγωγή του ’70, ούτε  οι Φλόιντ, ούτε οι Στόουνς, ούτε οι εναπομείνανες  Ζέπελιν, Κουίν, Χου- και Ντορς,  μολονότι η τεχνολογία και η παραγωγή εξελίχθηκαν καταιγιστικά.

Φτάνουμε στο τέλος του κειμένου και δεν έχουμε θίξει ακόμα την αφορμή του. Τις προάλλες, ένα δημοσιογραφικό κείμενο από αυτά που σου στέλνει το διαδίκτυο μόλις σε μυριστεί τι κουμάσι είσαι από επιρροές και νοσταλγίες, μας μιλούσε για τα τραγούδια του Λένον, και το μάτι μας έπεσε στον τίτλο Γούμαν Ιζ Δε *** Οφ Δε Γουόρλντ. Οπου τα *** είχαν αυτομάτως υποκαταστήσει τη λέξη Νίγκερ. Στο πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας. Δεν κάνει να λέμε Νίγκερ για τους μαύρους. Και σε λίγο δεν θα κάνει να τους λέμε ούτε μαύρους. Επιβλήθηκε αυτόματη διόρθωση. Πλην είναι αντι-πνευματικά λογοκριτική. Γιατί έχει σημασία ο όρος που επέλεξε ο Λένον (από μια φράση της Γιόκο Ονο, που εμπνεύστηκε από τον Τζέιμς Κόνελι, που άλλωστε και μνημονεύεται στο τραγούδι), για να πει ότι η γυναίκα είναι «ο σκυλάραπας» του κόσμου, ο δούλος, ο άνθρωπος χωρίς δικαιώματα και αξία, ο αλυσσοδεμένος σκλάβος που πουλιέται στα παζάρια και εκτελεί καθήκοντα σαν υποζύγιο. Η λέξη νίγκερ εν προκειμένω δεν προσβάλλει τους μαύρους. Προσβάλλει τους λευκούς για τη μεταχείρισή τους στους μαύρους και καταγγέλλει κάθε εξουσιαστική επιβολή που ακυρώνει την προσωπικότητα και τα δικαιώματα των αδυνάτων. Αμα μου βάζεις  *** ,  μηδενίζεις την καταγγελία, αποδυναμώνεις την αιχμή και, στο πλαίσιο της ορθότητας, γίνεσαι προστάτης των ανορθόδοξων. Στο όνομα της δημοκρατίας, γίνεσαι δικτάτορας που φυλακίζει τις λέξεις. Τουλάχιστον ο Τσάπμαν ήταν παρανοϊκός. Οι σφαίρες του πολιτίκαλι κορέκτ είναι ***. Ο,τι δεν μας σκοτώνει , μας κάνει πιο χάχες. Αντε   *** λοιπόν. Με την κακή έννοια.