Η Ζωή του Τσακ: Από το σκοτάδι στο φως

Η φθορά χαράζει το σώμα στο πέρασμα του χρόνου, η μνήμη υψώνεται σαν γέφυρα ανάμεσα σε αυτό που χάνεται και σε αυτό που  απομένει και η αγάπη παραμένει το μόνο αντίδοτο.

Η Ζωή του Τσακ: Από το σκοτάδι στο φως

Υπάρχουν ταινίες που στήνονται γύρω από την πλοκή, άλλες γύρω από τον χαρακτήρα, και μερικές γύρω από την ίδια την ιδέα της ύπαρξης. Το «Η Ζωή του Τσακ», η νέα κινηματογραφική δουλειά του Μάικ Φλάναγκαν  βασισμένη σε διήγημα του Στίβεν Κινγκ, ανήκει σε αυτήν την τελευταία κατηγορία. Δεν είναι τρόμος, δεν είναι φαντασία με τη συμβατική έννοια. Θέλει να είναι ένα φιλοσοφικό πορτρέτο που ξετυλίγεται από το τέλος προς την αρχή, φωτίζοντας με λυρισμό τις χαραμάδες μιας ανθρώπινης ζωής. Ο Μάικ Φλάναγκαν, πέρα από αξιόπιστος δημιουργός του σύγχρονου τρόμου (The Fall of the House of Usher), είναι και βαθύς γνώστης του σύμπαντος του Στίβεν Κινγκ, καθώς έχει ήδη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη δύο ακόμη έργα του, το Doctor Sleep και το Gerald’s Game

Η ιστορία ξεκινά με την κατάρρευση του κόσμου. Καταστροφές, σκοτάδι, πανικός, άνθρωποι που πασχίζουν να ξαναβρούν οικειότητα μέσα στην απόγνωση. Στη μέση αυτού του χάους προβάλλει ένα αινιγματικό μήνυμα: «39 υπέροχα χρόνια! Ευχαριστούμε, Chuck!». Το όνομα ενός άγνωστου φαινομενικά προσώπου, που όμως μοιάζει να συνδέεται με το σύμπαν το ίδιο. Είναι η πρώτη πράξη μιας ταινίας που θα συνεχίσει αντίστροφα, λες και η αφήγηση σκαρφαλώνει κόντρα στον χρόνο.

Στη δεύτερη πράξη γνωρίζουμε τον ίδιο τον Τσακ, ερμηνευμένο από τον Τομ Χίντλστον, λίγο πριν τον θάνατό του από καρκίνο στον εγκέφαλο. Εκεί, σε μια απρόσμενη σκηνή, η μελαγχολία δίνει τη θέση της στη χαρά: μια χορογραφία στην καρδιά μιας πόλης μετατρέπεται σε γιορτή της ίδιας της ύπαρξης. Είναι η πιο χαρακτηριστική σφραγίδα του Φλάναγκαν: μια σκηνοθεσία που εμπιστεύεται το συναίσθημα περισσότερο από το σασπένς, όχι τυχαία το φιλμ που απέσπασε πέρσι το βραβείο κοινού στο φεστιβάλ Τορόντο.

Η τρίτη πράξη μας ταξιδεύει στα παιδικά χρόνια του Τσακ. Εκεί βρίσκουμε τους παππούδες του, τον παππού Μαρκ Χάμιλ να τον καθοδηγεί με πρακτική σοφία, και το σκηνικό ενός στοιχειωμένου σπιτιού που δεν λειτουργεί ως τρόμος, αλλά ως μεταφορά για τις μνήμες που μας διαμορφώνουν.

Η δομή της ταινίας θυμίζει λογοτεχνία. Από το τέλος προς την αρχή, σαν ανάποδη αυτοβιογραφία. Η επιλογή αυτή δεν είναι φορμαλιστικό κόλπο, δείχνει πως κάθε ζωή μπορεί να διαβαστεί σαν κείμενο που αποκαλύπτεται αργά, στρώμα στρώμα, μέχρι να φτάσει στην αθωότητα της αρχής. Ο Φλάναγκαν κρατά την κάμερα ήμερη, τις κινήσεις μετρημένες, το μοντάζ υπομονετικό. Δεν θέλει να μας τρομάξει, αλλά να μας αφήσει να κοιτάξουμε.

Ο Τομ Χίντλστον υποδύεται τον Τσακ με εσωστρέφεια. Οι σιωπές του έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τους διαλόγους. Ο Μαρκ Χάμιλ, ως παππούς, προσθέτει τρυφερότητα, ενσαρκώνει την παρουσία του καθοδηγητή, μια φιγούρα που κρατά το παιδί δεμένο με τη γη όταν όλα γύρω μοιάζουν ασταθή. Η ερμηνεία του φέρνει βαρύτητα, σαν να είναι ο τελευταίος άξονας σταθερότητας στην ταινία.

Ο Φλάναγκαν, από το «Doctor Sleep» μέχρι το «The Haunting of Hill House», έχει αποδείξει  ότι η δύναμή του έργου του είναι στη διαχείριση του χρόνου και του χώρου. Στο «Η Ζωή του Τσακ» το ίδιο εργαλείο αποκτά άλλη λειτουργία: αντί για τρόμο θέλει να προσφέρει περισυλλογή. Το αργό μοίρασμα του ρυθμού είναι ρίσκο, το φιλμ φαντάζει υπερβολικά ήσυχο και πολλές φορές μελοδραματικό. Προσπαθεί να είναι μια μελέτη πάνω στο τι σημαίνει να βλέπεις τον χρόνο να αναδιπλώνεται σαν ταινία που προβάλλεται ανάποδα, πλαισιώνει τους ηθοποιούς με σκηνές που μοιάζουν με θεατρικό tableau vivant: απλές, σχεδόν άκαμπτες, γεμάτες συγκινησιακό φορτίο, οι οποίες όμως, τελικά, δεν αφήνουν την ταινία να αναπνεύσει.

Με το «Η Ζωή του Τσακ» ο Φλάναγκαν αποδεικνύει ότι μπορεί να σταθεί έξω από τον χώρο του τρόμου, να αγγίξει την καρδιά του Κινγκ  όχι μέσα από σκιές και φαντάσματα, αλλά μέσα από την ίδια την ανθρώπινη εμπειρία: το πέρασμα, τη φθορά, την αγάπη, τη μνήμη, αλλά όλα αυτά, όμως, τα κάνει με έναν πομπώδη και εύκολο διδακτισμό. Είναι μια ταινία που δεν ρισκάρει με τη δομή και τη ρυθμική της νωχελικότητα, αλλά ανάμεσα στις σεκάνς της εκβάλει, έστω και ζορισμένα, η ζωτική υπενθύμιση: ότι κάθε ζωή, ακόμα και η πιο συνηθισμένη, περιέχει έναν ολόκληρο κόσμο και την ήσυχη υπογράμμιση ότι η ανθρώπινη εμπειρία δεν χρειάζεται εντυπωσιακά εφέ για να γίνει κοσμογονία.