Μεταξύ κατεργαρέων
Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει
Μονολεκτικά, το είδος λέγεται «φάρσα». Η ελληνική δραματολογία το ονομάζει «κωμωδία παρεξηγήσεων», που συνίσταται σε εξωφρενικές καταστάσεις που προκύπτουν εν μέρει από ανθρώπινα σκαρώματα, εν μέρει μέσα από αλληλουχίες συμπτώσεων.
Το μυστικό είναι να εμφανίσεις το ανορθόδοξο ως λογικοφανές και να μετατρέψεις τη σύνθεση σε σβούρα. Αν ο ρυθμός πέσει, η μαγεία χάνεται, όπως και με την ταχυδακτυλουργία. Οι ηθοποιοί μπαίνουν και βγαίνουν από τη σκηνή, πριν προλάβεις να εντοπίσεις το διάτρητο της πλοκής, οι ατάκες εναλλάσσονται καταιγιστικά. Βρίσκεσαι σε έναν κόμβο. Είτε θα αρχίσεις να απορρίπτεις το θέαμα ως τραβηγμένο, απίθανο και σαχλά εξωπραγματικό. Είτε θα αφήσεις τις αντιστάσεις σου να παρασυρθούν από το παιχνίδι.
Αλλά υπάρχει και μια τρίτη οπτική γωνία: Η φάρσα σου δίνει τη δυνατότητα αφενός να μελετήσεις τον μηχανισμό του αστείου, που συνίσταται σε έναν συνδυασμό ρήγματος στη σοβαροφάνεια, χρονικότητας και αμηχανίας. Αφετέρου, η αποδόμηση της λογικής και του «φυσιολογικού», έχει έναν χαρακτήρα αναρχικής ανατροπής. Υποτίθεται ότι στα έργα αυτά βλέπεις πράγματα που «δεν γίνονται», με την έννοια ότι ο «καθώς πρέπει άνθρωπος» δεν κάνει, ερωτικές παρασπονδίες, διπλοί ρόλοι, κατεργαριές, λαγνεία, ελευθερωμένα ένστικτα, ψεύδη και απάτες μέσω των οποίων γίνεται απόπειρα να συγκαλυφθούν ή να εξυπηρετηθούν κουτσουκέλες και πονηριές, σε βαθμό που η κλιμάκωση έρχεται να πιάσει τον ποντικό μέσα στην παγίδα που ο ίδιος στήνει στον εαυτό του.
Το κοινό διασκεδάζει, όχι μόνο επειδή απολαμβάνει την τιμωρία του ποντικού- ο οποίος σπάνια τιμωρείται εξοντωτικά, γιατί στην ουσία γλιτώνει με ελαφρά τραύματα- αλλά και επειδή εν μέρει βλέπει τον ποντικό με συμπάθεια και συγκατάβαση: Οι αδυναμίες που παγιδεύουν τον πρωταγωνιστή της φάρσας, ο οποίος ταλαιπωρείται από καταστάσεις που ο ίδιος προκαλεί ή εθελουσίως εμπλέκεται, αναγνωρίζονται ως ανθρώπινες. Στο πρόσωπο του ήρωα αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Η αστική μας ηθική ενδεχομένως δεν μας έχει επιτρέψει να παρασυρθούμε από πάθη, αλλά τα πάθη αυτά μας είναι οικεία: φωνάζουν μέσα μας και ζητούν δικαιώματα. Και έρχεται το θέατρο να τα ελευθερώσει, σαν ψυχαναλυτής που ζωντανεύει τα δαιμόνιά μας, αλλά στη σκηνή αυτό γίνεται καλοκάγαθα, ευεργετικά. Ο θεατής μοιράζεται με τους άλλους θεατής ευσχήμως τις ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης του, μέσα από το σώμα των ηθοποιών και τα αμαρτήματά τους. Ο ηθοποιός σταυρώνεται επί σκηνής αίροντας τις αμαρτίες μας και παραδίδοντάς μας άσπιλους και αβλαβείς στους κόλπους της κοινότητας.
Η παράσταση «Ναι σε Όλα», διασκευή μιας τέτοιας τρελής κωμωδίας, την οποία είδαμε στο «Επίκεντρο», με έναν διάσημο πρωταγωνιστή, τον Ιάσονα Φωτήλα, και άλλους καλούς φίλους, μερακλήδες του θεάτρου, διέπεται από τα στοιχεία αυτά όπως όλες οι φάρσες, αλλά στολίζεται από μια ευρηματική σύλληψη μέσα από την οποία ο συγγραφέας αυτοσαρκάζεται, σατιρίζοντας τα ίδιο το είδος της φάρσας. Είναι η σκηνή κατά την οποία η πλοκή οδηγείται σε ένα αδιέξοδο: Ο ήρωας καλείται να εξηγήσει το ανεξήγητο αληθοφανώς, αλλά στο στιγμιότυπο είναι παρόν ένα πρόσωπο που γνωρίζει ότι ο ήρωας ψεύδεται. Ο ήρωας τότε αρχίζει να αραδιάζει τη μια μπαρούφα μετά την άλλη, αλλά κάθε φορά στρέφεται προς το κατάπληκτο πρόσωπο προλαβαίνοντας τις ενστάσεις του. «Μη μιλάς!» του λέει προειδοποιητικά.
«Μη μιλάς!», λέει και ξαναλέει. Είναι μια εκπληκτική αντιστροφή, όπου ο κατηγορούμενος αποφασίζει να δικάσει τον εαυτό του με τους δικούς του όρους. Ο ήρωας καταφέρνει να περάσει το μούσι του ως πιστευτό, και την ίδια στιγμή ο συγγραφέας λέει στους θεατές: Σκάστε, το ξέρω ότι τα μπέρδεψα, δεχθείτε το φούμαρο ως πραγματικότητα, αφήστε με να τελειώσω το έργο, να πάμε όλοι στα σπίτια μας.
Μη μιλάς. Πιάνεις τον εαυτό σου να απευθύνεται σε όλους όσους ξέρουν τις αδυναμίες σου, τα λάθη σου, τις ανακολουθίες σου, τα ελαττώματά σου. Μη μιλάς. Κάνε πως δεν ξέρεις, πως δεν βλέπεις, πως δεν με είδες, πως δεν κατάλαβες. Ασε με να την παλεύω κουτσά στραβά. Κατάπιε την αλήθεια, να καταπιώ κι εγώ την αλήθεια που αφορά. Μεταξύ κατεργαρέων, ανειλικρίνεια, σιωπή, συγκατάβαση, αλληλεγγύη, κατανόηση και αγάπη.
Το θέατρο ξέρει την ψυχή μας, γιατί οι δημιουργοί του ξέρουν τη δική τους ψυχή. Μίλα, τους λες. Αλλά όταν φτάσουν στην αλήθεια, εντάξει, τους λες: Μη μιλάς τώρα.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News