Ο «μικρός» του καφετζή που τον ‘λέγαν Βασιλάκη

ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ*
Μια φορά και έναν καιρό πού λέτε, υπήρχε στην Πάτρα ένας καφετζής, ο Σωτήρης, πού είχε καφενείο Κολοκοτρώνη και Μαιζώνος. Μία τρύπα δηλαδή, πού εξυπηρετούσε κυρίως γραφεία
και μαγαζιά της περιοχής.
Ο Σωτήρης δεν είχε άδεια να βγάλει τραπεζάκια στην πλατεία Ολγας. Ισορροπούσε τη δουλειά, (καφέδες, πορτοκαλάδες και κανένα ουζάκι με μεζέ), ανάμεσα σε τέσσερα τραπεζάκια μεσ’ το μαγαζί, και το «ντελίβερι,» (που δεν το έλεγαν ακόμα έτσι, γιατί οι καφετζήδες τότε δεν ήξεραν προχωρημένα ελληνικά), στα γύρω μαγαζιά και γραφεία. Για ντελιβερά είχε τον Βασιλάκη, έναν πανέξυπνο και σβέλτο πιτσιρικά, πού χειριζόταν τον τσίγκινο δίσκο με τα μακριά μπράτσα και το αρθρωτό μεγάλο χερούλι στην άκρη, με μια μαεστρία πού καταργούσε τους νόμους της φυσικής, χωρίς να χύνεται τίποτε. Ο Σωτήρης διέθετε τηλέφωνο στο καφενείο, αλλά όχι «διά το κοινόν» για να μη χάνει παραγγελίες απ’ τα γραφεία.
Ετσι, ένα συνηθισμένο μεσοβδομαδιάτικο πρωινό, ο Σωτήρης πήρε παραγγελία από τον κύριο Χρήστο Λαμπρόπουλο, καλό του πελάτη, στην Κολοκοτρώνη 25, στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πατρών, για δύο καφέδες σκέτους και ένα μέτριο.
Ο Βασιλάκης σε λίγο, με το φοβερό του εργαλείο τον δίσκο, πήγε τούς καφέδες σβέλτα, πριν κρυώσουν, στο γραφείο του κυρίου Λαμπρόπουλου πού λέγαμε. Εκεί ήταν ο γνωστός πατρινός νευρολόγος-ψυχίατρος κύριος Κωνσταντίνου, και ένας συνάδελφος του Χρήστου, ο Ανδρέας. Τί δουλειά είχε ο ψυχίατρος στο Επιμελητήριο; Πριν πάει το μυαλό σας αλλού, θα σας εξηγήσω. Τότε, μέσα της δεκαετίας του ’50, δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο, κάποιος, να ανέβει, χωρίς προειδοποίηση, να δει για λίγο ένα φίλο του στο γραφείο, και να πιει και κανένα καφέ, αν οι συνθήκες φόρτου εργασίας το επέτρεπαν.

-Ποιος είναι ο μέτριος; ρώτησε ο ψυχίατρος τον Βασιλάκη.
-Ο μμμεμέτριος είναι αυτός. Απάντησε ο Βασιλάκης σερβίροντας τον γιατρό.
-Πώς σέ λένε; ρώτησε τον μικρό ο γιατρός.
-Βββαβασίλη. Απάντησε ο μικρός.
-Ξέρεις να τραγουδάς Βασίλη; συνέχισε τον διάλογο ο γιατρός.
-Ξξξέρω!
– Για πες μας κάτι.
Ο Βασιλάκης, χωρίς άλλη παρότρυνση, και προς μεγάλη έκπληξη του Χρήστου και του Ανδρέα, άρχισε να τραγουδάει με ωραία φωνή, σωστά και δυνατά:
-“Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα ββράδυ,
Να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκκοτάδι!”
-Ε! Τι γίνεται εδώ! Διέκοψε το τραγούδι ο Ανδρέας.
-Μπράβο Βασιλάκη! Πολύ ωραία μάς το είπες! Μπράβο! Επιβράβευσε τον μικρό ο γιατρός.
Ο Βασιλάκης έφυγε πανευτυχής, και ενώ ο Χρήστος έβαζε ζαχαρίνη στον σκέτο του καφέ, ο ψυχίατρος κατσάδιασε τον Ανδρέα. Δεν έπρεπε, του είπε, να διακόψει το τραγούδι του μικρού την ώρα πού τον εξήταζε.
-Πως το είπες αυτό γιατρέ, εξέταση με τραγούδια;!
-Προσέξατε κύριοι, είπε ο γιατρός, ότι στο ωραίο τραγούδι της Δανάης, αφέθηκε ο Βασιλάκης, και με την πίστη στην ωραία του φωνή, η βραδυγλωσσία του περιορίστηκε σημαντικά; Αν είχα αναλάβει το περιστατικό στην αρχή της εκδήλωσής του στην παιδική ηλικία, πιστεύω ότι θα είχε θεραπευθεί ο μικρός. Τώρα είναι πολύ πιο δύσκολο, αλλά έχω ελπίδες.
-Αυτές οι θεραπείες κρατάνε μήνες, και κοστίζουν, είπε ο Ανδρέας.
-Και ο Βασιλάκης είναι πάμπτωχος, και ορφανός από πατέρα, συμπλήρωσε ο Χρήστος.
-Μη σας νοιάζει, απάντησε ο γιατρός. Θα τον αναλάβω τον Βασιλάκη δωρεάν, μια φορά την εβδομάδα. Με ενδιαφέρει και επιστημονικά. Γεια σας κύριοι!
Εφυγε ο γιατρός, και ο Ανδρέας με τον Χρήστο συνεννοήθηκαν με τον Σωτήρη τον καφετζή, και άρχισαν οι επισκέψεις του Βασιλάκη στον ψυχίατρο.
Πέρασε ο καιρός, η ιστορία ξεχάστηκε, καθώς δεν έπιανε κανείς και την κουβέντα στον Βασιλάκη ώστε να προσέξει κάποια αλλαγή. Ωσπου μια μέρα, θα είχε περάσει κανένας χρόνος από την συνάντηση γιατρού και Βασιλάκη, ο Σωτήρης ο καφετζής εμφανίστηκε αυτοπροσώπως με τούς καφέδες πρωί-πρωί.
-Τί συμβαίνει Σωτήρη; αρρώστησε ο Βασιλάκης; ρώτησε ο Χρήστος.
-Οχι. Κύριε Λαμπρόπουλε. Το αντίθετο μάλιστα. Θεραπεύθηκε απ’ τη βραδυγλωσσία!
– Μπα! Τι μας λες! Και τι έγινε; απ’ τη χαρά του την κοπάνισε ο Βασιλάκης;
-Οχι κύριε Λαμπρόπουλε, τον πιάσανε!
-Τον πιάσανε;!;!
-Μάλιστα. Τον έχουνε συλλάβει, και το μεσημέρι θα τον πάνε Αυτόφωρο για περιύβριση Αρχής!
-Μα τι έγινε τέλος πάντων;
-Σας είπα. Εγινε καλά και δεν κρατιέται ο Βασιλάκης. Εβρισε έναν αστυφύλακα!
-Αντρέα! Γρήγορα! Φώναξε ο Χρήστος. Χρειαζόμαστε επειγόντως δικηγόρο για τον Βασιλάκη. Θα ειδοποιήσω και τον Κωνσταντίνου τον ψυχίατρο να έλθει για μάρτυρας. Πρέπει να πάμε και ‘μείς! Θα πω του Χαραμιδόπουλου να μείνει στο πόδι μας!

Σημείωση:
Ο Βασιλάκης θεραπεύθηκε, και κάποτε μάλιστα άνοιξε δικό του καφενείο.

@Ο Ντίνος Λασκαράτος είναι δικηγόρος, συγγραφέας