Η άρση μιας ανισότητας 100 χρόνων

Της Νίκης Γεωργιάδου*

Το επερχόμενο εργασιακό νομοσχέδιο με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων της αγοράς εργασίας» περιέχει σαρωτικές ρυθμίσεις στο χώρο του ατομικού και συλλογικού εργατικού δικαίου. Για κάποιες από αυτές υπάρχουν ήδη σαφείς αντιδράσεις, για άλλες επιφυλάξεις ή προβληματισμός, ωστόσο για μία ρύθμιση υπάρχει καθολική αποδοχή: για την εξομοίωση της αποζημίωσης απόλυσης εργατών και υπαλλήλων.

Η διάκριση των εργαζομένων σε υπαλλήλους και εργάτες έχει συμπληρώσει 100 χρόνια στην ελληνική έννομη τάξη. Η σημασία της, μολονότι σήμερα έχει πλέον χάσει το πεδίο εφαρμογής της σε πολλούς επιμέρους όρους εργασίας, όπως στον υπολογισμό της άδειας και του επιδόματος άδειας, παραμένει αποφασιστική ιδίως στο χώρο του δικαίου της καταγγελίας της σχέσης εργασίας. Για μεν τους υπαλλήλους προβλέπεται διπλό σύστημα καταγγελίας, με ή χωρίς προειδοποίηση καθώς και μεγαλύτερο ποσό αποζημίωσης, ενώ για τους εργάτες μόνο το σύστημα καταγγελίας χωρίς προειδοποίηση και μικρότερο ποσό αποζημίωσης (άρθρα 3 § 1 Ν. 2112/1920 και 5 § 1 Β.Δ. 16/8.7.1920). Δηλ. οι υπάλληλοι αναδεικνύονται σε σημαντικά ευνοούμενη κατηγορία εργαζομένων.

Για να γίνει αντιληπτή η έκταση της διαφοροποίησης θα χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα. Ενας εργαζόμενος που έχει συμπληρώσει 15 έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται σε περίπτωση απόλυσης, εάν είναι υπάλληλος, αποζημίωση ίση με τις αποδοχές 11 μηνών, ενώ, εάν είναι εργάτης, δικαιούται αποζημίωση ίση με 100 ημερομίσθια, δηλαδή αποδοχές 4 μηνών! Και όμως δεν υπάρχει καμία νομική ή ηθική δικαιολόγηση στη διακριτική μεταχείριση των εργαζομένων κατά την απόλυση. Τόσο οι εργάτες όσο και οι υπάλληλοι αντιμετωπίζουν την ίδια ανάγκη βιοπορισμού μετά την απώλεια της θέσης εργασίας, ενδεχομένως δε οι εργάτες, ακόμα μεγαλύτερη, διότι κατά τη διάρκεια της εργασίας τους οι αποδοχές τους είναι συνήθως μικρότερες. Επομένως η θεσμοθέτηση αισθητά μικρότερης αποζημίωσης απόλυσης για τους εργάτες δεν συμβαδίζει με τον προνοιακό της χαράκτηρα ούτε δικαιολογείται από τις μισθολογικές συνθήκες που έχουν προηγηθεί. Δικαίως λοιπόν η διάκριση σε υπαλλήλους και εργάτες έχει επικριθεί από σημαντικό μέρος της επιστημονικής κοινότητας ως αναχρονιστική, οδηγούσα σε ταξικό διαχωρισμό των εργαζομένων. Αντιθέτως, η νομολογία (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων κάποιων δικαστηρίων ουσίας) επί δεκαετίες έχει επιδείξει ακατανόητη στενότητα και αγκύλωση στην ερμηνευτική της προσέγγιση και έχει επικυρώσει τη διάκριση ως σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, χωρίς να εξετάζει το σκοπό της αποζημίωσης απόλυσης.

Πέραν τούτων, η διαφοροποιημένη μεταχείριση υπαλλήλων και εργατών έχει δημιουργήσει ανασφάλεια δικαίου, καθώς  η κατάταξη στη μία ή την άλλη κατηγορία στηρίζεται κατά περίπτωση σε ποιοτικές αξιολογήσεις ανάλογα με τη φύση και το είδος της παρεχόμενης εργασίας (πλην ελαχίστων επαγγελματικών κατηγοριών που έχουν νομοθετικό προσδιορισμό). Πρόκειται για το λεγόμενο ουσιαστικό κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο εργασία εργάτη θεωρείται εκείνη, η οποία προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής δύναμης, ενώ ως εργασία υπαλλήλου θεωρείται εκείνη, η οποία παρίσταται αποκλειστικά ή κυρίως ως προϊόν πνευματικής καταβολής. Ωστόσο, με τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα τα όρια της σωματικής και πνευματικής εργασίας έχουν αμβλυνθεί. Η χρήση τεχνολογικών μέσων έχει μετατρέψει πολλές υπαλληλικές υπηρεσίες σε μονότονες και τυποποιημένες εργασίες, ενώ η ραγδαία διείσδυση εξελιγμένων μηχανημάτων στην παραγωγή απαιτεί συχνά από τους εργάτες πολυσύνθετη και εξειδικευμένη εργασία. Τελικά, η εννοιολογική διάκριση υπαλλήλων και εργατών δεν είναι τόσο προφανής και με αφορμή το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης οδηγεί συχνά σε πολυετείς, δαπανηρούς και ψυχοφθόρους δικαστικούς αγώνες.

Η a priori υποτίμηση της σωματικής εργασίας δεν ευρίσκει πλέον έρεισμα στις σημερινές διαδικασίες παραγωγής και παροχής υπηρεσιών αλλά και στις σύγχρονες αντιλήψεις για τη θέση και το ρόλο του εργαζομένου στην επιχείρηση. Κάθε εργασία έχει ορισμένη αξία και συνεισφορά στο παραγωγικό αποτέλεσμα και δύσκολα μπορεί να γίνει άλλο ανεκτή η χωρίς ουσιαστικό λόγο διαφορετική μεταχείριση εργατών και υπαλλήλων. Από αυτή την άποψη οι διατάξεις του επερχόμενου νομοσχεδίου που εξομοιώνουν την αποζημίωση απόλυσης υπαλλήλων και εργατών, εφόσον ψηφιστούν με τη φημολογούμενη διατύπωσή τους, θα βάλουν «αίσιο» τέλος σε μία απαράδεκτη, αδικαιολόγητη και απαξιωτική ανισότητα 100 ετών.

*Η Νίκη Γεωργιάδου είναι δικηγόρος ΔΝ,  επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.