Ποινικος κώδικας με ποινές χάδια

ΤΟΥ ΝΑΣΟΥ ΜΙΧΕΛΗ *

Κάθε σοβαρή νομοθετική αλλαγή έχει τις αιτίες και τις αφορμές της και σίγουρα αποτελεί το αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτικών διεργασιών και επιστημονικών εξελίξεων που την καθιστούν αναγκαία. Αντίθετα οι μη σοβαρές νομοθετικές αλλαγές δεν έχουν τίποτα από τα παραπάνω, αποτελούν προϊόντα διαπλοκής ή συναλλαγής, ψηφίζονται «νύχτα» ή εσπευσμένα, ενίοτε μάλιστα είναι το αποτέλεσμα τραγικών επιστημονικών προσεγγίσεων.

Εξάλλου η σοβαρότητα ή η φαιδρότητα κάθε νομοθετήματος, αποδεικνύεται συνήθως από την αρχή της εφαρμογής του και η κοινωνία είτε το αφομοιώνει λειτουργικά, είτε το αποβάλλει απαξιωτικά.

Μία από τις πιο άστοχες νομοθετήσεις, αποτέλεσε η αλλαγή του ποινικού κώδικα το 2019. Δεν θα σταθώ στις καταγγελίες που ακούγονται περί προϊόντος διαπλοκής για την ευνοϊκότερη αντιμετώπιση εγκληματιών προερχόμενων από το κοινό έγκλημα, την οικονομία, την πολιτική ή την τρομοκρατία. Δεν θα σταθώ στην επιλεκτική επιστημονική στήριξη του νομοθετήματος από νομικούς με μεγάλες ανοιχτές ποινικές υποθέσεις ή σχετιζόμενους με αυτές, οι οποίες αυτομάτως μετά την ψήφιση ενός «χαλαρού» ποινικού κώδικα απέκτησαν ευνοϊκή διάσταση για τους κατηγορούμενους. Δεν θα σταθώ τέλος στην πολιτική δικαιολόγηση που άκουσα από την τότε πλειοψηφία, για φιλελεύθερη και προοδευτική προσέγγιση του ποινικού δικαίου και την ψήφισή του από βουλευτές που στην καλύτερη περίπτωση πριν μερικές δεκαετίες μπορεί και να ήταν οπαδοί της σταλινικής προσέγγισης του ποινικού δικαίου. Αλλά οι καιροί αλλάζουν. Και τι έφερε η αλλαγή ;

Εναν νέο ποινικό κώδικα με ποινές «χάδια» σε βαριά εγκλήματα και σύντομες αποφυλακίσεις ή χαλαρές εκτίσεις ποινών. Μέσα στο νέο πλαίσιο ο σωφρονισμός έμεινε μόνο στα λόγια, απλά για να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα.

Αυξήθηκε το οργανωμένο έγκλημα καθώς το ενδεχόμενο σύλληψης και καταδίκης έμπαινε στην ζυγαριά με την απόλαυση της λείας του εγκλήματος στις στιγμές ελευθερίας που έρχονται για τους δράστες σε μικρό διάστημα. Ετσι μας προέκυψε και ο τουρισμός ξένων εγκληματιών.

Αυξήθηκε το κοινό έγκλημα καθώς τίποτα πια δεν μπορεί να δράσει αποτρεπτικά, αφού η ελευθερία του θύτη ενατενίζεται σχεδόν με βεβαιότητα από την στιγμή του εντοπισμού του (εάν εντοπιστεί από τις αρχές). Το έγκλημα έτσι έγινε επάγγελμα με αυξημένα κέρδη και αξιολόγηση ρίσκου που άνετα μπορεί να το αναλάβει ένας έμπειρος ποινικός.

Αυξήθηκε τέλος η τάση για την άδικη πράξη, καθώς είναι ήδη γνωστό στην κοινωνία ότι τίποτα δεν παθαίνει κανείς, γιατί δεν υπάρχει τιμωρία.

Η συζήτηση για την θανατική ποινή ή την οπλοκατοχή με βρίσκει απολύτως αντίθετο και γίνεται μόνο για να αποτρέψει τη συζήτηση για την αυστηροποίηση του ποινικού κώδικα που είναι αδήριτη ανάγκη, πρέπει να υλοποιηθεί τάχιστα και να μην την θυμόμαστε μόνο μετά την τέλεση ειδεχθών εγκλημάτων όπως αυτών στα Γλυκά Νερά.      

* Ο Νάσος Μιχελής είναι είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Νομικών Μελετών Καινοτόμου & Νεοφυούς Επιχειρηματικότητας.