Υψηλό Ρίσκο, εύθραυστη αξιοπιστία: Οι 100 πρώτες ημέρες του Πρόεδρου Τράμπ

Η δρ. Ζέφη Δημαδάμα είναι αρθρογράφος, διδάσκουσα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, τ. Γενική Γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Ρίσκο

Είναι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ένας ηγέτης που πιστεύει ότι η ενίσχυση της χώρας του περνά μέσα από το χάος και την ανατροπή του “παλιού συστήματος” σε διεθνές επίπεδο;

Και, ταυτόχρονα, θεωρεί ότι μπορεί να διαχειρίζεται τις διεθνείς σχέσεις και την παγκόσμια οικονομία μέσα σε ένα διαρκώς ασταθές περιβάλλον;

Ας εστιάσουμε σε δύο βασικά στοιχεία των πρώτων 100 ημερών της διακυβέρνησης του Πρόεδρου Τράμπ:

α) Οι απρόβλεπτοι και επιθετικοί δασμοί που εξήγγειλε – παρά τις παλινωδίες – έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα αβεβαιότητας στις αγορές, προκαλώντας ζημιές εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων και ενισχύοντας τον κίνδυνο ύφεσης, τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι απλώς υλοποιεί τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, εκφράζοντας ένα διαχρονικό παράπονο της αμερικανικής εργατικής τάξης: «Κάποτε χτίζαμε πράγματα. Τώρα απλώς βάζουμε το χέρι στην τσέπη των άλλων».
Τι επιδιώκει, λοιπόν, ο Πρόεδρος Τραμπ, αψηφώντας τις σοβαρές παράπλευρες απώλειες και τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης;
Την επιστροφή της βιομηχανικής παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με διαπραγματευτικό πλεονέκτημα ακόμη και με ξεχωριστή διαπραγμάτευση με κάθε  χώρα, τον περιορισμό της ισχύος της Κίνας και την αύξηση των δημόσιων εσόδων του.
Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνες, ήδη απειλούνται οι αμερικανικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που εξαρτώνται από τις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, προειδοποίησε πρόσφατα: «Θα υπάρξουν αυξήσεις στις προβλέψεις για τον πληθωρισμό σε ορισμένες χώρες και η παρατεταμένη αβεβαιότητα αυξάνει τον κίνδυνο εντάσεων στις χρηματοοικονομικές αγορές. Χρειαζόμαστε μια πιο ανθεκτική παγκόσμια οικονομία και σε καμιά περίπτωση δεν λέμε ναι στη διολίσθηση στον διχασμό».

β) Σε δεύτερο επίπεδο, ο Τραμπ υπέγραψε μια σημαντική συμφωνία για τα ορυκτά με την Ουκρανία. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει τον πόλεμο μέσα σε 24 ώρες, όπως είχε υποσχεθεί, η εν λόγω συμφωνία αποτελεί “κλειδί” για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Προσφέρει πρόσβαση στα έσοδα από τους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας, περιλαμβάνοντας 100 κοιτάσματα κρίσιμων ορυκτών. Ο Πρόεδρος Τραμπ παρουσίασε τη συμφωνία ως “μεγάλη νίκη”, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ θα αποκομίσουν “πολύ περισσότερα” από τα δισεκατομμύρια που επενδύθηκαν από την κυβέρνηση Μπάιντεν στον πόλεμο.
Η συμφωνία έχει επίσης έντονο συμβολικό χαρακτήρα: για τους Ουκρανούς αποτελεί ένδειξη ότι οι ΗΠΑ παραμένουν δεσμευμένες στη χώρα τους και ταυτόχρονα σημάδι αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στον Ζελένσκι και τον Τραμπ.
Ωστόσο, για πολλούς είναι αμφιλεγόμενο το γεγονός ότι μια χώρα που αντιστέκεται επί τρία χρόνια στη ρωσική εισβολή καλείται τώρα να “αξιοποιήσει” τον εθνικό της πλούτο για να αποπληρώσει τη στρατιωτική βοήθεια. Επιπλέον, η συμφωνία δεν περιλαμβάνει ρητές εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ – ένα αίτημα που η Ουκρανία και η Ευρώπη θέτουν σταθερά εδώ και καιρό.

Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν ένα νέο παγκόσμιο τοπίο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Πρόεδρο Τραμπ υιοθετούν μια στρατηγική υψηλού ρίσκου, που ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντική απώλεια αξιοπιστίας.

Κι όμως, η αξιοπιστία της Αμερικής έχει επί δεκαετίες συνδεθεί με την οικονομία, την ανάπτυξη, την περιβαλλοντική ευθύνη, την ασφάλεια και το κράτος δικαίου.

Όπως και στη ζωή, έτσι και στη διεθνή πολιτική και οικονομία, η εμπιστοσύνη είναι θεμελιώδης για τη συνεργασία και την αμοιβαιότητα.

Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Andrew Kydd (“Trust and Mistrust in International Relations”, 2005) υπογραμμίζει με έμφαση οτι η αξιοπιστία, η εμπιστοσύνη είναι η πεποίθηση ότι κάποιος «προτιμά την αμοιβαία συνεργασία από την εκμετάλλευση και την εξαπάτηση των άλλων».

Το υψηλό ρίσκο, επομένως του Πρόεδρου των ΗΠΑ είναι μια πραγματικότητα. Το βέβαιο είναι ότι παραμένει μια επικίνδυνη πραγματικότητα.