«Από τότε που έκοψε τα χάπια ξέφυγε», λέει ο αστυνομικός της Βουλής για τις καταγγελίες της συζύγου του, τι απαντά εκείνη ΒΙΝΤΕΟ

Νέες εξελίξεις στην υπόθεση του Αστυνομικού της Βουλής

αστυνομικό

Ο 45χρονος αστυνομικός της Βουλής που κατηγορείται ότι βίαζε τα παιδιά του, σε δηλώσεις που έκανε, φέρεται να αποδίδει τις κατηγορίες εναντίον του, στη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής της συζύγου του λόγω της νέας της εγκυμοσύνης. Η 35χρονη καταγγέλλουσα από την πλευρά της δηλώνει πως, αν και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, δεν ολοκλήρωσε την πράξη, γιατί σκέφτηκε τα παιδιά της, ενώ ισχυρίστηκε πως ο 45χρονος την είχε απειλήσει πως αν τον καταδώσει, θα σκότωνε τόσο την ίδια όσο και τα παιδιά.

Μιλώντας στο Star και στις «Αλήθειες με τη Ζήνα» ο 45χρονος αστυνομικός υποστήριξε πως τα περισσότερα από αυτά που αναφέρονται για την περίπτωσή του τα ακούει για πρώτη φορά στην τηλεόραση.

«Έχω χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου»

Δηλώνει ανήσυχος για το πού βρίσκονται τα παιδιά του αλλά και για το μήνυμα που έστειλε στον γιο του αλλά δεν έγινε γνωστό. Ο 45χρονος κατηγορούμενος, αναφέρει συγκεκριμένα: «Είμαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Έχω χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Διαλύθηκε η οικογένειά μου, δεν ξέρω πού βρίσκονται τα παιδιά μου και ανησυχώ πολύ. Εγώ ήμουν αυτός που είχε ζητήσει να εξεταστούν τα παιδιά μας από ψυχολόγους στο σχολείο, για να έχουν στήριξη όταν οδηγήθηκε η γυναίκα μου στο ψυχιατρείο.

Οι ψυχολόγοι που τα εξέτασαν μου είπαν ότι τα παιδιά ήταν καλά και ότι ήταν σπάνια παιδιά με σπάνιο ήθος. Τα παιδιά μου είναι άριστοι μαθητές και έχουν πολύ καλό χαρακτήρα, είναι πολύ καλά παιδιά. Βγάζουν στις τηλεοράσεις τα μηνύματα που έστελνα στα παιδιά μου προσπαθώντας να δημιουργήσουν για μένα την εντύπωση ότι προσπάθησα να τα πιέσω.

Δεν βγάζουν όμως όλα τα μηνύματα, αλλά μόνο αυτά που μπορούν να παρεξηγηθούν. Δεν έβγαλαν το μήνυμα που έστειλα στον αγαπημένο μου γιο πριν από τη σύλληψή μου: “Πού είσαι; Όταν φτάσεις σπίτι πάρε με τηλέφωνο, θέλω να είσαι ήρεμος τώρα που λείπω από το σπίτι και να προσέχεις τη μαμά. Γιατί τη μαμά ξέρω ότι την αγαπάς πάρα πολύ όπως σε αγαπάει και εκείνη. Να είστε ενωμένοι με τα αδέλφια σου και όλα θα πάνε καλά”».

«Ξέφυγε τελείως μόλις έκοψε τη φαρμακευτική αγωγή»

Παράλληλα, προσπαθώντας να εξηγήσει τις καταγγελίες της συζύγου του, υποστηρίζει ότι εκείνη «ξέφυγε τελείως» όταν σταμάτησε τη φαρμακευτική αγωγή, όταν έμεινε έγκυος στο 6ο τους παιδί. «Ανησυχώ πολύ για την υγεία της γυναίκας μου, είναι άμεση ανάγκη να εξεταστεί για τα θέματα της ψυχικής της υγείας. Είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρείο τον προηγούμενο Φεβρουάριο για έναν μήνα και από τότε έπαιρνε βαριά φαρμακευτική αγωγή, 4 διαφορετικά χάπια την ημέρα.

Όταν ήρθε η εγκυμοσύνη, οι γυναικολόγοι μάς έλεγαν ότι η φαρμακευτική αγωγή θα πρέπει υποχρεωτικά να σταματήσει αμέσως, για να μην υπάρξουν κίνδυνοι για τη ζωή του εμβρύου και οι ψυχίατροι μας έλεγαν ότι τα φάρμακα δεν πρέπει να σταματήσουν απότομα αλλά σταδιακά, γιατί αλλιώς θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για την ψυχική της υγεία. Πήραμε μαζί την απόφαση να σταματήσει άμεσα η φαρμακευτική της αγωγή, για να μην κάνουμε κακό στο μωρό. Από τη στιγμή που σταμάτησε την αγωγή της, η κατάσταση ξέφυγε τελείως.

Μου έκανε μήνυση για ενδοοικογενειακή βία και λίγες ημέρες μετά πήγε και την ανακάλεσε. Οι προσωπικές μας στιγμές που τραβήξαμε μαζί και βρέθηκαν στο κινητό μου τηλέφωνο είναι 2 μέρες μετά τη μήνυσή της, όπου υποτίθεται ότι την είχα κακοποιήσει. Μετά από την ανάκληση της μήνυσής της είχε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, τη μια στιγμή μου έλεγε πόσο με αγαπούσε και την άλλη στιγμή με έβριζε.

Αρχικά είχε πει στην κατάθεσή της ότι μου είχε κάνει μήνυση, επειδή την είχα κατηγορήσει ότι είχε εξωσυζυγική σχέση, σήμερα λέει ότι έκανε μήνυση επειδή την κακοποιούσα. Με αυτά τα προβλήματα περάσαμε τους τελευταίους 9 μήνες μέχρι πριν 20 μέρες που μου έκανε μήνυση για απειλή και με κατηγόρησε για μια φράση που της είπα την ώρα που πίναμε τον πρωινό μας καφέ, 4 μέρες μετά τη μήνυσή της για ενδοοικογενειακή βία πήγε και κατήγγειλε όλα αυτά στην Αστυνομία και άλλες 4 μέρες μετά πήγε και έδωσε και νέα κατάθεση αναφέροντας πράγματα που δεν έγιναν ποτέ στην οικογένειά μας».

«Τώρα άκουσα για πρώτη φορά ότι ο γιος μου έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας»

Παράλληλα απορρίπτει τα περί «απόπειρας αυτοκτονίας» του γιου του, μιλώντας για ένα «χαρούμενο παιδί και άριστο μαθητή». «Όλα τα παιδιά μας εξετάστηκαν από ιατροδικαστή και βρέθηκαν εντάξει. Από αυτό φαίνεται ότι αυτά που ισχυρίζεται η γυναίκα μου δεν έγιναν ποτέ. Μόνο στο ένα από τα παιδιά μας βρέθηκε ένα σημάδι από ατύχημα, που η γυναίκα μου το ήξερε, αυτή ήταν που με είχε πάρει όσο ήμουν στη δουλειά μου και μου είχε πει ότι το παιδί μας είχε χτυπήσει. Τώρα άκουσα για πρώτη φορά ότι ο γιος μου είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Για το περιστατικό που είχε γίνει, για την πτώση του από το μπαλκόνι, είχε γίνει δικογραφία και το παιδί μου είχε εξεταστεί κεκλεισμένων των θυρών, είχε γίνει έρευνα και μας είχαν πει ότι ήταν ατύχημα και ο φάκελος μπήκε στο αρχείο. Ποτέ κανείς όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε μιλήσει για απόπειρα αυτοκτονίας. Δεν υπήρχε λόγος να κάνει το παιδί μου απόπειρα αυτοκτονίας. Πάντα ήταν χαρούμενο παιδί και άριστος μαθητής. Τώρα τα ακούω αυτά πρώτη φορά, στα κανάλια».

Απαντώντας σχετικά με τον «αδικαιολόγητο πλουτισμό» που του χρεώνεται, ο 45χρονος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τα πανάκριβα ρολόγια αγοράστηκαν σε 24 δόσεις, το αυτοκίνητό του ήταν 12ετίας, ενώ τέλος πως η οικογένεια ζούσε άνετα έχοντας και εισοδήματα από ακίνητη περιουσία που του κληροδοτήθηκε από τον πατέρα του.

«Το… πολυτελές μου αυτοκίνητο ήταν του 2006»

«Πράγματα που λέγονται στις τηλεοράσεις δεν έχουν γίνει ποτέ. Άνθρωποι που μιλάνε στα κανάλια με γυρισμένες πλάτες και αλλοιωμένες φωνές μού είναι άγνωστοι και δεν μπορώ να καταλάβω ποιοι μπορεί να είναι, λένε πράγματα για μένα που δεν ισχύουν. Τα ρολόγια που φορούσαμε εγώ και η γυναίκα μου ήταν αγορασμένα από εμπορικό κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας, της οδού Πανεπιστημίου και τα αγοράσαμε με 24 δόσεις, που τις εξοφλήσαμε μέχρι και την τελευταία. Το δήθεν πολυτελές αυτοκίνητο που οδηγούσα ήταν μοντέλο του 2006, όταν το αγόρασα ήταν αυτοκίνητο δωδεκαετίας και μου στοίχισε 15.500 ευρώ, χρήματα που στο μεγαλύτερο μέρος ήταν από την πώληση του παλαιότερου αυτοκινήτου μου, ενώ για τα υπόλοιπα έβαλα γραμμάτια που τα έχω ξεπληρώσει. Κάθε χρόνο υπέβαλα κανονικά δήλωση πόθεν έσχες, όπως είχα υποχρέωση.

Ζούσαμε άνετα, έχοντας δύο μισθούς και εισπράτταμε και ενοίκια από ακίνητη περιουσία μου που κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου μου είχε αφήσει και ένα σημαντικό ποσό σε μετρητά. Ο πειθαρχικός μου φάκελος στην Αστυνομία είναι καθαρός και οι βαθμοί μου πάντα ήταν άριστοι. Πάντα ήμουν σωστός στα καθήκοντά μου και δεν έχω δώσει ποτέ αφορμή. Δεν εργάστηκα ποτέ σε παράλληλη εργασία και τα εισοδήματά μου ήταν δηλωμένα και νόμιμα».

Τέλος, για το πειθαρχικό του παρελθόν, απαξιώνει τις περιπτώσεις λέγοντας χαρακτηριστικά: «Στην τηλεόραση είδα και για ένα επεισόδιο που είχα με έναν ταξιτζή, κάτι που είχε γίνει πριν από πάρα πολλά χρόνια και είναι υπόθεση που έχει πάει στο αρχείο. Επίσης είδα μια ιστορία για έναν 17χρονο που δήθεν είχα σταματήσει στο μετρό, επειδή δεν είχε εισιτήριο. Αυτό δεν συνέβη ποτέ και είναι ψέμα. Τέλος, μεταδίδουν ένα επεισόδιο που είχα με κάποιον το 2003, πριν από 21 χρόνια. Αυτό το επεισόδιο πράγματι έγινε, αλλά συνέβη εκτός υπηρεσίας. Δεν έχει καμία σχέση με την εργασία μου, ήταν αμοιβαίο, γι’ αυτό καταδικαστήκαμε και οι δύο και εγώ και αυτός σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με αναστολή».

«Η αυτοκτονία ήταν μονόδρομος»

Από την πλευρά της η 35χρονη εξηγεί το γεγονός πως δεν κατήγγειλε νωρίτερα, λέγοντας πως δεν πίστευε πως η Αστυνομία θα έπραττε κάτι, ενώ σημείωσε πως, αν και έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, δεν το πήγε μέχρι τέλους, γιατί τα παιδιά «θα έμεναν με τον κακοποιητή τους».

«Λόγω των γνωριμιών του στην Αστυνομία, δηλαδή το ότι ήταν το δεξί χέρι των πιο ισχυρών και πήγαινε από τον έναν στον άλλο ισχυρό και λόγω των πολιτικών του διασυνδέσεων, θεωρούσα ότι η Αστυνομία δεν θα με προστάτευε. Ούτως ή άλλως το έχει αποδείξει και στο παρελθόν, μέχρι αστυνομικούς και τον διοικητή του χτυπούσε στα αστυνομικά τμήματα και δεν του έκαναν τίποτα.

Ο μόνος δρόμος ήταν η αυτοκτονία που αποπειράθηκα, αλλά δεν την ολοκλήρωσα, όχι γιατί με ένοιαξε η ζωή μου, αλλά γιατί σκεφτόμουν ότι τα παιδιά θα βρίσκονται στον απόλυτο έλεγχο του κακοποιητή, του πατέρα τους και ευελπιστούσα να βρω μια ευκαιρία και δύναμη κάπως να το καταγγείλω κάποια στιγμή. Διαρκώς μου έλεγε ότι θα με βγάλει τρελή και δεν θα με πιστέψει κανείς και ότι, εάν τον καταδώσω, θα με σκοτώσει και εμένα και τα παιδιά, την οποία απειλή θεωρούσα ότι θα την πράξει».