Η ανάγκη της κοινωνίας να ζήσει

Το κύριο άρθρο της «Π»

 

ΕΙΝΑΙ μια αντίφαση κατά κάποιον τρόπο ειρωνική, αν όχι ιλαροτραγική. Από τη μια οι χιλιάδες των πολιτών που εφόρμησαν μαζικά προς την ύπαιθρο για να απολαύσουν ένα ηλιόλουστο τριήμερο -απίστευτη αντίστιξη στις συνθήκες ψύχους που στοίχισαν κρυοπαγήματα στους πολεμιστές του ‘40- και από την άλλη οι επικείμενες περιπέτειες για την τσέπη, την ποιότητα ζωής και τις δουλειές των Ελλήνων, χωρίς να υπολογίζουμε τους εθνικούς κινδύνους πέραν του Αιγαίου ή μέσα από μια γενική πολεμική ανάφλεξη που κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει.

ΚΑΙ ΟΛΑ αυτά στο φόντο μιας επετείου που έγινε συνώνυμη της εθνικής αυταπάρνησης, υπέρβασης, αναγκαστικής αποχής από τα στοιχειώδη υλικά αγαθά.

ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ τις μέρες της θαυματουργής εκείνης πατριωτικής έξαρσης, στριμωγμένοι στα εξοχικά εστιατόρια με παροιμιώδη, κωμική σχεδόν, αμεριμνησία.

ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για εθελοτύφλωση όμοια με αυτή των θυμάτων του Βεζούβιου που βίωναν στιγμές ηδονής και κραιπάλης ενώ πλησίαζε η λάβα του ηφαιστείου.

ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ φυσιολογική μικρή έκρηξη λαχτάρας για χαλάρωση και ανοιχτούς ουρανούς, έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο στριμώγματος που μας επέβαλε η γνωστή υγειονομική θύελλα, αλλά και ενόψει των μεγάλων δυσκολιών που κυοφορούν οι περιστάσεις της εποχής μας.

Η ΑΝΑΓΚΗ της κοινωνίας να ζήσει αποτελεί κρίσιμο εθνικό και πολιτικό μέγεθος και ειδικό βάρος. Αν αυτές τις μέρες η ανάγκη αυτή μας πυροδότησε τα εκδρομικά οχήματα, θα είναι η ίδια που θα μας δώσει τη δύναμη να επωμιστούμε τα φορτία που έρχονται.

ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ότι ακόμα και σε περίοδο ανέχειας, λιμού, βομβαρδισμών και θανάτου, ο λαός της Ελλάδας αντιδρούσε με ζωντάνια, σπινθήρα, ψυχή, σάτιρα και μια αρχαιόπρεπη ελευθέρια ευφορία.