Ο Μάνος Τσίζεκ στην «Π»: Το σήμερα ως δυστοπική ταινία
«Ο Αγγελόπουλος απέδειξε ότι μπορείς να συνδυάσεις την ποίηση, τον λυρισμό αλλά και μια πάρα πολύ ρεαλιστική και τολμηρή ματιά στη σύγχρονη ιστορία μας», δηλώνει ο ακτιβιστής σκηνοθέτης Μάνος Τσίζεκ.
Για τρεις ημέρες, την περασμένη εβδομάδα βρέθηκε στην Πάτρα ο ακτιβιστής σκηνοθέτης Μάνος Τσίζεκ στο πλαίσιο του αφιερώματος που πραγματοποιήθηκε στο έργο του στον χώρο του θέατρο Γραμμές Τέχνης. Βρεθήκαμε εκεί και μιλήσαμε μαζί του για τον πολιτικό κινηματογράφο, την προπαγάνδα, τη δυστοπία της εποχής και πολλά άλλα.
Πολιτικός κινηματογράφος στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή άνθησε τις δεκαετίες του ’70 και ’80 και μετά εξαφανίστηκε. Γιατί;
Υποθέσεις μπορώ ίσως να κάνω και να πω την προσωπική μου γνώμη. Υπήρξαν άνθρωποι που υπηρέτησαν το είδος όπως ο Αγγελόπουλος. Δεν ήταν απαραίτητα πως για να είναι πολιτικός ο κινηματογράφος πρέπει να είναι μόνο ρεαλιστικός ή μόνο ντοκιμαντέρ. Ο Αγγελόπουλος απέδειξε ότι μπορείς να συνδυάσεις την ποίηση, τον λυρισμό αλλά και μια πάρα πολύ ρεαλιστική και τολμηρή ματιά στη σύγχρονη ιστορία μας. Το λέω γιατί και εγώ έχω χρησιμοποιήσει πολύ την ποίηση ως όχημα αφήγησης στις ταινίες μου. Θεωρώ ότι είναι και πολιτικοί οι λόγοι που δεν υπάρχει πολιτικός κινηματογράφος. Έχουμε και μετέπειτα παραδείγματα, αλλά κάπως επικράτησε κάποια στιγμή στους κρατικούς κυρίως κύκλους και σταδιακά στον ιδιωτικό τομέα εταιρειών παραγωγής ότι αρκετά πια με όλα όσα το ’70 και το ’80 μεσουράνησαν. Αρκετά με την ποίηση, αρκετά με την πολιτική, αρκετά με αυτή την καταραμένη στρατευμένη τέχνη. Ας μιλήσουμε για το σεξ, τη βία, τον καταναλωτισμό, την παρακμή της ελληνικής οικογένειας. Και έτσι η θεματική έγινε όλο και πιο πολύ μικροαστική, ενίοτε και μεγαλοαστική, αποπολιτικοποιημένη. Σίγουρα στις μέρες μας υπάρχει σαφής γραμμή αποπολιτικοποίησης των έργων, είτε είναι θεατρικά είτε κινηματογραφικά, έρχεται από το υπουργείο Πολιτισμού, το Κέντρο Κινηματογράφου, συντονισμένα από τα κέντρα λήψης αποφάσεων και όσους διαμορφώνουν τον πολιτισμό στην Ελλάδα.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ στρατευμένης, πολιτικοποιήμενης και πολιτικής τέχνης; Συνήθως όταν κάνουμε λόγο για στρατευμένη τέχνη, οι περισσότεροι εννοούν την προπαγάνδα.
Όλα αυτά είναι ένα ένα παιχνίδι των λέξεων που έχει κτιστεί από τα πάνω. Στρατευμένη τέχνη και προπαγάνδα είναι οι τηλεοπτικές σειρές που βλέπουμε στην τηλεόραση. Όταν βλέπουμε σειρές για τα πάθη μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, για το τι τραβάει ο κάθε γόνος του κάθε υπερεπιχειρηματία και η απαγωγή του παιδιού της πάμπλουτης οικογένειας, είναι προπαγάνδα υπέρ των ισχυρών σε αυτή τη χώρα. Όταν βλέπουμε ταινίες που αντίστοιχα μας προβάλλουν ένα σωρό θεματικές που είναι τόσο κατευθυνόμενες σε μία καρικατούρα του τι είναι η κοινωνία, οι άνθρωποι, ιδίως οι εργαζόμενοι άνθρωποι και με έναν τρόπο αναδεικνύουν το ιδιωτικό όραμα, τον ανταγωνισμό, τη μιζέρια που προωθεί τα στερεότυπα και τους κανιβαλισμούς, όλα αυτά είναι προπαγάνδα. Όλη η τέχνη είναι προπαγάνδα. Απλά τείνει η προπαγάνδα που ταυτίζεται με την εξουσία να μην χαρακτηρίζεται ως προπαγάνδα αλλά ως πολιτικά ορθή και αποδεκτή τέχνη. Όταν ένα έργο πάει να πάρει το μέρος του αδύναμου ή ακόμα και να κάνει μια ειλικρινή αποτύπωση του λαϊκού γίγνεσθαι, συχνά χαρακτηρίζεται ως πολιτικό και στρατευμένο. Υπό αυτή την έννοια, εγώ λέω ότι κάνω στρατευμένη τέχνη ξεκάθαρα σε αντίθεση με την πλειοψηφία σύγχρονων κινηματογραφιστών και ξεκάθαρα τάσσεται υπέρ των αδυνάμων και των ηττημένων.
Αφού η κάθε μας πράξη είναι πολιτική, δεν είναι και το σύνολο του κινηματογράφου πολιτικό; Γιατί είναι δαιμονοποιημένη αυτή η λέξη;
Κάποιοι θα πουν ότι κάθε έργο τέχνης και κάθε ταινία είναι μια πολιτική πράξη. Όμως δεν αρκεί να το πεις και να το παραδεχθείς. Αν δεν ξεκαθαρίσεις υπέρ ποιου τάσσεσαι, αν δεν πάρεις ταξικά μια θέση στην πολιτική πράξη που αποτελεί η καλλιτεχνική δημιουργία, τάσσεσαι και σιγοντάρεις το μεγάλο κεφάλαιο. Επομένως αυτό που ουσιαστικά δαιμονοποιείται και συκοφαντείται είναι όταν σε αυτή την ούτως ή άλλως πολιτική διαδικασία ο δημιουργός αποφασίζει να μην εναντιωθεί στην κοινωνία, να μην σταθεί απέναντι σε αυτή, στην πλειοψηφία του κόσμου, του εργαζόμενου, του άνεργου και να πει «εγώ θα έρθω μαζί με αυτό τον κόσμο, θα βγάλω αφηγήματα τα οποία θα βγαίνουν μέσα από τους ανθρώπους, τους πολίτες και θα προσπαθήσω να προπαγανδίσω τη δικιά τους πραγματικότητα, τα δικά τους συμφέροντα, τα δημοκρατικά καθήκοντα και δικαιώματα των ανθρώπων, ακολουθώντας ακόμα και μία πάρα πολύ προσωπική, πολύ μικρή ιστοριούλα, που όμως πάντα έχεις δυνατότητες να δείξεις πού το πας και με το με ποιους τάσσεσαι».
Ποια ήταν η τελευταία πολιτική ταινία που είδατε και σας άρεσε;
Η «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη.
Αν έπρεπε να γυρίσετε μια ταινία για το σήμερα, γι’ αυτό που ζούμε πώς θα ήταν;
Θα ήταν ξεκάθαρα και εύκολα μια δυστοπική ταινία. Θα ήθελα πολύ να παρακολουθήσω από κοντά την ιστορία κάποιων προπαγανδιστών, κάποιων πρακτόρων της CIA και του αμερικανικού πενταγώνου που παρεισφρέουν σε κρατικούς οργανισμούς, σε μέσα μαζικής ενημέρωσης ακόμα και σε επιτροπές ειδικών και επιβάλλουν συγκεκριμένα αφηγήματα που οδηγούν την κοινωνία στο να διχάζεται και να αναπτύσσει νέους αυτοματισμούς που παραβιάζουν θεμελιώδη δημοκρατικά και συνταγματικά δικαιώματα, ενώ επικοινωνιακά δημιουργούν έναν τεράστιο αντιπερισπασμό εργαλειοποιώντας μια υγειονομική κρίση και την ίδια στιγμή προσπαθούν να επιβάλλουν σε αγαστή συνεργασία με βιομήχανους και πολυεθνικές μια τεράστια επέλαση τεχνοκρατίας και μεγάλου κεφαλαίου, ως ένα πρελούδιο στην κοινωνία που πλέον οι άνθρωποι, οι εργαζόμενοι δεν θα εργάζονται και τις θέσεις τους θα πάρουν τα ρομπότ και οι αλγόριθμοι της τεχνητής νοημοσύνης. Επομένως, θα ξεκινούσα με αφορμή το σήμερα αλλά δεν θα έμενα στο αφήγημα των μέσων ενημέρωσης και των κυβερνήσεων.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News