Οι έδρες ανήκουν στα κόμματα, όχι στους βουλευτές

Του Βασίλη Μπεκίρη, τ. Υφυπουργός

έδρες

Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για το θέμα της βουλευτικής έδρας, μετά και την άρνηση ορισμένων βουλευτών να παραδώσουν την έδρα που κατέχουν. Ειδικότερα το φαινόμενο αυτό που συνέβαινε κατά κόρον στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (2015-2019), των αλλεπάλληλων προσχωρήσεων στο τότε κυβερνόν κόμμα με αντάλλαγμα υπουργικές θέσεις ή άλλες υποσχέσεις, είχε ανησυχήσει πάρα πολύ μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Βέβαια, ελάχιστοι από αυτούς τους βουλευτές παραιτήθηκαν της βουλευτικής έδρας, για να είναι περισσότερο εναρμονισμένοι με τη συνείδησή τους και τους ψηφοφόρους που τους είχαν ψηφίσει. Και τούτο διότι ο κάθε ψηφοφόρος δίνει την ψήφο του πρώτα στο κόμμα και μετά στο πρόσωπο του βουλευτή. Μετά από όλα τα ανωτέρω τίθεται το ερώτημα:  Τελικά η βουλευτική έδρα σε ποιον ανήκει; Στο πρόσωπο του βουλευτή ή στο κόμμα με το οποίο εξελέγη ο συγκεκριμένος βουλευτής; Βέβαια, το θέμα αυτό έχει απασχολήσει πολλούς πολιτικούς, συνταγματολόγους και δημοσιολόγους. Οι περισσότεροι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η βουλευτική έδρα ανήκει στο κόμμα με τη σημαία του οποίου εξελέγη ο συγκεκριμένος βουλευτής και όχι στο πρόσωπο του βουλευτή. Βέβαια, το κύριο επιχείρημα είναι, ότι ο κάθε βουλευτής εκλέγεται με το συγκεκριμένο κόμμα διότι διαφορετικά εάν το ίδιο πρόσωπο είχε κατέβει στις εκλογές ως ανεξάρτητος, οπωσδήποτε δεν θα είχε εκλεγεί. Και τούτο διότι κανένας και ποτέ τα τελευταία εξήντα τουλάχιστον χρόνια δεν έχει στον τόπο μας εκλεγεί ανεξάρτητος βουλευτής. Μένει, λοιπόν, αυτό το οποίο συμβαίνει στην πράξη να περιβληθεί ως Διάταξη στο υπό αναθεώρηση Σύνταγμα, ώστε να σταματήσει αυτή η ανήθικη πράξη πολλών βουλευτών, οι οποίοι δεν σέβονται ούτε τον εαυτόν τους, αλλά ούτε και τους ψηφοφόρους που τους ψήφισαν. Και τούτο διότι όπως ελέχθη, ο κάθε ψηφοφόρος αρχικά ψηφίζει το κόμμα και μετά τον βουλευτή. Διότι οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι, οι οποίοι εξέλεξαν τον συγκεκριμένο βουλευτή, εάν δεν ήταν υποψήφιος στο συγκεκριμένο κόμμα, δεν θα τον είχαν ψηφίσει.

Για την ιστορία πρέπει να αναφέρω, ότι το θέμα αυτό και προσωπικά με είχε απασχολήσει κατά την μακράν μου κοινοβουλευτική μου θητεία. Σε πολλές συζητήσεις που είχα με μεγάλους πολιτικούς άνδρες, όλοι την άποψη αυτή είχαν υιοθετήσει. Μάλιστα, στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986 είχα κάνει και σχετική πρόταση, αλλά τότε δεν μπορούσε να συζητηθεί, διότι ήταν περιορισμένος ο αριθμός των άρθρων τα οποία είχαν προταθεί προς αναθεώρηση. Νομίζω ότι το θέμα τώρα έχει ωριμάσει και οι ηγεσίες όλων των κομμάτων απ’ ότι πληροφορούμαι είναι έτοιμες να το αποδεχθούν, ώστε να σταματήσει αυτή η ανήθικη πορεία ορισμένων βουλευτών που καταπατούν την ψήφο των αγνών ψηφοφόρων.