Που με βια μετράει τη γη…

Της ΜΑΙΡΗΣ ΣΙΔΗΡΑ *



Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς  και «γιαλό γιαλό πηγαίναμε» άκουγα απ’ το ραδιόφωνο, ενώ η βία, χωρίς την αποκριάτικη βακχική και παιγνιώδη μεταφορά της, έχει θεριέψει. Το ανθρωποφάγο, ωστόσο, ένστικτο, απ’ όπου κι αν φανερωθεί, δεν μπορεί να αποχαρακτηρισθεί ως ακατανίκητος συντονισμός με την «καρδιά του κτήνους» ή ως ακούσια ύπνωση υπό τον ορό της μάζας.

Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς κι η ψυχή μου δίψασε για 1821. Δίψασε για βροντερά βήματα αγωνιστών στα λιθόστρωτα, για  καραούλια και μπαρούτι. Για κρυφά μηνύματα «να μου στείλετε άνδρες» και «Ρηνιώ, μη σκιάζεσαι, θε να ‘ρθω να σε βρω και θα ‘μαστε λεύτεροι». Για εμπόρους στη Σιάτιστα να μελετούν τη «μεγάλην υπόθεσιν» και καραβοκυραίους να σχεδιάζουν την επαναστατική σημαία του νησιού τους. Για κρυφομιλήματα με τον Χριστό, για τάματα, για εράνους. Για τις μπροσούρες του Ρήγα στα αρματολίκια Προς κοινήν του φιλτάτου Γένους χρήσιν: «-Τις ει; -Άνθρωπος. Έλλην το Γένος, ελεύθερος κατά φύσιν και κατ’ εκλογήν δημοκρατικός. Γεννημένος δια ν’ αγαπώ τον πλησίον μου και να υπηρετώ την Πατρίδα μου […]».

Λαχτάρισα τις μυστικόπαθες συνάξεις. Τα πρώτα πρώτα «Η ώρα ήρθε» και τ’ ανατρίχιασμα του μετώπου καθενός που καλούνταν να πράξει. Το άρωμα θυσίας και τριανταφυλλιάς από τα λόγια του Αλέξανδρου Υψηλάντη, το μέλι από την άτρομη αθυροστομία του Καραϊσκάκη. Πεθύμησα «μωρέ» κι «ωρέ» κι «άιντα παιδιά» και το βλέμμα του Κολοκοτρώνη να σκίζει τη νύχτα, να την ξημερώνει. Να ‘μουνα δίπλα στον Διονύσιο Σολωμό να θωρεί το «φτωχό καλύβι», το Μεσολόγγι, και να ορά που «στην πεισμωμένη μάχη/ σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι,/ και τα γλυκοχαράματα και μες τα μεσημέρια,/ κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν εβγούν τ’ αστέρια». Να δω τα ομορφόπαιδα, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Αθανάσιο Διάκο, το βραδινό τους δάκρυ, από θέληση βαριά, πριν κοιμηθούν. Πώς να μύριζαν τα μαλλιάς της Μαντώς στον άνεμο και πώς η Λασκαρίνα έπιανε τη μέση της σα μιλούσε στους άνδρες.  

Να ‘μουνα το 1822 στην Επίδαυρο να κατακύρωνα το πρώτο σύνταγμα και το 1827 στο Άστρος να έριχνα κι εγώ την ψήφο μου στο «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το πιο δημοκρατικό της εποχής του. Να με τράνταζε η προσδοκία, να με διαπερνούσε κατάστηθα η προδοσία και να ‘χα πάντα ψυχή και νου για τα σπουδαία. «Κι ο κόσμος ας μας λέει τρελούς.» Κολοκοτρώνης μίλησε, αγνοώντας την προ Βουλής προβολή του…

Κι ακόμη, να ‘μουνα στη λοκάντα που έστησε ο Δημήτριος Βυζάντιος στη Βαβυλωνία και να ‘βλεπα τους άνδρες τη μία και μοναδική στιγμή που ομονοούν στο όνομά Της.

«ΧΙΟΣ: (φωνάζων) Βάρτεν κρασί στα ποτήργια να πγιούμενε. (Παίρνει εν ποτήριον.) Πάρτεν κι εσείς απ’ όνα. Ε βίβα, στην υγιά μας! Καλή για! Στην υγιά της Λευτεριάς!

ΟΛΟΙ: Ε βίβα!

ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ: Σία Λευτερία.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΣ: Εις υγείαν της, ε βίβα της, χαιράμενοι.

ΟΛΟΙ: Ε βίβα!

ΑΛΒΑΝΟΣ: Για το Λευτεριά, ορέ… ζτρου, ορέ ζτρου.

ΟΛΟΙ: Ε βίβα!

* Η Μαίρη Σιδηρά είναι φιλόλογος.