Καταλύτης λύσεων στην κλιματική κρίση

Του Λευτέρη Αυγενάκη, Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

Αν υπάρχει κάτι, που πλέον φάνηκε ξεκάθαρα στην Παγκόσμια Συνόδο για την κλιματική αλλαγή, είναι αυτό που λέει -καιρό τώρα- ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης -πως ο πλανήτης έχει περάσει στην εποχή της κλιματικής κρίσης. Μία εποχή, όπου τα ολοένα και πιο συχνά, καταστροφικά φυσικά φαινόμενα μας «φωνάζουν» με εκκωφαντικό τρόπο ότι ο χρόνος των συζητήσεων, της διαχείρισης συμφερόντων και των αμφιβολιών έχει παρέλθει.

Τελευταία η πατρίδα μας βρέθηκε να αντιμετωπίζει, όλο και συχνότερα, ένα νέο περιβάλλον πρωτόγνωρων θεομηνιών, αδυσώπητων φυσικών φαινομένων, πολύπλευρων κρίσεων και σύνθετων προκλήσεων, με επιπτώσεις που επηρεάζουν με τον χειρότερο τρόπο τις ζωές χιλιάδων πολιτών, όπως στη Θεσσαλία και στον Εβρο, αλλά κι έμμεσα το αύριο όλων μας.

Είναι φανερό ότι η κλιματική κρίση δεν μας έχει δείξει ακόμα το πιο σκληρό πρόσωπό της, ενώ είναι σαφές ότι κανένας δεν μπορεί να την περιορίσει σε κάποιο μόνο γεωγραφικό σημείο ή να θεωρεί ότι είναι ασφαλής.

Οι συνέπειές της επιδρούν σε κάθε πτυχή της ζωής, από την οικονομία και την ασφάλεια, μέχρι την κοινωνική συνοχή και την λειτουργία των θεσμών.

Είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα, κοιτώντας με τόλμη μπροστά, αντιλαμβανόμενοι ότι μόνο μαζί θα συνθέσουμε τις λύσεις που απαιτούνται, αναλαμβάνοντας δράση σήμερα.

Η αλήθεια είναι ότι έχουμε πολλά βήματα να κάνουμε και αποφάσεις να πάρουμε.

Βήματα, που δεν κάναμε όταν έπρεπε και αποφάσεις που δεν πήραμε την σωστή στιγμή, για δομικές αναγκαίες, γενναίες αλλαγές στον τρόπο που ζούμε, αναπτυσσόμαστε, ανταγωνιζόμαστε, προοδεύουμε και ευημερούμε …στην πλάτη του πλανήτη μας, θεωρώντας ότι οι αντοχές του είναι αστέρευτες.

Η ΕΕ πρωτοστατεί σε αυτόν τον αγώνα και χαράζει την πορεία, που πρέπει να ακολουθήσουμε. Στρατηγικές όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας αποτελούν θεμέλιο λίθο, πάνω στον οποίο χτίζουμε την προσπάθεια.

Ειδικότερα στην Ελλάδα, η πράσινη μετάβαση στον τομέα της ενέργειας, η μείωση του αποτυπώματος άνθρακα στην Ναυτιλία και σε κομβικούς κλάδους, η ενεργειακή αναβάθμιση ακινήτων, αποτελούν παραδείγματα σημαντικών δράσεων, που ήδη τρέχουν, με σημαντικά κι ελπιδοφόρα αποτελέσματα.

Ξεχωριστό ρόλο διαδραματίζει ο πρωτογενής τομέας, ο οποίος βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα της κλιματικής κρίσης. Οι τεράστιες εκτάσεις, που απειλούνται με ερημοποίηση και την ίδια στιγμή η μείωση διαθέσιμων υδάτινων αποθεμάτων, διαμορφώνουν μία κρίσιμη για το αύριο εξίσωση, που έρχεται σε αντιδιαστολή με τις αδιαμφισβήτητες προβλέψεις του FAO, ότι με βάση την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού θα απαιτηθεί αντίστοιχη αύξηση της παραγόμενης τροφής κατά 70%, μέχρι το 2050. Αυτό αναδεικνύει το τεράστιο κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή, την ασφάλεια και λειτουργία των κοινωνιών μας μπροστά σε ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση.

Η Ελλάδα παρακολουθεί τις ραγδαίες εξελίξεις κι έχει ήδη αναπτύξει πλαίσιο ουσιαστικών πρωτοβουλιών για περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, μέσα στις οποίες ξεχωρίζει η μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προερχόμενων από τη Γεωργία κατά 14%, από το 2005, δίνοντάς της τη 2η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Την ίδια στιγμή, η υιοθέτηση και αξιοποίηση τεχνολογιών αιχμής στον Αγροδιατροφικό τομέα αποτελεί ουσιαστικό μοχλό μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και της διαμόρφωσης καινοτόμων λύσεων. Βασικοί σύμμαχοι είναι η επιστημονική γνώση και οι τεχνολογικές καινοτομίες. Ξεχωριστή βαρύτητα προσδίδουμε στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, που αποτελεί τον παγκόσμιο ηγέτη στον Αγροδιατροφικό κλάδο, για βελτίωση του κλάδου και προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Προχωρούμε στον ορισμό εθνικού συντονιστή, που θα συμβάλει στη διάχυση γνώσης σε αγροπεριβαλλοντικά ζητήματα και θα φέρει τη χώρα ένα βήμα πιο κοντά στη βιώσιμη ανάπτυξη.

Η προτεραιότητα μέχρι σήμερα ήταν το περιβάλλον. Η εξέλιξη, όμως, της κλιματικής κρίσης επιτάσσει νέα θεώρηση, που θα αντανακλά την άρρηκτη, αλληλοεξαρτώμενη σχέση μεταξύ Περιβάλλοντος και Γεωργίας, ως θεμελιώδεις πυλώνες, που στηρίζουν το οικοδόμημα της οικονομικής ευημερίας και κοινωνικής συνοχής.

Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι απαιτείται δράση, ρηξικέλευθες πολιτικές και αξιοποίηση επιστημονικής γνώσης, καινοτόμου σκέψης, πέρα από αντιλήψεις ή συμφέροντα του χθες.

Σε αυτό το δύσκολο ταξίδι, το οικοσύστημα του Πρωτογενούς τομέα αποτελεί επιταχυντή λύσεων για το αύριο, που έχουμε ανάγκη.