Αλκιμοι νεανίαι

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Μας πιάνει από το χέρι με την πεποίθηση ότι οι πεποιθήσεις μας ταυτίζονται, ως συνομηλίκων. Ατιμη παλιά φρουρά, όλο και κάποιο μέλος της θα σε αδράξει από το μανίκι όπου σε πετύχει. Είσαι παλιός, όπως κι εγώ, έζησες όσα εγώ, πιστεύεις όσα πιστεύω, και ψάχνεις στην αδιάφορη ανθρωποθάλασσα για έναν τρόφιμο των εμπειριών σου, πνιγμένος από το δίκιο σου, και την ατράνταχτη σιγουριά ότι ο κόσμος όχι απλώς καταστρέφεται αλλά έχει ήδη καταστραφεί. Και πέφτεις πάνω μας. Και μας πιάνεις από το χέρι.

«Λοιπόν, μόλις πέθανε ο Στέας, πέθανε και το καρναβάλι» αποφαίνεται. «Ε;» προσθέτει ερωτηματικά, αλλά προσδοκώντας μόνο σε επιβεβαίωση. «Ναι, βέβαια» του απαντάμε, αλλά με το άλλο μας χέρι κρύβουμε τη σακούλα με τη στολή πίσω από την πλάτη. Αντε να του εξηγήσεις ότι μολονότι το καρναβάλι έχει πεθάνει, εμείς επιμένουμε και βγαίνουμε μασκαράδες, σαν τους Ινδιάνους που χορεύουν τον χορό των νεκρών ψυχών (Χμμ: Ωραία ιδέα για γκρουπ.)

Ναι, το Καρναβάλι «δεν είναι αυτό που ήτανε». Αλλά γιατί έπρεπε να μείνει όπως ήτανε; Και τι ήτανε, τελικά; Η αλήθεια είναι ότι οι νεότεροι ξελιγώνονται όταν τους αφηγούμαστε διάφορα καρναβαλικά ευτράπελα που τα μνημονεύουμε ως κατορθώματα, αλλά σίγουρα θα ξελιγώνονται και οι μεταγενέστεροι όταν θα ακούν από τους σημερινούς νέους τα ανδραγαθήματα τα δικά τους.

Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι το βασικό μας πρόβλημα δεν είναι ότι το Καρναβάλι δεν είναι αυτό που ήτανε, αλλά ότι εμείς δεν είμαστε αυτοί που είμαστε.  Επικρατεί η προκατάληψη ότι με τα χρόνια ξεμένεις από δυνάμεις, αλλά στην πραγματικότητα ξεμένεις από τη διάθεση να φλερτάρεις με τα όριά σου και να τα περιφρονείς, κάτι που χαρακτηρίζει τη νεότητα.

Παράλληλα, μεγαλώνοντας ανακαλύπτεις τη γοητεία της ησυχίας. Η καρναβαλική παλαβομάρα σε αναστατώνει ως κατάσταση, και από ένα σημείο και πέρα, ακόμα και ως ιδέα: Να ξενυχτήσω την Κυριακή; Α, πα, πα, πα. Ανακαλύπτεις επίσης πόσο ωραίος μπορεί να είναι ο κόσμος νωρίς το πρωί, με ανοιξιάτικο ήλιο ή ακόμα και κάτω από έναν άσπρο, σκονισμένο ουρανό, με τα κομφετί της ασφάλτου να κοιμούνται κατάκοπα και λερωμένα.

Πεθαίνοντας ο Στέας, δεν πέθανε το Καρναβάλι φυσικά, αλλά θάμπωσε η οθόνη της μυθοποιημένης και μυθοποιητικής τηλεοπτικής μετάδοσης. Ο παλιόφιλος που μας νεκρολογεί τον Καρνάβαλο, πιθανότατα δεν έβγαινε στην παρέλαση ούτε τον καιρό του Στέα- ειδάλλως πώς θυμάται τις μεταδόσεις του;- αλλά καμάρωνε την Πατροσύνη που ανέδιδε σε πανελλήνια κλίμακα αυτό το σκηνικό, με τις τηλεοράσεις σχετικά νέο φρούτο στο ελληνικό σπίτι και τις μεταδόσεις αυτές να μας κάνουν περήφανους για την πόλη μας.

Η Πάτρα η πάλαι αρχόντισσα, επιτέλους πρωτεύουσα, έστω και στο μασκαραλίκι, το οποίο άλλωστε είναι και μια ανεστραμμένη εκδοχή αρχοντιάς, ένας ρήγας κούπα γυρισμένος ανάποδα, πράγμα που συνιστά την πεμπτουσία του Καρναβαλιού: Ο ντόκτορ Τζέκιλ επιτρέπει στον μίστερ Χάιντ να κυκλοφορήσει, όχι βέβαια ως φονιάς και βιαστής, αλλά σαν αβλαβές, παρδαλό θηριάκι, που δεν  δαγκώνει, αλλά μόνο γαυγίζει και κουνάει την ουρά του, μυρίζοντας τα άλλα σκυλάκια.

Η τρίτη αλήθεια είναι το Καρναβάλι  δεν ήταν ποτέ τίποτα, ούτε και τώρα είναι κάτι. Για τον απλό λόγο ότι το Καρναβάλι είσαι εσύ. Οσο είσαι Καρναβάλι, το Καρναβάλι υπάρχει. Όταν δεν είσαι, δεν υπάρχει. Ακριβέστερα, υπάρχει για όσους υπάρχουν εντός του, υπάρχοντας εντός τους. Είναι περίπου όπως και με τη ζωή, δηλαδή. Αυτά. Σόρι τώρα, αλλά τη στολή που λέγαμε, τη φορέσαμε και βγήκαμε, κουνώντας την ουρά μας.